Την αυξημένη ρευστότητα του ελληνικού εφοπλισμού έχει «βάλει στο μάτι» η γερμανική τράπεζα Berenberg, η οποία «πλησιάζει» τους Έλληνες πλοιοκτήτες μέσω εξαγορών δανείων που ανήκουν στη βρετανική τράπεζα Royal Bank Of Scotland (RBS).
Από την έντυπη έκδοση
Του Λάμπρου Καραγεώργου
[email protected]
Την αυξημένη ρευστότητα του ελληνικού εφοπλισμού έχει «βάλει στο μάτι» η γερμανική τράπεζα Berenberg, η οποία «πλησιάζει» τους Έλληνες πλοιοκτήτες μέσω εξαγορών δανείων που ανήκουν στη βρετανική τράπεζα Royal Bank Of Scotland (RBS).
Η RBS βρίσκεται σε διαδικασία απεμπλοκής από τη χρηματοδότηση του ναυτιλιακού κλάδου, στον οποίο μέχρι πριν από λίγα χρόνια είχε ηγετικό ρόλο. Στο πλαίσιο αυτό η γερμανική τράπεζα Berenberg απέκτησε πρόσφατα άλλο ένα δανειακό πακέτο ύψους 460 εκατ. δολ. ανεβάζοντάς το συνολικό portfolio στο 1 δισ. δολ., το μεγαλύτερο μέρος του οποίου είναι συνδεδεμένο με ελληνικά εφοπλιστικά συμφέροντα.
Να κερδίσει Έλληνες πελάτες είναι ο άμεσος λόγος που η γερμανική ιδιωτική τράπεζα «βοηθά» την αποχώρηση από τη ναυτιλία της RBS. Υπολογίζεται ότι το 80% των συνολικών δανείων που έχει αποκτήσει ανήκουν σε Έλληνες εφοπλιστές.
Τα δάνεια είναι ένα βήμα για να αναπτύξουμε πρόσθετες τραπεζικές και επιχειρηματικές συναλλαγές με τους πλούσιους Έλληνες πλοιοκτήτες και τις εταιρείες τους, δήλωσε ο επικεφαλής της ναυτιλίας της Berenberg Philipp Wunschmann στο TradeWinds.
Οι ίδιοι δεν στοχεύουν, όπως σημειώνουν, να γίνουν μία «RBS», αλλά να κερδίσουν περισσοτέρους Έλληνες ως πελάτες.
Μπορεί η Berenberg να εισέρχεται σταδιακά στη ναυτιλιακή χρηματοδότηση, άλλη όμως μεγάλη γερμανική τράπεζα η Commerzbank αποχωρεί καθώς «ξεφόρτωσε» ακόμα 1 δισ. δολάρια από ναυτιλιακά δάνεια, μένοντας με 4 δισ. δολάρια. Η Commerzbank, που μέχρι πρόσφατα ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα παγκοσμίως στη ναυτιλιακή χρηματοδότηση με χαρτοφυλάκιο περίπου 26 δισ. δολάρια, δηλώνει τώρα ότι το shipping έχει τέσσερις φορές μεγαλύτερο ρίσκο από τις επενδύσεις στο real estate. Μάλιστα, όπως τόνισαν οι εκπρόσωποί της, μέχρι το τέλος του χρόνου θα μειωθεί περαιτέρω η έκθεση της τράπεζας στα ναυτιλιακά δάνεια. Όσον αφορά τα «κόκκινα» δάνεια που έχει πλέον η Commerzbank, φτάνουν το 50% του χαρτοφυλακίου της και πιο συγκεκριμένα τα 2 δισ. από τα 4 δισ. δολάρια.
Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με στοιχεία της Petrofin Research η RBS κατείχε στο τέλος του 2016 ναυτιλιακά δάνεια Ελλήνων εφοπλιστών ύψους 3 δισ. δολ και όπως εκτιμούσε η εταιρεία συμβούλων μέχρι το τέλος του 2017 δεν θα κρατήσει τίποτα στο χαρτοφυλάκιό της. Παράλληλα η συνολική τραπεζική χρηματοδότηση της ελληνόκτητης ναυτιλίας ανήλθε σύμφωνα πάντα με την Petrofin στα 57,21 δισ. δολ. στο τέλος του 2016 από 62,71 δισ. δολ. ένα χρόνο πριν, σημειώνοντας μείωση κατά 8,77%.
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ποσοστιαία πτώση από το 2009 και θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι κατεγράφη σε μια χρονιά που ο ελληνόκτητος στόλος αυξήθηκε κατά 3% σε όρους dwt, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Ελληνικής Επιτροπής Ναυτιλιακής Συνεργασίας του Λονδίνου (Committee), γεγονός που σημαίνει ότι οι Έλληνες πλοιοκτήτες στήριξαν την αναπτυξιακή τους πορεία και σε άλλες, πλην των τραπεζικών, πηγές χρηματοδότησης.
Παγκόσμιες τάσεις
Σύμφωνα με την Petrofin Research, ανάλογη τάση με το ελληνικό παρατηρείται και στο παγκόσμιο ναυτιλιακό δανειακό χαρτοφυλάκιο το οποίο μειώθηκε το 2016 στα 355,25 δισ. δολαρίων, αντί των 397,5 δισ. δολ. ένα χρόνο πριν. Βασική αιτία η αποχώρηση μεγάλων τραπεζών από τη ναυτιλία και η στροφή των εφοπλιστών σε νέες πηγές χρηματοδότησης. Η Petrofin εκτιμά ότι σε δύο χρόνια από τώρα θα έχει ολοκληρωθεί η αποχώρηση των μεγάλων χαρτοφυλακίων του παρελθόντος και ότι θα μπορούμε ενδεχομένως να μιλάμε για έτος βάσης.
Η περίοδος αυτή θα χαρακτηριστεί από την έξοδο των RBS και Commerzbank, καθώς και τη σημαντική μείωση της έκθεσης της ΗSH Nordbank. Από την άλλη πλευρά, επιτυχημένες τράπεζες με μεγαλύτερη όρεξη για ναυτιλία, όπως η Credit Suisse, η ING, η BNP Paribas, η ABN Amro και η DVB, θα πρέπει να βοηθήσουν στη δημιουργία των νέων συνθηκών.