Τον κίνδυνο να χάσουν -μέσω κατασχέσεων από την εφορία- σημαντικά ποσοστά από μισθούς, συντάξεις και λοιπά ασφαλιστικά βοηθήματα αντιμετωπίζουν χιλιάδες φορολογούμενοι που εισπράττουν τα ποσά αυτά μέσω τραπεζικών λογαριασμών κοινών με οφειλέτες του Δημοσίου, έστω κι αν έχουν δηλώσει τους λογαριασμούς αυτούς ως «ακατάσχετους».
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]
Τον κίνδυνο να χάσουν -μέσω κατασχέσεων από την εφορία- σημαντικά ποσοστά από μισθούς, συντάξεις και λοιπά ασφαλιστικά βοηθήματα αντιμετωπίζουν χιλιάδες φορολογούμενοι που εισπράττουν τα ποσά αυτά μέσω τραπεζικών λογαριασμών κοινών με οφειλέτες του Δημοσίου, έστω κι αν έχουν δηλώσει τους λογαριασμούς αυτούς ως «ακατάσχετους». Ο λόγος είναι ότι η ισχύουσα νομοθεσία επιτρέπει στο Δημόσιο να κατάσχει από κοινούς λογαριασμούς τα διαθέσιμα υπόλοιπα που αντιστοιχούν στα ποσοστά κυριότητας που κατά τεκμήριο έχουν οι οφειλέτες του Δημοσίου στους συγκεκριμένους λογαριασμούς, έστω κι αν οι έτεροι συνδικαιούχοι-μη οφειλέτες του Δημοσίου έχουν δηλώσει τους λογαριασμούς αυτούς ως «ακατάσχετους». Μόνο εφόσον και οι οφειλέτες του Δημοσίου συνδικαιούχοι έχουν δηλώσει κι αυτοί τους ίδιους λογαριασμούς ως «ακατάσχετους» γλιτώνουν και οι μη οφειλέτες τις κατασχέσεις.
Εάν για παράδειγμα υπάρχουν δύο συνδικαιούχοι σε έναν τραπεζικό λογαριασμό και ο ένας είναι οφειλέτης του Δημοσίου αλλά δεν έχει δηλώσει τον λογαριασμό αυτό ως «ακατάσχετο», ενώ ο άλλος συνδικαιούχος δεν είναι οφειλέτης αλλά έχει δηλώσει ως «ακατάσχετο» τον συγκεκριμένο λογαριασμό, τότε η αρμόδια φορολογική αρχή μπορεί να κατάσχει μέρος ή ολόκληρο το ποσό που αντιστοιχεί στο 50% του διαθέσιμου υπολοίπου του συγκεκριμένου λογαριασμού, καθώς θα θεωρήσει κατά τεκμήριο ότι αυτό ανήκει στον συνδικαιούχο οφειλέτη. Έτσι λοιπόν αν το συνολικό διαθέσιμο υπόλοιπο του λογαριασμού είναι π.χ. 1.000 ευρώ και προέρχεται εξ ολοκλήρου από μισθούς ή συντάξεις του μη οφειλέτη συνδικαιούχου, η κατάσχεση έναντι του χρέους του οφειλέτη συνδικαιούχου μπορεί να γίνει επί του ποσού των 500 ευρώ (επί του 50% του διαθέσιμου υπολοίπου), έστω κι αν το ποσό αυτό είναι εισόδημα του μη οφειλέτη, διότι η προστασία από την κατάσχεση ισχύει μόνο για το άλλο 50%!
Τα παραπάνω συμπεράσματα προκύπτουν από έγγραφη απάντηση που έδωσε η Διεύθυνση Εισπράξεων της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) σε αναφορά του βουλευτή Φθιώτιδας της Νέας Δημοκρατίας Χρήστου Σταϊκούρα με προσαρτημένη την αίτηση μιας συνταξιούχου προς τη συγκεκριμένη υπηρεσία, αναφορικά με κατάσχεση εις χείρας τρίτων τραπεζικών της λογαριασμών, στους οποίους είχε δηλώσει ως συνδικαιούχο την αδελφή της-οφειλέτιδα του Δημοσίου.
Η Διεύθυνση Εισπράξεων της ΑΑΔΕ στην έγγραφη απάντησή της διευκρίνισε τα εξής:
«Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7 και 9 του ν.δ. 356/1974 (Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων), όπως ισχύει και του άρθρου 48 παρ. 1 του ν. 4174/2013, ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. έχει την υποχρέωση να επιδιώξει την είσπραξη των ληξιπροθέσμων χρεών προς το Δημόσιο καθώς και τη διακοπή της παραγραφής τους, ανεξάρτητα από την αιτία προέλευσης αυτών, λαμβάνοντας όλα τα προβλεπόμενα αναγκαστικά, ποινικά και λοιπά μέτρα κατά των οφειλετών, μεταξύ των οποίων και η κατάσχεση εις χείρας τρίτων. Με την ολοκλήρωση της κατάσχεσης εις χείρας τρίτου επέρχεται αυτοδικαίως αναγκαστική εκχώρηση της κατασχεθείσης χρηματικής απαίτησης στο κατασχόν Δημόσιο, το οποίο πλέον καθίσταται δικαιούχος του συνόλου αυτής. Η κατάσχεση δεν αίρεται πριν την εξόφληση ή τη διαγραφή του χρέους για το οποίο επιβλήθηκε.
Ωστόσο, με τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 4 του Κ.Ε.Δ.Ε. σε συνδυασμό με την αριθμ. Δ6Α 1054391 ΕΞ 2014/1.4.2014 Απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων περί μεταβίβασης αρμοδιοτήτων σε όργανα της Φορολογικής Διοίκησης, παρέχεται η ευχέρεια στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. μετά από σχετική αίτηση του οφειλέτη να περιορίσει με αιτιολογημένη Απόφασή του το ποσό ή ποσοστό της κατάσχεσης που του επιβλήθηκε υπό προϋποθέσεις που ορίζονται στην ΠΟΛ.1092/3.4.2014 εγκύκλιο της Διοίκησης, αλλά και ανεξάρτητα από τη συνδρομή των προϋποθέσεων δύναται να εξετάζονται και εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν ο οφειλέτης προσκομίζει έγγραφα που αποδεικνύουν την αναγκαιότητα του περιορισμού της κατάσχεσης λόγω ειδικών συνθηκών.
Επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 του Κ.Ε.Δ.Ε., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4336/2015 (ΦΕΚ. 94Α/14-08-2015), ισχύει το ακατάσχετο καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα για έναν και μοναδικό ατομικό ή κοινό λογαριασμό σε ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα για κάθε φυσικό πρόσωπο μέχρι του ποσού των χιλίων διακοσίων πενήντα (1.250) ευρώ μηνιαίως. Σε περίπτωση που υπάρχει λογαριασμός περιοδικής πίστωσης μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων, θα πρέπει να γνωστοποιηθεί αποκλειστικά και μόνο ο λογαριασμός αυτός. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής απαιτείται η υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης, με την οποία γνωστοποιείται από το φυσικό πρόσωπο ο μοναδικός ακατάσχετος τραπεζικός λογαριασμός (σχετ. ΠΟΛ.1222/2015 και ΠΟΛ.1182/2014).
Από την ανωτέρω διάταξη νόμου προκύπτει ότι προστατεύονται ως ακατάσχετες μόνο οι καταθέσεις του ενός και μοναδικού στο χρηματοπιστωτικό σύστημα δηλωθέντος ως ακατάσχετου λογαριασμού και μέχρι του ύψους των χιλίων διακοσίων πενήντα (1.250) ευρώ μηνιαίως, ανεξαρτήτως προελεύσεως αυτών (δηλαδή ανεξάρτητα από το εάν αφορούν ποσά μισθοδοσίας, σύνταξης ή περιοδικά καταβαλλόμενου ασφαλιστικού βοηθήματος), προκειμένου κάθε φυσικό πρόσωπο να διασφαλίσει ένα αποδεκτό επίπεδο διαβίωσης, ακόμη και αν ο μισθός/σύνταξη του είναι κατώτερος/η αυτού. Ο χαρακτηρισμός ενός λογαριασμού ως μισθοδοτικού ή συνταξιοδοτικού ή πίστωσης ασφαλιστικών βοηθημάτων περιοδικά καταβαλλόμενων έχει σημασία μόνο ως προς την υποχρέωση του φορολογουμένου να δηλώσει αυτόν ως τον μοναδικό ακατάσχετο λογαριασμό, εφόσον υφίσταται τέτοιος. Σε κάθε περίπτωση, τονίζεται ότι είναι υποχρεωτική η υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης προκειμένου να προστατευθούν οι καταθέσεις ενός μοναδικού λογαριασμού του οφειλέτη από κατάσχεση του Δημοσίου σε βάρος του στα χέρια Πιστωτικών Ιδρυμάτων έως του ποσού των 1.250 ευρώ μηνιαίως. Εάν δεν προβεί στη δήλωση αυτή ο φορολογούμενος, οι πάσης φύσεως καταθέσεις του δεν προστατεύονται έναντι του Δημοσίου.
Επιπρόσθετα, με το άρθρο 4 του ν. 5638/1932 “περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν”, τον οποίο εφαρμόζουν τα Πιστωτικά Ιδρύματα, σε περίπτωση κατάσχεσης κοινού λογαριασμού, τεκμαίρεται αμάχητα έναντι του κατασχόντος ότι η κατάθεση ανήκει σε όλους τους δικαιούχους κατ’ ίσα μέρη και επομένως η κατάσχεση εκτείνεται μόνο στο μερίδιο που ανήκει στον καθού η κατάσχεση και όχι σε όλο τον λογαριασμό».