Οικονομία & Αγορές
Παρασκευή, 03 Νοεμβρίου 2006 10:11

ICAP: Μελέτη για τη συσκευασία νωπών οπωροκηπευτικών

Ο κλάδος της διαλογής-τυποποίησης-συσκευασίας νωπών οπωροκηπευτικών αποτελεί σημαντική ενδιάμεση φάση μεταξύ της πρωτογενούς παραγωγής και της διάθεσης των προϊόντων στον τελικό καταναλωτή. Πρόκειται για έναν κλάδο με ιδιαίτερη σημασία, βασικό χαρακτηριστικό του οποίου είναι η δραστηριοποίηση μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων, ενώ αξιόλογη θέση καταλαμβάνουν και συνεταιριστικοί φορείς όλων των μορφών (ενώσεις αγροτικών συνεταιρισμών, ομάδες παραγωγών, συνεταιρισμοί περιορισμένης ευθύνης). Λόγω του μεγάλου αριθμού των διαλογητηρίων-συσκευαστηρίων, ο βαθμός συγκέντρωσης στον κλάδο είναι χαμηλός.

Τα παραπάνω συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από τη σχετική κλαδική μελέτη που κυκλοφόρησε η ICAP με τίτλο « Τυποποίηση – Συσκευασία Νωπών Οπωροκηπευτικών»:

Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγικής δυναμικότητας του κλάδου είναι συγκεντρωμένο κυρίως σε δύο ευρύτερες περιοχές της χώρας, την Κεντρική Μακεδονία και την Πελοπόννησο, η δε λειτουργία αρκετών από τις επιχειρήσεις περιορίζεται σε ορισμένους μόνο μήνες το χρόνο. Πολλές επιχειρήσεις διαθέτουν σύγχρονες γραμμές διαλογής και συστήματα τυποποίησης/συσκευασίας, με πιστοποίηση διασφάλισης ποιότητας και υγιεινής.

Τα κανάλια διανομής των τυποποιημένων οπωροκηπευτικών στην εγχώρια αγορά είναι οι κεντρικές αγορές, οι χονδρεμπορικές επιχειρήσεις εκτός κεντρικών αγορών, τα σουπερμάρκετ και οι λαϊκές αγορές. Τα τελευταία χρόνια το μερίδιο των σουπερμάρκετ αυξάνεται συνεχώς.

Η ζήτηση τυποποιημένων οπωροκηπευτικών διευρύνεται σταδιακά, γεγονός στο οποίο συμβάλλει η συνεχιζόμενη αστικοποίηση του πληθυσμού και οι νέες καταναλωτικές συνήθειες και αντιλήψεις περί ασφάλειας των τροφίμων. Η διεύρυνση αυτή διαπιστώνεται από την άνοδο του μεριδίου των σούπερμάρκετ, αλλά και την αύξηση της ποικιλίας των τυποποιημένων οπωροκηπευτικών που διαθέτουν τα κλασικά οπωροπωλεία.

Η συνολική πρωτογενής εγχώρια παραγωγή νωπών οπωροκηπευτικών του 2004 σημείωσε άνοδο της τάξης του 9% σε σύγκριση με το 2003, με την παραγωγή λαχανικών να υπερτερεί ελαφρά έναντι της πρωτογενούς παραγωγής φρούτων (52,7%-47,3%). Από το σύνολο της παραγωγής φρούτων και λαχανικών του 2004, ποσοστό 28% διατέθηκε για βιομηχανική χρήση, οι εξαγωγές απορρόφησαν το 9%, η αυτοκατανάλωση εκτιμήθηκε σε 3-3,5%, ενώ η εγχώρια κατανάλωση τυποποιημένων προϊόντων κάλυψε περίπου το 25%. Το υπόλοιπο μέρος της παραγωγής είτε προωθείται χύμα στην αγορά είτε αφορά φθορές και αποσύρσεις.

Κατά την περίοδο 1999-2004 η συνολική παραγωγή τυποποιημένων νωπών φρούτων κάλυψε περίπου το 65% της συνολικής παραγωγής τυποποιημένων οπωροκηπευτικών. Στον συγκεκριμένο κλάδο δραστηριοποιείται μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα να παρατηρείται μεγάλη διασπορά στα μερίδια παραγωγής.

Η εγχώρια φαινομενική κατανάλωση τυποποιημένων νωπών οπωροκηπευτικών ήταν σε γενικές γραμμές ανοδική την πενταετία 1999-2004, σημειώνοντας μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 6,9%. Ο βαθμός τυποποίησης της παραγωγής φρούτων είναι σχετικά υψηλότερος από τον αντίστοιχο των λαχανικών. Ο βαθμός εξωστρέφειας του κλάδου για το 2004 (ποσοστό εξαγωγών τυποποιημένων νωπών οπωροκηπευτικών επί της συνολικής εγχώριας παραγωγής) διαμορφώθηκε σε 27%.

Η διάρθρωση των εξαγωγών οπωροκηπευτικών σχετικά με τον τόπο προορισμού μεταβλήθηκε κατά την περίοδο 1999-2005, καθώς αυξήθηκε το ποσοστό των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μειώθηκε η συμμετοχή των Τρίτων Χωρών. Πιο συγκεκριμένα, κατά το 1999 το μερίδιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν 53% σε αξία και 30% σε ποσότητα, ενώ κατά το 2005 αυξήθηκε σε 68,5% σε αξία και 52,8% σε ποσότητα. Αυτή η μεταβολή οφείλεται κυρίως στην προσθήκη νέων χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση (οι οποίες το 2001 ανήκαν στις Τρίτες Χώρες).

Κατά την περίοδο 2001-2005 οι ποσότητες των εισαγωγών αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 9,5%, ενώ η αξία των εισαγωγών με μέσο ετήσιο ρυθμό 10,8%. Από την άλλη πλευρά, τόσο η ποσότητα όσο και η αξία των εξαγωγών τα τελευταία έτη διαμορφώθηκαν σε αρκετά χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με τα αντίστοιχα μεγέθη του 2001, οπότε και είχε σημειωθεί κορύφωση των μεγεθών των εξαγωγών της περιόδου 1999-2005. Κατά την περίοδο 2001-2005 οι ποσότητες των εξαγωγών μειώθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 9,5%, ενώ η αξία των εξαγωγών με μέσο ετήσιο ρυθμό 7,3%, γεγονός που οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στα έντονα καιρικά φαινόμενα που έπληξαν την παραγωγή κατά το 2001 και 2003. Το 2005 παρουσιάστηκαν σημάδια ανάκαμψης των ελληνικών εξαγωγών σε νωπά οπωροκηπευτικά προϊόντα.

Καθοριστικής σημασίας ζήτημα για την πορεία του κλάδου στο μέλλον είναι ο σταδιακός περιορισμός της διακίνησης των μη τυποποιημένων νωπών οπωροκηπευτικών, μόνο σε αυτά που προορίζονται για τοπικές αγορές, όπως ορίζεται από τους κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εξέλιξη αυτή εκτιμάται ότι θα ενισχύσει την ανάπτυξη του κλάδου μελλοντικά.