Η υποβολή αίτησης για υπαγωγή στον νόμο Κατσέλη συνεπάγεται αναστολή των κατασχέσεων που επιβλήθηκαν στα χέρια των πιστωτικών ιδρυμάτων για τις μέλλουσες απαιτήσεις που ανάγονται (γεννήθηκαν) σε χρόνο μετά την υποβολή της αίτησης, χωρίς ωστόσο το πιστωτικό ίδρυμα να πρέπει να αποδώσει τις εν λόγω απαιτήσεις στον οφειλέτη, δεδομένου ότι για τις απαιτήσεις αυτές καθίσταται οιονεί μεσεγγυούχος.
Από την έντυπη έκδοση
Η υποβολή αίτησης για υπαγωγή στον νόμο Κατσέλη συνεπάγεται αναστολή των κατασχέσεων που επιβλήθηκαν στα χέρια των πιστωτικών ιδρυμάτων για τις μέλλουσες απαιτήσεις που ανάγονται (γεννήθηκαν) σε χρόνο μετά την υποβολή της αίτησης, χωρίς ωστόσο το πιστωτικό ίδρυμα να πρέπει να αποδώσει τις εν λόγω απαιτήσεις στον οφειλέτη, δεδομένου ότι για τις απαιτήσεις αυτές καθίσταται οιονεί μεσεγγυούχος.
Αυτό γνωστοποιήθηκε αρμοδίως με την υπ’ αρίθμ. ΠΟΛ.1162/ 17.10.2017 εγκύκλιο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, με την οποία κοινοποιήθηκε σχετική γνωμοδότηση (υπ’ αρίθμ. 163/2017) του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, σχετικά με την επίδραση από την κατάθεση αίτησης για υπαγωγή στον ν. 3869/2010 και την έκδοση προσωρινής διαταγής «περί αναστολής καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη και διατήρησης της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του» σε κατάσχεση εις χείρας τρίτου που είχε νομίμως επιβληθεί πριν από την κατάθεση της αίτησης, η οποία έγινε εν μέρει δεκτή από τον διοικητής της ΑΑΔΕ.
Ειδικότερα, στο κείμενο της εν λόγω εγκυκλίου επισημαίνονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:
1. Επί του πρώτου ερωτήματος (παράγραφος 24 της γνωμοδότησης) κρίθηκε ότι η υποβολή αίτησης του οφειλέτη - καθ’ ου οι επιβληθείσες κατασχέσεις στα χέρια των πιστωτικών ιδρυμάτων ως τρίτων περί υπαγωγής των προς το Δημόσιο χρεών του στο ν. 3869/2010 δεν έχει ως συνέπεια την αυτοδίκαιη αναστολή των κατασχέσεων που επιβλήθηκαν σε βάρος του στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων σε χρόνο πριν από την υποβολή της αίτησης και τούτο διότι από και με την επίδοση του κατασχετηρίου επέρχεται ex lege αναγκαστική εκχώρηση των απαιτήσεων που κατασχέθηκαν στο Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο καθίσταται δικαιούχο των εν λόγω απαιτήσεων που είχαν γεννηθεί πριν από την υποβολή της αίτησης. Η λήψη καταδιωκτικών μέτρων το πρώτον μετά την υποβολή της αίτησης για υπαγωγή στο ν. 3869/2010 είναι μη νόμιμη, σε περίπτωση δε κατά την οποία η διοικητική εκτέλεση άρχισε πριν από την υποβολή της αίτησης, οι περαιτέρω πράξεις της διαδικασίας της εκτέλεσης καταλαμβάνονται από την αυτοδίκαιη αναστολή συνεπεία υποβολής της αίτησης, υπό την έννοια ότι η περαιτέρω διαδικασία της εκτέλεσης ηρεμεί. Επομένως, η υποβολή της αίτησης για υπαγωγή στο ν. 3869/2010 συνεπάγεται αναστολή των κατασχέσεων που επιβλήθηκαν στα χέρια των πιστωτικών ιδρυμάτων για τις μέλλουσες απαιτήσεις που ανάγονται (γεννήθηκαν) σε χρόνο μετά την υποβολή της αίτησης, χωρίς ωστόσο το πιστωτικό ίδρυμα να πρέπει να αποδώσει τις εν λόγω απαιτήσεις στον οφειλέτη, δεδομένου ότι για τις απαιτήσεις αυτές καθίσταται οιονεί μεσεγγυούχος (πρβ ΟλΝΣΚ 341/2014).
2. Επί του δεύτερου ερωτήματος (παράγραφος 25 της γνωμοδότησης) κρίθηκε ότι η κατ’ άρθρο 5 παρ. 2 του ν. 3869/2010 χορηγηθείσα προσωρινή διαταγή, με γενικό περιεχόμενο την αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη και τη διατήρηση της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του, δηλαδή χωρίς να έχει περιληφθεί στην προσωρινή διαταγή ρητή διάταξη περί άρσεως και των ήδη επιβληθεισών κατασχέσεων, δεν έχει ως συνέπεια την αναστολή των κατασχέσεων που επιβλήθηκαν σε βάρος του στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων σε χρόνο πριν από την υποβολή της αίτησης υπαγωγής και καθ’ όσον αφορά στις κατασχεθείσες απαιτήσεις που είχαν γεννηθεί μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, διότι υπό την αντίθετη εκδοχή θα επρόκειτο περί άρσεως κατασχέσεων μετά την επέλευση των εννόμων συνεπειών της, ήτοι της ex lege αναγκαστικής εκχώρησης των απαιτήσεων που κατασχέθηκαν στο Ελληνικό Δημόσιο.
Επομένως, περίπτωση άρσεως των κατασχέσεων συντρέχει μόνο εφόσον το δικαστήριο περιέλαβε στην προσωρινή διαταγή σχετική διάταξη και ενόσω κατά νόμο αυτή ισχύει. Η λήψη καταδιωκτικών μέτρων το πρώτον μετά τη χορηγηθείσα προσωρινή διαταγή και κατά παράβαση των διατάξεών της είναι μη νόμιμη, σε περίπτωση δε κατά την οποία η διοικητική εκτέλεση άρχισε νομίμως πριν από την χορηγηθείσα προσωρινή διαταγή, οι περαιτέρω πράξεις της διαδικασίας της εκτέλεσης καταλαμβάνονται από την αναστολή που χορηγήθηκε με την προσωρινή διαταγή, υπό την έννοια ότι η περαιτέρω διαδικασία της εκτέλεσης ηρεμεί. Επομένως, η χορηγηθείσα προσωρινή διαταγή συνεπάγεται αναστολή των κατασχέσεων που επιβλήθηκαν στα χέρια των πιστωτικών ιδρυμάτων για τις μέλλουσες απαιτήσεις που ανάγονται (γεννήθηκαν) σε χρόνο μετά τη χορήγηση της προσωρινής διαταγής, χωρίς ωστόσο το πιστωτικό ίδρυμα να πρέπει να αποδώσει τις εν λόγω απαιτήσεις στον οφειλέτη, δεδομένου ότι για τις απαιτήσεις αυτές καθίσταται οιονεί μεσεγγυούχος (πρβ ΟλΝΣΚ 341/2014) αλλά και λόγω του ότι με τη χορηγηθείσα προσωρινή διαταγή απαγορεύθηκε και η μεταβολή της περιουσιακής κατάστασης του αιτούντος την υπαγωγή στο ν. 3869/2010 οφειλέτη.
Αντίθετα, η γνωμοδότηση δεν έγινε δεκτή ως προς το ερώτημα της Υπηρεσίας που αφορούσε την τύχη των κατασχεθέντων μετά τη λήξη της προσωρινής διαταγής και την έκδοση οριστικής απόφασης -θετικής ή απορριπτικής- κατ’ άρθρα 8 και 9 του ν. 3869/2010 (οράτε παράγραφο 26 της γνωμοδότησης). Επί του εν λόγω ζητήματος κρίθηκε σκόπιμο να υποβληθεί εκ νέου ερώτημα στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, σε περίπτωση που προκύψει ερώτημα αρμόδιας Υπηρεσίας βάσει συγκεκριμένου πραγματικού.