Οικονομία & Αγορές
Δευτέρα, 11 Σεπτεμβρίου 2017 13:10

Στο επίκεντρο η αξιοποίηση των υπόλοιπων δανειακών κεφαλαίων

Στο προσκήνιο επανήλθε μετά τη δημόσια τοποθέτηση του Κλάους Ρέγκλινγκ το θέμα της αξιοποίησης των υπόλοιπων δανειακών κεφαλαίων που έχουν εγκριθεί για την Ελλάδα στο πλαίσιο του 3ου δανειακού πακέτου. Αφού υπενθύμισε ότι η Ελλάδα έχει δανειστεί 39 δισ. ευρώ από τον Αύγουστο του 2015, πρόσθεσε ότι κατά τη δική του εκτίμηση «η χώρα δεν θα χρειαστεί το υπόλοιπο του ποσού που ανέρχεται σε σχεδόν 46 δισ. ευρώ». Γεγονός είναι ότι για την αξιοποίηση μέρους ή και του συνόλου αυτών των χρημάτων θα γίνει σκληρή διαπραγμάτευση με τους θεσμούς, καθώς η κάθε πλευρά θα προσέλθει με διαφορετική ατζέντα

Από την έντυπη έκδοση

Του Θάνου Τσίρου
[email protected]

Στο προσκήνιο επανήλθε μετά τη χθεσινή δημόσια τοποθέτηση του Κλάους Ρέγκλινγκ το θέμα της αξιοποίησης των υπόλοιπων δανειακών κεφαλαίων που έχουν εγκριθεί για την Ελλάδα στο πλαίσιο του 3ου δανειακού πακέτου.

Ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης αφού υπενθύμισε ότι η Ελλάδα έχει δανειστεί 39 δισ. ευρώ από τον Αύγουστο του 2015, πρόσθεσε ότι κατά τη δική του εκτίμηση «η χώρα δεν θα χρειαστεί το υπόλοιπο του ποσού το οποίο ανέρχεται σε σχεδόν 46 δισ. ευρώ». Γεγονός είναι ότι για την αξιοποίηση μέρους ή και του συνόλου αυτών των 46 δισ. ευρώ θα γίνει σκληρή διαπραγμάτευση με τους θεσμούς, καθώς η κάθε πλευρά θα προσέλθει με διαφορετική ατζέντα:

1. Ευρωπαϊκοί θεσμοί και ελληνική κυβέρνηση θα διαπραγματευτούν για την αξιοποίηση ενός μέρους αυτών των κεφαλαίων προκειμένου να δημιουργηθεί ένας λογαριασμός ασφαλείας (buffer) εν όψει της λήξης του 3ου μνημονίου και της κάλυψης των δανειακών αναγκών της χώρας απευθείας από τις αγορές. Στο παρασκήνιο, μάλιστα, έχουν γίνει συζητήσεις ακόμη και για το ύψος αυτού του λογαριασμού ασφαλείας, με τα νούμερα που ακούγονται να κυμαίνονται στα επίπεδα των 10 δισ. ευρώ.

2. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναμένεται να θέσει το θέμα της περαιτέρω κεφαλαιακής ενίσχυσης των τραπεζών με το ποσό των 10 δισ. ευρώ φοβούμενο ότι η διαδικασία του ξεκαθαρίσματος των «κόκκινων» δανείων θα δημιουργήσει νέες κεφαλαιακές ανάγκες. Η απαίτηση αυτή του ΔΝΤ έχει ήδη προκαλέσει αντιδράσεις όχι μόνο από την ελληνική κυβέρνηση αλλά και από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στελέχη της οποίας υποστηρίζουν ότι το να τίθενται τέτοια ζητήματα ενισχύουν την αβεβαιότητα και την έλλειψη εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα, στοιχείο εξαιρετικά αρνητικό για την προσπάθεια επιστροφής στην ανάπτυξη.

Όπως ανέφερε και ο κ. Ρέγκλινγκ, από το συνολικό πακέτο των 86 δισ. ευρώ του 3ου προγράμματος, μέχρι στιγμής έχουν εκταμιευτεί 39,4 δισ. ευρώ, ενώ έχει εγκριθεί και ένα επιπλέον ποσό της τάξεως των 800 εκατ. ευρώ για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου (σ.σ.: η εκταμίευση αναμένεται πλέον μέσα στον Οκτώβριο ύστερα από απόφαση του Eurogroup και του ESM).

Το κείμενο συμμόρφωσης

Με βάση το κείμενο συμμόρφωσης (compliance report) που υπεγράφη με την ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης, το συνολικό ποσό που θα εκταμιεύσει η Ελλάδα μέχρι το τέλος του προγράμματος θα φτάσει στα 58,6 δισ. ευρώ. Οι επόμενες εκταμιεύσεις προγραμματίζεται να είναι οι εξής:

1. 5 δισ. ευρώ προγραμματίζεται να εκταμιευτούν με την ολοκλήρωση της 4ης αξιολόγησης. Μέρος αυτών των κεφαλαίων προορίζονται για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, το οποίο στο διάστημα Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου θα πρέπει να αποπληρώσει 1,6 δισ. ευρώ τόσο με ίδια κεφάλαια (σε ποσοστό 50% ή 800 εκατ. ευρώ) όσο και με χρήματα του ESM.
 

2. Τον Ιανουάριο του 2018 θα πρέπει να εκταμιευτούν επίσης 5 δισ. ευρώ με την ολοκλήρωση της 4ης αξιολόγησης, ενώ και πάλι θα πρέπει να διατεθούν 800 εκατ. ευρώ από τον ESM για ληξιπρόθεσμες οφειλές και επιπλέον 800 εκατ. ευρώ από ίδια κεφάλαια του Δημοσίου.

3. Με το κλείσιμο της 5ης αξιολόγησης τον Απρίλιο του 2018, προγραμματίζεται η εκταμίευση επιπλέον 5 δισ. ευρώ, ενώ τα τελευταία 3,4 δισ. ευρώ θα πρέπει να δοθούν με την ολοκλήρωση της δανειακής σύμβασης τον Ιούλιο του 2018.

Η δήλωση Ρέγκλινγκ ότι δεν θα χρειαστεί η Ελλάδα το υπόλοιπο των 46 δισ. ευρώ -ποσό το οποίο δεν περιλαμβάνει τις προγραμματισμένες εκταμιεύσεις μέχρι το κλείσιμο του 3ου μνημονίου- δεν αναιρεί το ενδεχόμενο στις διαπραγματεύσεις του Ιουλίου του 2018 να εγκριθεί η διάθεση ενός επιπλέον ποσού για να γεμίσει ο λογαριασμός ασφαλείας (buffer). Άλλωστε, το είπε και ο ίδιος ο επικεφαλής του ESM σε ομιλία του με θέμα «Η Γερμανία, η Ελλάδα και το ευρώ», ότι θα «μείνουμε σαφώς πιο κάτω από την οροφή του προγράμματος», χωρίς όμως να προσδιορίζει ποιο θα είναι το τελικό επίπεδο δανεισμού. Είναι ανοικτό το ενδεχόμενο ένα μέρος από τις εκταμιεύσεις που θα γίνουν μέσα στο επόμενο 12μηνο να δεσμευτεί προκειμένου να αποτελέσει «προκαταβολή» για τον λογαριασμό ασφαλείας.

Συνέχιση των μεταρρυθμίσεων

Ο κ. Ρέγκλινγκ υποστήριξε κατά την ομιλία του ότι «η κυβέρνηση της Αθήνας είναι τώρα σε καλό δρόμο για να ολοκληρώσει το πρόγραμμα του ESM, εάν συνεχίσει τις συμφωνηθείσες μεταρρυθμίσεις. Υπό την προϋπόθεση αυτή, η κυβέρνηση θα ήταν σε θέση να βγει κανονικά στις αγορές. Ήδη τον Ιούλιο μπόρεσε να εκδώσει ένα πρώτο ομόλογο με επιτυχία. Αυτό είναι ένα μήνυμα ότι εδραιώνεται και πάλι η εμπιστοσύνη των επενδυτών. Εάν η κυβέρνηση συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις, οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης θα ήταν διατεθειμένες να βοηθήσουν την Ελλάδα μετά τη λήξη του προγράμματος τα 2018 με επιπρόσθετες ελαφρύνσεις του χρέους. Φυσικά μόνο τότε εφόσον αυτό θα ήταν αναγκαίο».

Οι επενδυτές δεν ήθελαν να δανείσουν

Ο κ. Ρέγκλινγκ στην ομιλία του επέκρινε όσους χαρακτηρίζουν νεοαποικιακή την πολιτική των δανειστών: «Επιτρέψτε μου να πω κάτι για την κατηγορία ότι η Ελλάδα με τις μεταρρυθμίσεις αυτές έγινε θύμα μιας “νεοαποικιακής” στάσης των δανειστών. Θεωρώ την κριτική αυτή επιφανειακή και λανθασμένη και την απορρίπτω κατηγορηματικά. Είναι ορθό ότι οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις είχαν υψηλό κοινωνικό κόστος, υλικές απώλειες και προκάλεσαν μεγάλο πόνο σε πολλούς ανθρώπους στην Ελλάδα.

Το ερώτημα όμως είναι ποια εναλλακτική υπήρχε για μια χώρα στην οποία οι επενδυτές δεν ήθελαν να δανείσουν πλέον χρήματα. Η μοναδική εναλλακτική στα δάνειά μας θα ήταν να είχε προβεί η Ελλάδα το 2010 σε μια βίαιη προσαρμογή με ένα επικίνδυνο δραστικό πρόγραμμα εξυγίανσης εν μια νυκτί. Το κράτος δεν θα μπορούσε να καταβάλει ζωτικής σημασίας παροχές όπως σε νοσοκομεία και την αστυνομία. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε απαράδεκτης σκληρότητας μέτρα για τους πολίτες και θα είχε θέσει σε κίνδυνο την πολιτική σταθερότητα της Ελλάδας».