Οι σαφείς ενδείξεις ότι οδεύουμε για ολοκλήρωση της 3ης αξιολόγησης είναι το «προαπαιτούμενο» για την επόμενη «έξοδο» της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές. Ο αρχικός προγραμματισμός να επιχειρηθεί μέσα στον Οκτώβριο το δεύτερο βήμα -μετά την πρώτη επιτυχημένη απόπειρα τον Ιούλιο- φαίνεται να μη «βγαίνει» στο οικονομικό επιτελείο, καθώς κρίνεται ότι για να υπάρξει ανταπόκριση από τις αγορές θα πρέπει οι επενδυτές να είναι σε θέση να προεξοφλήσουν ένα πολύ θετικό γεγονός όπως η ολοκλήρωση της γ’ αξιολόγησης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Οι σαφείς ενδείξεις ότι οδεύουμε για ολοκλήρωση της 3ης αξιολόγησης είναι το «προαπαιτούμενο» για την επόμενη «έξοδο» της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές. Ο αρχικός προγραμματισμός να επιχειρηθεί μέσα στον Οκτώβριο το δεύτερο βήμα -μετά την πρώτη επιτυχημένη απόπειρα τον Ιούλιο- φαίνεται να μη «βγαίνει» στο οικονομικό επιτελείο, καθώς κρίνεται ότι για να υπάρξει ανταπόκριση από τις αγορές θα πρέπει οι επενδυτές να είναι σε θέση να προεξοφλήσουν ένα πολύ θετικό γεγονός όπως η ολοκλήρωση της γ’ αξιολόγησης.
Τη «σύνδεση» της εξόδου στις αγορές με την ολοκλήρωση της 3ης αξιολόγησης έκανε εμμέσως πλην σαφώς και ο επικεφαλής του Euro Working Group Τόμας Βίζερ, ο οποίος υποστήριξε ότι οι «επενδυτές, όταν θα αγοράζουν ελληνικά ομόλογα, θέλουν να είναι βέβαιοι ότι επενδύουν σε κάτι σταθερό».
Ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους έχει ήδη καταστρώσει το σχέδιο για τις επόμενες εξόδους στις αγορές και αυτό που είναι πλέον το ζητούμενο είναι να βρεθεί η κατάλληλη χρονική συγκυρία.
Μέσω των κεφαλαίων που θα αντλήσει η χώρα από τις ξένες αγορές στο χρονικό διάστημα που υπολείπεται μέχρι το τέλος του 3ου προγράμματος, ο ΟΔΔΗΧ θέλει να επιτύχει την αποπληρωμή περίπου 20 παλαιότερων ομολόγων (σ.σ.: ουσιαστικά δηλαδή να ανταλλάξει παλαιό χρέος με νέο, βελτιώνοντας όμως την καμπύλη λήξεων του ελληνικού χρέους) αλλά και να δημιουργήσει ένα «μαξιλάρι ρευστότητας», το ύψους του οποίου εκτιμάται ότι θα κυμαίνεται γύρω στα 10-12 δισ. ευρώ.
Μάλιστα, όπως αναφέρει στη «Ν» στέλεχος του οικονομικού επιτελείου, ένα μέρος αυτής της ρευστότητας θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου καθώς βασικός στόχος παραμένει το ξεκαθάρισμα των υποχρεώσεων του Δημοσίου μέχρι το τέλος του προγράμματος με κεφάλαια που θα αντληθούν είτε από τον ESM είτε από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το «μαξιλάρι ρευστότητας» θα πρέπει να φτιαχτεί προκειμένου να σταλεί το μήνυμα στις αγορές ότι η Ελλάδα θα είναι σε θέση να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες ακόμη και για χρονικό διάστημα 9-12 μηνών αμέσως μετά τη λήξη του 3ου μνημονίου.
Οι στόχοι που έχει θέσει ο ΟΔΔΗΧ και κατά συνέπεια το οικονομικό επιτελείο, χρειάζονται 3-4 εκδόσεις ομολόγων μέχρι το τέλος Ιουλίου του 2018 προκειμένου να επιτευχθούν. Το ερώτημα είναι αν η αρχή θα γίνει μέχρι το τέλος του έτους.
Στο προσχέδιο του προϋπολογισμού δεν υπάρχει κάποια ένδειξη που να παραπέμπει στο ότι θα γίνει κάποια νέα έξοδος μέσα στον χρόνο.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει κάτι, σημειώνει αρμόδιος παράγοντας του υπ. Οικονομικών, καθώς αν δημιουργηθούν ευνοϊκές συνθήκες η κυβέρνηση θα σπεύσει να αξιοποιήσει την ευκαιρία.
Έτσι όπως εξελίσσονται πάντως τα πράγματα, το θετικό γεγονός που θα μπορούσε να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες και να οδηγήσει σε μια ακόμη έκδοση ελληνικού ομολόγου είναι ένα σήμα ότι οδεύουμε προς τη λήξη της 3ης αξιολόγησης.
Το σήμα αυτό δεν αναμένεται να υπάρξει πριν από το Eurogrοup στις αρχές Δεκεμβρίου. Ακόμη και αν η κυβέρνηση εκπληρώσει τους στόχους της μέχρι το Eurogroup του Νοεμβρίου (εκταμίευση δόσης 800 εκατ. ευρώ και εκπλήρωση του 80% των προαπαιτούμενων) θεωρείται δεδομένο ότι θα αφήσει για το τέλος τα δύσκολα προαπαιτούμενα, όπως είναι τα εργασιακά, ο προϋπολογισμός, τα κοινωνικά επιδόματα και οι αποκρατικοποιήσεις.