Έπειτα από μαραθώνια συνεδρίαση και αφού χρειάστηκε να παρακαμφθούν τέσσερις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (Πολωνία, Ουγγαρία, Λετονία, Λιθουανία), το Συμβούλιο Υπουργών Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων της Ε.Ε. κατέληξε με ειδική πλειοψηφία σε μια καταρχήν συμφωνία για την αναθεώρηση της νομοθεσίας για τις αποσπάσεις των εργαζομένων, θέτοντας τη βάση για τον τερματισμό του κοινωνικού ντάμπινγκ στην Ευρώπη.
Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Έπειτα από μαραθώνια συνεδρίαση και αφού χρειάστηκε να παρακαμφθούν τέσσερις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (Πολωνία, Ουγγαρία, Λετονία, Λιθουανία), το Συμβούλιο Υπουργών Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων της Ε.Ε. κατέληξε με ειδική πλειοψηφία σε μια καταρχήν συμφωνία για την αναθεώρηση της νομοθεσίας για τις αποσπάσεις των εργαζομένων, θέτοντας τη βάση για τον τερματισμό του κοινωνικού ντάμπινγκ στην Ευρώπη.
Πρόκειται χωρίς καμία αμφιβολία για μια από τις σημαντικότερες αποφάσεις των τελευταίων ετών, έστω κι αν δεν επιλύει ριζικά το πρόβλημα, που είχε εξελιχθεί σε κοινωνικό ντάμπινγκ εντός της Ε.Ε., ωστόσο το περιορίζει σε μεγάλο βαθμό και αυτό δεν ήταν καθόλου δεδομένο μέχρι πριν από λίγους μήνες.
Η συμφωνία αποτελεί και προσωπική επιτυχία του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος από την επόμενη της εκλογής του κατάφερε με τις κατάλληλες συμμαχίες να συγκεντρώσει τον αριθμό των ψήφων εκείνων που επαρκούσαν για να παρακάμψει τις αντιδράσεις των ανατολικών χωρών. Τα προηγούμενα χρόνια η πρόταση της Κομισιόν ελλείψει πλειοψηφίας είχε μπει στο «ψυγείο».
Η νέα αναθεωρημένη οδηγία, αφενός μεν περιορίζει τον χρόνο των αποσπάσεων και αφετέρου εξομοιώνει την αμοιβή μεταξύ των εγχώριων και αποσπασμένων εργαζόμενων για την ίδια εργασία, ενώ μπορεί να γίνει ακόμη αυστηρότερη εάν η Ευρωβουλή επιμείνει στην επιβολή των δικών της θέσεων, στη διάρκεια των διαβουλεύσεων που θα έχει τις επόμενες εβδομάδες με το Συμβούλιο.
Ειδικότερα, η καταρχήν συμφωνία επιτεύχθηκε με τη σύμφωνη γνώμη 20 χωρών, οι τέσσερις που προαναφέρθηκαν ψήφισαν κατά, ενώ απείχαν το Ηνωμένο Βασίλειο (λόγω της αποχώρησής του από την Ε.Ε.), η Ιρλανδία και η Κροατία. Σημαντικό είναι το γεγονός ότι το Παρίσι και το Βερολίνο κατάφεραν να διασπάσουν τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης που αποτελούσαν μέχρι τώρα ενιαίο μπλοκ, με αποτέλεσμα οι περισσότερες από αυτές να ψηφίσουν υπέρ της νέας οδηγίας.
Η σημερινή νομοθεσία καθορίζει σε δύο χρόνια την περίοδο των αποσπάσεων στην Ε.Ε., δηλαδή εργαζόμενους που φεύγουν από τη χώρα τους για να εργαστούν σε μια άλλη προσωρινά, μέσω γραφείων ενοικιάσεως εργαζομένων και υπεργολάβων.
Στη διάρκεια αυτής της περιόδου πληρώνουν τις ασφαλιστικές εισφορές στη χώρα μόνιμης κατοικίας τους, ενώ η αμοιβή τους στη διάρκεια της απόσπασης δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τον ελάχιστο μισθό στη χώρα υποδοχής.
Με τη διεύρυνση της Ε.Ε. το 2004 η οδηγία άρχισε να δημιουργεί μεγάλα προβλήματα στα άλλα κράτη-μέλη, γιατί εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι αποσπάστηκαν στις χώρες τις Δυτικής Ευρώπης κάνοντας με πολύ λιγότερα χρήματα την ίδια εργασία που έκαναν οι ντόπιοι, χωρίς να επωφελούνται ανάλογων μισθών. Αυτό δημιούργησε ένα κοινωνικό ντάμπινγκ σε βάρος των εργαζομένων των χωρών υποδοχής, απειλώντας το κοινωνικό κράτος.
Με τη νέα νομοθεσία, που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην πρόταση της Κομισιόν, η χρονική διάρκεια των αποσπάσεων περιορίζεται στους 12 μήνες με δυνατότητα επέκτασης για άλλους 6 μήνες υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει σχετικό αίτημα και αποδοχή του από τη χώρα υποδοχής.
Οι αποσπασμένοι θα συνεχίσουν να καταβάλλουν τις εισφορές τους στη χώρα μόνιμης κατοικίας, ωστόσο οι μισθοί πλέον θα πρέπει να συμβαδίζουν με εκείνους της χώρας υποδοχής, συμπεριλαμβανομένων και όλων των επιδομάτων που λαμβάνουν οι εγχώριοι εργαζόμενοι, καθώς και τα δώρα και επιδόματα αδείας.
Με την αναθεώρηση της οδηγίας στην ουσία η απόσπαση εργαζόμενου θα γίνεται όταν πραγματικά υπάρχει ανάγκη και όχι γιατί θα κοστίζει φτηνότερα στον εργοδότη, κάτι που συστηματικά γίνεται σήμερα.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Ευρωβουλή πάει ακόμη πιο μακριά, δεδομένου ότι στη θέση που θα υποστηρίζει στις διαπραγματεύσεις με το Συμβούλιο, στο πλαίσιο της διαδικασίας συναπόφασης, επισημαίνεται ότι οι εργοδότες θα πρέπει να καταβάλλουν αποζημίωση στους αποσπασμένους εργαζόμενους για τα έξοδα στέγασης, μεταφοράς και σίτισης.
Στο «τραπέζι» του Συμβουλίου παραμένει τώρα μια ακόμη πρόταση της Κομισιόν που αφορά τη ρύθμιση της αγοράς στις οδικές μεταφορές γιατί και εκεί υπάρχει κοινωνικό ντάμπινγκ, ενώ στόχος είναι να υπάρξει ανάλογη ρύθμιση.
Στις οδικές μεταφορές παρατηρείται το φαινόμενο της «εικονικής έδρας», δηλαδή τη μεταφορά μιας μεταφορικής εταιρείας σε χώρα μέλος με μικρό εργατικό κόστος και χαμηλές εισφορές, ενώ στην ουσία η εν λόγω εταιρεία εξακολουθεί να εκτελεί το μεγαλύτερο μέρος των εργασιών της στη χώρα που βρίσκονταν προηγουμένως.
Προς το παρόν δεν υπάρχει πλειοψηφία στο Συμβούλιο για την αναθεώρηση της νομοθεσίας, ώστε να τεθούν σε ισχύ οι κανόνες της απόσπασης και στις οδικές μεταφορές, γιατί αντιδρούν οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης, η Ισπανία και η Πορτογαλία, ωστόσο στις Βρυξέλλες εκτιμούν ότι και εδώ θα βρεθεί σύντομα λύση.
Από τα στοιχεία της Κομισιόν προκύπτει ότι το 2015 είχαν ξεπεράσει τα 2 εκατομμύρια οι Ευρωπαίοι αποσπασμένοι εργαζόμενοι. Οι κύριες χώρες προορισμού ήταν η Γερμανία, η Γαλλία και το Βέλγιο.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Κομισιόν, το 2015 οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι από άλλα κράτη-μέλη στην Ελλάδα ανέρχονταν σε 5.891 άτομα, oι οποίοι προέρχονταν, κυρίως, από τη Γερμανία (23%), τη Γαλλία (22,7%), την Ισπανία (11%), την Πολωνία (7,2%) και τη Ρουμανία (7,0%).
Ωστόσο, ο παραπάνω αριθμός, προφανώς εξαιτίας της κρίσης στη χώρα μας, ήταν χαμηλότερος κατά 44,7% σε σχέση με τον αντίστοιχο του 2010.
Αντίθετα, η ποσοστιαία αύξηση των Ελλήνων που έκαναν την αντίθετη διαδρομή την ίδια περίοδο ήταν εντυπωσιακή. Ο αριθμός των αποσπασμένων από τη χώρα μας σε άλλα κράτη-μέλη έφτασε τα 4.789 άτομα, που ισοδυναμούσε το 2015 με αύξηση της τάξης του 641% σε σχέση με το 2010.
Η πρώτη χώρα υποδοχής Ελλήνων αποσπασμένων εργαζόμενων ήταν η Γερμανία με 50,6%, ενώ μικρότερα ποσοστά καταγράφηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο (7,8%), στη Γαλλία (5,9%), στην Ισπανία (5,8%) και στην Ολλανδία (4,7%).