Αδύναμη να αφομοιώσει την πανεπιστημιακή έρευνα και να τη μετουσιώσει σε επιχειρηματική δραστηριότητα εμφανίζεται η ελληνική οικονομία, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Εltrun. H Ελλάδα, ενώ διαθέτει περίπου 200 παγκόσμιας κλάσης ερευνητικά εργαστήρια και διαθέτει ερευνητές 2,5 φορές πιο αποδοτικούς από τους Γερμανούς όσον αφορά τις ποιοτικές ακαδημαϊκές δημοσιεύσεις, δεν μπορεί να φτιάξει ένα αποδοτικό επιχειρηματικό οικοσύστημα.
Από την έντυπη έκδοση
Της Λέττας Καλαμαρά
[email protected]
Αδύναμη εμφανίζεται η ελληνική οικονομία να αφομοιώσει την πανεπιστημιακή έρευνα και να τη μετουσιώσει σε επιχειρηματική δραστηριότητα, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Εltrun. Ειδικότερα, όπως τονίζει ο διευθυντής του Eltrun, καθηγητής Γιώργος Δουκίδης, η Ελλάδα, ενώ διαθέτει περίπου 200 παγκόσμιας κλάσης ερευνητικά εργαστήρια, έχει μέχρι στιγμής 1.071 συμμετοχές σε 652 ανταγωνιστικά ευρωπαϊκά έργα έρευνας και ανάπτυξης με 328 εκατ. ευρώ χρηματοδότηση στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος «Ορίζοντας 2020» και διαθέτει ερευνητές 2,5 φορές πιο αποδοτικούς από τους Γερμανούς και 5 φορές πιο αποδοτικούς από τους Άγγλους όσον αφορά τις ποιοτικές ακαδημαϊκές δημοσιεύσεις, εντούτοις δεν μπορεί να φτιάξει ένα αποδοτικό επιχειρηματικό οικοσύστημα που θα βασίζεται σε όλη αυτή τη δουλειά.
Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει από το γεγονός ότι η Ελλάδα κατοχυρώνει το χρόνο μόλις 20-40 ευρωπαϊκές πατέντες (1.000 κατοχυρώνει η Φινλανδία) και δημιουργεί ετησίως 1 έως 2 high impact εταιρείες. Επίσης η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα σε έρευνα και τεχνολογία παραμένει χαμηλή, μόλις στο 0,4% του ΑΕΠ, ενώ παράλληλα παρατηρείται τρομερή γραφειοκρατία στους Ειδικούς Λογαριασμούς Κονδυλίων Έρευνας.
Επίσης η δαιμονοποίηση της επιχειρηματικότητας στα ΑΕΙ, αλλά και η ελλιπής ενημέρωση και εμπιστοσύνη (επιχειρηματική & ακαδημαϊκή κοινότητα) συντελούν στην αδυναμία δημιουργίας ισχυρού επιχειρηματικού κύματος στην ελληνική αγορά, που θα πηγάζει από τον ερευνητικό τομέα. Ανεξάρτητα από τις επιλογές τους μεταξύ των διαθέσιμων πηγών ενημέρωσης, κοινή είναι η διαπίστωση ότι δεν υπάρχει επαρκής επαφή με τις πραγματικές συνθήκες της αγοράς. Το αίτημα για στενότερη διασύνδεση των πανεπιστημίων με την πραγματική οικονομία, κυρίως τις επιχειρήσεις, φαίνεται να έχει πλέον ωριμάσει.
Σύμφωνα με τον κ. Δουκίδη, στην Ελλάδα μόνο 1 στις 1.000 είναι σήμερα high impact (καινοτόμα επιχείρηση, με ισχυρό αποτύπωμα στην οικονομία και την κοινωνία) επιχείρηση. Εάν η αναλογία γινόταν 1 στις 100 (στις ΗΠΑ τα στοιχεία δείχνουν 1 στις 12 και στο Ισραήλ 1 στις 100), η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει στη δημιουργία 2.000 νέων εξειδικευμένων θέσεων εργασίας, σε 200 εκατ. ευρώ άμεσες επενδύσεις, σε 120 έως 150 εκατ. ευρώ εξαγωγές το χρόνο.
Στα κίνητρα που πρέπει να δοθούν για να φτάσει η χώρα σε αυτό το στόχο είναι η δημιουργία R&D κέντρων διεθνών εταιρειών, ευελιξία στα παρεχόμενα κίνητρα, νέες μορφές χρηματοδότησης, δημιουργία επιταχυντών για start ups, ειδικά κίνητρα για τους ερευνητές (και προσέλκυση από το εξωτερικό), ευέλικτο πλαίσιο αξιοποίησης της ακαδημαϊκής έρευνας (πατέντες & spin-offs), συμπράξεις ΑΕΙ με εταιρείες/κλαδικούς φορείς/τοπική αυτοδιοίκηση, προσέλκυση κορυφαίων Ελλήνων ακαδημαϊκών του εξωτερικού. Η Πολιτεία θα μπορούσε, επίσης, να θεσπίσει κίνητρα για τον επαναπατρισμό επιτυχημένων επαγγελματιών από το εξωτερικό, ιδιαίτερα στους κλάδους αιχμής της ελληνικής οικονομίας. Τα στελέχη αυτά αφενός θα καλύψουν τις άμεσες ανάγκες των αντίστοιχων επιχειρήσεων και, αφετέρου, θα μεταφέρουν την εμπειρία τους, λειτουργώντας ως θετικά παραδείγματα για τους συναδέλφους τους.