Την περιορισμένη κλίμακα των προτάσεων προς ένταξη στα επενδυτικά προγράμματα, με αιχμή του δόρατος το Σχέδιο Γιούνκερ, επισημαίνουν πηγές της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων ως τη μοναδική δυσκολία την οποία συναντούν στην περίπτωση της Ελλάδας. Είναι αυτή μια καθησυχαστική διαπίστωση; Ναι και όχι.
Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Την περιορισμένη κλίμακα των προτάσεων προς ένταξη στα επενδυτικά προγράμματα, με αιχμή του δόρατος το Σχέδιο Γιούνκερ, επισημαίνουν πηγές της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων ως τη μοναδική δυσκολία την οποία συναντούν στην περίπτωση της Ελλάδας. Είναι αυτή μια καθησυχαστική διαπίστωση; Ναι και όχι.
Βασικό χαρακτηριστικό του Σχεδίου Γιούνκερ (EFSI), της «ναυαρχίδας» των επενδυτικών εργαλείων της Ε.Ε., είναι σε μεγάλο βαθμό η επιλογή επενδυτικών projects σε τομείς που ενέχουν ρίσκο ή απαιτούν υψηλό βαθμό καινοτομίας, δηλαδή πεδία στα οποία υπάρχει κενό χρηματοδότησης από την αγορά.
Παράλληλα, για ευνόητους λόγους, που προφανώς σχετίζονται με την ένταση και τη διάρκεια της κρίσης, η Ελλάδα αποτελεί χώρα υψηλής προτεραιότητας και μάλλον ευνοϊκής μεταχείρισης στα προγράμματα της ΕΤΕπ - δεν υπάρχει συγκεκριμένο δεσμευτικό ποσοστό των διαθέσιμων πόρων που αναλογεί σε κάθε χώρα.
Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, όταν εκτός απροόπτου επιβεβαιωθεί η εκτίμηση ότι το ύψος των δανείων της ΕΤΕπ στην Ελλάδα θα ανέλθει το 2017 σε λίγο περισσότερα από 2 δισ. ευρώ, τότε η χώρα σε απόλυτα νούμερα θα ενταχθεί στην πρώτη 6άδα του Σχεδίου Γιούνκερ: Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ελλάδα (που αναμένεται να προσπεράσει την Πολωνία).
Υπ’ αυτήν την έννοια, οι προβληματισμοί για την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα της Ελλάδας στην αξιοποίηση του προγράμματος, τους οποίους ενίοτε διατυπώνουν ακόμη και κυβερνητικοί αξιωματούχοι, είναι ίσως πιο απαισιόδοξοι από την τελική συνολική εικόνα, η οποία πάντως δεν προσκρούει απαραίτητα στις παθογένειες του επενδυτικού προφίλ της ελληνικής οικονομίας, μόνο και μόνο λόγω της φύσης των εργαλείων της ΕΤΕπ. Εξάλλου, ο βασικός λόγος που το Σχέδιο Γιούνκερ «περπατά» στην Ελλάδα δεν είναι άλλος από την ιδιαίτερα υψηλή ανάγκη χρηματοδότησης της οικονομίας.
Σε κάθε περίπτωση, πηγές της ΕΤΕπ υπογραμμίζουν στη «Ν» ότι αυτό που αξίζει να ξεχωρίσει κανείς στην ελληνική περίπτωση είναι η δυσκολία της τράπεζας να εντοπίζει επιχειρήσεις και αντίστοιχες προτάσεις με το επαρκές μέγεθος για την κάλυψη της επένδυσης ώστε αυτή να διασφαλίζει απευθείας χρηματοδότηση. Όπως εξηγούν, μια επένδυση των 5 εκατ. ευρώ έχει την ίδια τιμολόγηση με μια επένδυση των 100 εκατ. ευρώ. Συνεπώς, σε αρκετές περιπτώσεις δεν συμφέρει την τράπεζα να κινήσει τη διαδικασία. Πρόκειται δηλαδή για επενδύσεις που περνούν κάτω από το «ραντάρ» της.
Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι από το κατώτατο όριο επένδυσης των 25 εκατ. ευρώ, στην Ελλάδα η τράπεζα «κατέβηκε» στα 15 εκατ. ευρώ, προκειμένου να καταστήσει πιο ρεαλιστική τη διαδικασία σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά της ελληνικής αγοράς, η οποία έχει υποστεί περαιτέρω συρρίκνωση εξαιτίας της κρίσης. Γι’ αυτόν τον λόγο, η ΕΤΕπ δεν προβαίνει αποκλειστικά σε απευθείας χρηματοδοτήσεις, αλλά επιπλέον χορηγεί δάνεια στις 4 συστημικές τράπεζες -καθώς και στη συνεταιριστική Παγκρήτια- οι οποίες με τη σειρά τους πρακτικά «τεμαχίζουν» τα ποσά και τα διανέμουν σε διαφορετικά επενδυτικά projects. Την τακτική αυτή υιοθετεί η ΕΤΕπ και στη μικρή αγορά της Κύπρου, όπου η έκθεση της τράπεζας αντιστοιχεί περίπου στο 15% του κυπριακού ΑΕΠ. Τα δάνεια που έχουν χορηγηθεί με αυτόν τον τρόπο έως σήμερα στις ελληνικές τράπεζες ανέρχονται σε περίπου 1 δισ. ευρώ - τα 400 εκατ. ευρώ εκ των οποίων έχουν ολοκληρώσει το στάδιο της σύμβασης.
Ενέχει ρίσκο η μεσολάβηση των τραπεζών κατά την υλοποίηση του Σχεδίου Γιούνκερ στην Ελλάδα; Ουδέν, σύμφωνα με την ΕΤΕπ, καθώς οι τράπεζες «γνωρίζουν καλά την αγορά» και δεν έχει προκύψει «το παραμικρό πρόβλημα με το operation τους». Εξάλλου, η ΕΤΕπ κάθε φορά «παρακολουθεί και ελέγχει εξονυχιστικά τη διαδικασία». Όσον αφορά την παράμετρο των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην ελληνική αγορά, η τράπεζα «δεν υπεισέρχεται καθόλου» και άλλωστε «έχει μηδέν απώλειες» στην Ελλάδα. Ο λόγος; «Εξονυχιστικός έλεγχος από πριν».
Η αλήθεια είναι ότι το Σχέδιο Γιούνκερ προβλέπει αυστηρά και τεχνοκρατικά κριτήρια στην επιλογή των projects, με τη συνδρομή επιτροπής ανεξάρτητων επιστημόνων και εμπειρογνωμόνων. Ο τουρισμός, η ναυτιλία και ο γεωργικός τομέας είναι οι μεγάλοι τομείς που η ΕΤΕπ διερευνά αυτήν την περίοδο -δεν είχε έως τώρα έντονη δραστηριότητα- και στους οποίους ενδέχεται να κάνει πιο αισθητή την παρουσία της. Πάντοτε, μέσω της μόχλευσης για την επίτευξη πολλαπλασιαστικών αποτελεσμάτων. Ενδεικτικά, η ΕΤΕπ χορήγησε στη Fraport -όχι για την εξαγορά των αεροδρομίων αλλά για την επένδυση στις υποδομές- 280 εκατ. ευρώ με την προσδοκία οφέλους 400 εκατ. ευρώ. Αντίστοιχα, υπολογίζεται ότι η μόχλευση στην Εθνική Τράπεζα θα αποφέρει 2 φορές περισσότερα χρήματα από το αρχικό ποσό.
Πάντως, η απουσία μιας Αναπτυξιακής Τράπεζας αναγνωρίζεται ως ένα κενό στην Ελλάδα, υπό την έννοια ότι θα αποτελούσε ακόμη ένα εργαλείο για τα ευρωπαϊκά επενδυτικά προγράμματα. Σημειωτέον, σύμφωνα με πληροφορίες της «Ν», δεν αποκλείεται το επόμενο διάστημα να υπάρξουν εξελίξεις σε αυτόν τον τομέα, αν και μένει να φανεί στην πράξη το αποτέλεσμα, πόσο μάλλον το χρονοδιάγραμμα των διεργασιών.
Στην Ελλάδα η έκθεση της ΕΤΕπ ήταν 17 δις ευρώ μέχρι και το 2016, οπότε και χορηγήθηκαν συνολικά νέα δάνεια ύψους 1,6 δισ. ευρώ. Τα νέα δάνεια το 2017 εκτιμάται ότι θα ανέλθουν σε λίγο περισσότερα από 2 δισ. ευρώ. Στο πλαίσιο του Σχεδίου Γιούνκερ, έχουν εγκριθεί μέχρι στιγμής δάνεια ύψους 1,2 δισ. ευρώ, με τον στόχο να αποφέρουν συνολικές επενδύσεις ύψους 3,7 δισ. ευρώ. Η ΕΤΕπ δανείζεται με ευνοϊκούς όρους για να δανείζει με ευνοϊκούς όρους. Το 2016 συνολικά το EIB Group χορήγησε δάνεια ύψους περίπου 84 δισ. ευρώ. Διεθνώς, 3 στους 4 χρηματοδοτούμενους από την ΕΤΕπ είναι για πρώτη φορά χρηματοδοτούμενοι από την ΕΤΕπ.