Το κλίμα αβεβαιότητας που προκαλούν οι διαπραγματεύσεις για το Brexit έχει ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος των Βρετανών, σε μία εξέλιξη που γεννά διλήμματα για την Τράπεζα της Αγγλίας, αλλά και πολλαπλασιάζει τα «καμπανάκια» προς την κυβέρνηση. Χθες ήταν η σειρά του πρώην υπουργού Οικονομικών, Άλιστερ Ντάρλινγκ, να προειδοποιήσει για μία χαμένη δεκαετία, σε περίπτωση που Λονδίνο και Βρυξέλλες αποτύχουν να καταλήξουν σε μία «ώριμη» συμφωνία.
Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Το κλίμα αβεβαιότητας που προκαλούν οι διαπραγματεύσεις για το Brexit έχει ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος των Βρετανών, σε μία εξέλιξη που γεννά διλήμματα για την Τράπεζα της Αγγλίας, αλλά και πολλαπλασιάζει τα «καμπανάκια» προς την κυβέρνηση. Χθες ήταν η σειρά του πρώην υπουργού Οικονομικών, Άλιστερ Ντάρλινγκ, να προειδοποιήσει για μία χαμένη δεκαετία, σε περίπτωση που Λονδίνο και Βρυξέλλες αποτύχουν να καταλήξουν σε μία «ώριμη» συμφωνία.
«Η Βρετανία κινδυνεύει με μία δεκαετία αναιμικής ανάπτυξης και πολιτικής αναταραχής εάν δεν υπάρξει πιο ώριμη αντιμετώπιση των διαπραγματεύσεων για το Brexit» είπε χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του στο BBC, ενώ σχολίασε πως τον δρόμο για την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση «άνοιξε η πιστωτική ασφυξία του 2008 και οι πολιτικές λιτότητας που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια». Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της βρετανικής στατιστικής υπηρεσίας, τον Αύγουστο ο πληθωρισμός επιταχύνθηκε στο 2,8%, υπερβαίνοντας κατά πολύ τον στόχο της κεντρικής τράπεζας, αλλά και τον ρυθμό αύξησης των μισθών. Μεθαύριο θα δημοσιευθούν τα σχετικά στοιχεία και σύμφωνα με το ειδησεογραφικό πρακτορείο Bloomberg, αυτά υπολογίζεται ότι θα δείξουν αύξηση των ονομαστικών μισθών λίγο μεγαλύτερη του 2%. Αυτό σημαίνει ότι ο πραγματικός μισθός των Βρετανών βαίνει μειούμενος. Εάν μάλιστα υπολογίσει κανείς την υποτίμηση της στερλίνας έναντι του ευρώ, του δολαρίου και άλλων μεγάλων νομισμάτων, από τον Ιούνιο του 2016, αντιλαμβάνεται πόσο έχει περιοριστεί η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Για τους δημοσίους υπαλλήλους οι πιέσεις είναι ακόμη εντονότερες, καθώς από το 2010 και έπειτα οι μισθολογικές αυξήσεις τους δεν υπερβαίνουν το 1%.
Η εικόνα αυτή περιπλέκει τα σενάρια για τα επόμενα βήματα της κεντρικής τράπεζας. Εάν ο διοικητής, Μαρκ Κάρνι, εστιάσει την προσοχή του στον υψηλό πληθωρισμό, θα πρέπει να αυξήσει τα επιτόκια από τα σημερινά ιστορικά χαμηλά επίπεδα του 0,25%. Αν όμως επιλέξει την πιο περιοριστική νομισματική πολιτική, γνωρίζει πολύ καλά ότι θα συμπιεστεί περαιτέρω το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών με κίνδυνο την περαιτέρω εξασθένηση της οικονομίας. Πριν από λίγες ημέρες το Εμπορικό Επιμελητήριο της Βρετανίας, το οποίο εκπροσωπεί επιχειρήσεις με συνολικά περισσότερους από 5 εκατομμύρια υπαλλήλους, προειδοποίησε ότι «δεν υπάρχει καμία ένδειξη επιστροφής σε μία πιο υγιή οικονομία». Το Επιμελητήριο προβλέπει ρυθμούς ανάπτυξης 1,6% για φέτος, την ώρα που η κυβέρνηση επιμένει στην εκτίμηση για ρυθμούς 2%. Για το 2019 το Επιμελητήριο αναμένει επιβράδυνση στο 1,3%.
Η πρόταση συμβιβασμού
Ο κλάδος που ενδέχεται να επηρεαστεί περισσότερο από κάθε άλλον είναι αυτός των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, καθώς ήδη μεγάλες τράπεζες και επενδυτικές εταιρείες έχουν παρουσιάσει σχέδια για έξοδο από το Σίτι. Προσχέδιο πρότασης της τραπεζικής UK Finance, που περιήλθε στην κατοχή του Reuters, καλεί τις δύο πλευρές να επιδιώξουν έναν συμβιβασμό για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες στο πλαίσιο μίας «ευέλικτης» εμπορικής συμφωνίας. Στην πρόταση των 91 σελίδων περιγράφονται τρεις κατηγορίες πρόσβασης: Η πρώτη αφορά τις συστημικές τράπεζες και τους θεσμικούς επενδυτές, οι οποίες θα έχουν πλήρη, χωρίς περιορισμούς πρόσβαση, η δεύτερη τους επαγγελματίες του κλάδου, για τους οποίους θα προσδιορίζονται συγκεκριμένες προϋποθέσεις και η τρίτη τους μικροεπενδυτές (retail investors), οι οποίοι θα υπόκεινται σε πρόσθετους τοπικούς κανόνες.