Αντιμέτωπη με τον κίνδυνο ανατροπής του σχεδιασμού της για έξοδο από το μνημόνιο τον Αύγουστο του 2018 ενδέχεται να βρεθεί η κυβέρνηση. Το χρονοδιάγραμμα που έχει καταρτίσει για την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης, αλλά και των επόμενων αξιολογήσεων της πορείας υλοποίησης του ελληνικού προγράμματος είναι πιθανό να μην τηρηθεί, εξαιτίας μιας σειράς από αβεβαιότητες που συνδέονται με τις πολιτικές εξελίξεις στο εξωτερικό, αλλά και με τις κοινωνικές αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας για ορισμένα μέτρα που προωθούνται.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]
Αντιμέτωπη με τον κίνδυνο ανατροπής του σχεδιασμού της για έξοδο από το μνημόνιο τον Αύγουστο του 2018 ενδέχεται να βρεθεί η κυβέρνηση. Το χρονοδιάγραμμα που έχει καταρτίσει για την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης, αλλά και των επόμενων αξιολογήσεων της πορείας υλοποίησης του ελληνικού προγράμματος είναι πιθανό να μην τηρηθεί, εξαιτίας μιας σειράς από αβεβαιότητες που συνδέονται με τις πολιτικές εξελίξεις στο εξωτερικό, αλλά και με τις κοινωνικές αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας για ορισμένα μέτρα που προωθούνται.
Ως πιθανά εμπόδια στην υλοποίηση του κυβερνητικού σχεδιασμού για την έξοδο από το μνημόνιο σε έναν χρόνο από τώρα μπορεί να λειτουργήσουν οι γερμανικές εκλογές, αλλά και οι αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας απέναντι στις απόπειρες της κυβέρνησης να εφαρμόσει την αξιολόγηση στον δημόσιο τομέα, να προχωρήσει στην αναδιάρθρωση των κριτηρίων χορήγησης των κοινωνικών επιδομάτων και να αυστηροποιήσει τη νομοθεσία για τις απεργίες.
Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, βάσει του σχεδιασμού που έχει εκπονήσει, προσδοκά τη σύντομη ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης, μέσα σε χρονικό διάστημα μόλις τεσσάρων μηνών, έως τον Δεκέμβριο. Ωστόσο, οι προσδοκίες αυτές είναι πιθανό να μην εκπληρωθούν, καθώς οι επικείμενες βουλευτικές εκλογές στη Γερμανία εκτιμάται ότι θα αποτελέσουν τον πλέον αστάθμητο παράγοντα.
Η αξιολόγηση είναι πιθανό να μην ξεκινήσει καν τον Σεπτέμβριο, ενώ υπάρχουν αμφιβολίες ακόμη και για το εάν αυτό θα καταστεί δυνατό να συμβεί τον Οκτώβριο. Κι αυτό διότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί θα παραμείνουν επιφυλακτικοί στην οποιανδήποτε πρωτοβουλία τους για το ελληνικό ζήτημα πριν από τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης στη Γερμανία. Και επειδή ο χρόνος που θα απαιτηθεί για να «κλειδώσει» το νέο κυβερνητικό σχήμα στη Γερμανία μπορεί να υπερβεί ακόμη και τους δύο μήνες, θεωρείται πιθανό να καθυστερήσει σημαντικά η ολοκλήρωση της 3ης αξιολόγησης.
Παρά τις δυσκολίες και τα προβλήματα που φαίνονται να προβάλλουν στον χρονικό ορίζοντα των επόμενων μηνών, η κυβέρνηση ευελπιστεί ότι θα καταφέρει να φέρει εις πέρας με επιτυχία όχι μόνο μία, την 3η, αλλά τρεις συνολικά αξιολογήσεις (3η, 4η και 5η) έως τον Αύγουστο του 2018. Έχει θέσει, μάλιστα, ως στόχο να έχει υλοποιήσει έως το τέλος του 2017 τα 90 από τα 113 προαπαιτούμενα που εκκρεμούν.
Οι αντιδράσεις
Εκτός από τα προβλήματα πιστής τήρησης του χρονοδιαγράμματος ολοκλήρωσης των επόμενων αξιολογήσεων, η κυβέρνηση θα βρεθεί αντιμέτωπη και με εμπόδια στην προσπάθειά της να υλοποιήσει πολλές από τις εκκρεμείς προαπαιτούμενες δράσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων στην οποία αντιτίθενται συνδικαλιστές της ΑΔΕΔΥ και στελέχη της δημόσιας διοίκησης.
Ένα ακόμη «αγκάθι» το οποίο πιθανολογείται ότι μπορεί να εμποδίσει την ομαλή πορεία υλοποίησης των δεσμεύσεων που ανέλαβε η κυβέρνηση είναι οι επικείμενες μεταρρυθμίσεις στα κοινωνικά επιδόματα. Το κεφάλαιο αυτό είναι από τα πλέον δύσκολα, δεδομένου ότι η κυβέρνηση έχει υποσχεθεί ουσιαστικά στους δανειστές ότι θα περιορίσει σημαντικά τους δικαιούχους πολλών από τα υφιστάμενα σήμερα κοινωνικά επιδόματα ώστε να εξοικονομήσει πόρους και να τους ανακατανείμει με ακόμη πιο αυστηρά εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια σε πολύ λιγότερους δικαιούχους. Η προσπάθεια υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων αυτών αναμένεται να εγείρει αντιδράσεις εντός του κυβερνώντος κόμματος, ακόμη και μέσα στην ίδια την κυβέρνηση.
Στόχος των μεταρρυθμίσεων που έχει δεσμευτεί να προωθήσει η κυβέρνηση είναι, μεταξύ άλλων, η μείωση του συνολικού ύψους των δαπανών για τα κοινωνικά επιδόματα και η καλύτερη στόχευση των επιδομάτων σε άτομα που τα έχουν πραγματικά ανάγκη. Στο πλαίσιο αυτό η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να προχωρήσει:
1. Στη θέσπιση μίας μεγάλης μεταρρύθμισης του συστήματος οικογενειακών επιδομάτων μέχρι τον Νοέμβριο, με στόχο να βελτιωθεί η στόχευση και να αυξηθεί η ισότητα μεταξύ των παιδιών που υποστηρίζονται, αρχής γενομένης από τον Ιανουάριο του 2018.
2. Στη νομοθέτηση και στην εφαρμογή μίας μεταρρύθμισης στον χώρο των επιδομάτων αναπηρίας μέχρι τον Νοέμβριο. Συγκεκριμένα θα πρέπει να υιοθετηθεί νέα νομοθεσία για ένα πιλοτικό πρόγραμμα μετακίνησης από τη σημερινή διαδικασία αξιολόγησης των αποζημιώσεων σε μία λειτουργική αξιολόγηση για τον προσδιορισμό της ικανότητας του ατόμου να ασκεί δραστηριότητες καθημερινής ζωής. Το πιλοτικό πρόγραμμα του συστήματος αξιολόγησης της λειτουργικής αναπηρίας θα εφαρμοστεί από τον Ιανουάριο του 2018. Η εφαρμογή του σε πανεθνική κλίμακα θα ξεκινήσει μέχρι τα τέλη Ιουνίου 2018.
3. Στον σχεδιασμό μίας μεταρρύθμισης των επιδομάτων για τις μεταφορές μέχρι τον Νοέμβριο. Η μεταρρύθμιση αυτή πρέπει να τεθεί σε ισχύ το 2018 μετά την εφαρμογή της ηλεκτρονικής μεταρρύθμισης των εισιτηρίων από τις εταιρείες μεταφορών.
4. Στην ολοκλήρωση μίας μελέτης για τον εξορθολογισμό των εκπαιδευτικών επιδομάτων, προκειμένου να εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις έως τον Οκτώβριο.
5. Στη θέσπιση μιας νέας νομοθεσίας για τον προσδιορισμό του σχεδιασμού επιδομάτων στέγασης μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου.
Τέλος, ως σημαντικό εμπόδιο στην ομαλή πορεία υλοποίησης των προαπαιτούμενων δράσεων μπορεί να λειτουργήσουν οι αντιδράσεις απέναντι στην προσπάθεια εφαρμογής της δέσμευσης για αυστηροποίηση της νομοθεσίας για τις απεργίες. Η νομοθέτηση διάταξης που θα προβλέπει ότι για να προκηρυχθεί απεργία θα απαιτείται πλέον η ψήφισή της από το 50% των μελών των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών σωματείων, η οποία εκτιμάται ότι θα δυσκολέψει πάρα πολύ την προκήρυξη απεργιών, αναμένεται να εγείρει αντιδράσεις ακόμη και εντός του κυβερνώντος κόμματος.
Ανοιχτό το Βερολίνο «για περαιτέρω ελαφρύνσεις» στο χρέος
Στην πάγια θέση του Βερολίνου, που αποκλείει κατηγορηματικά το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, επιμένει η Γερμανίδα καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ, επαναλαμβάνοντας, όμως, ότι η γερμανική πλευρά είναι διατεθειμένη να συζητήσει μόνο «για περαιτέρω ελαφρύνσεις».
«Ένα κούρεμα με την κλασική έννοια δεν προβλέπεται στους κανόνες λειτουργίας της Ευρωζώνης. Εντός της ζώνης του ευρώ δεν επιτρέπεται κάτι τέτοιο» εξήγησε η καγκελάριος σε συνέντευξή της που μεταδόθηκε χθες το βράδυ από τη δημόσια τηλεόραση Phoenix και τον ραδιοσταθμό DLF. Η καγκελάριος πρόσθεσε ότι «στην Ελλάδα έχουν ήδη δοθεί ελαφρύνσεις. Σε περίπτωση που υπάρξει ανάγκη για περαιτέρω ελαφρύνσεις, τότε θα πρέπει να γίνουν διαβουλεύσεις το 2018 και το 2019».
Σε κοινή συνέντευξη που παραχώρησε στο δημόσιο γερμανικό ραδιόφωνο και το κοινό τηλεοπτικό πρόγραμμα Phoenix των ραδιοτηλεοπτικών δικτύων ARD και ZDF υπεραμύνθηκε της επιβολής αυστηρών όρων για μεταρρυθμίσεις ως αντιστάθμισμα για περαιτέρω βοήθειες και εξέφρασε την πεποίθηση ότι η Αθήνα θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της. Σχολίασε επίσης ότι η Ελλάδα έπρεπε να αντιμετωπιστεί σκληρά, καθώς, όπως είπε, «ούτε η υπερβολική επιείκεια βοηθά τις υπερχρεωμένες χώρες». Παραδέχθηκε, ωστόσο, ότι η χώρα μας «δοκιμάστηκε πολύ». Υπενθυμίζεται ότι και προ ημερών η κα Μέρκελ κάλεσε τους Γερμανούς να απορρίψουν τα στερεότυπα περί «τεμπέληδων» Ελλήνων, αναγνωρίζοντας την προσπάθεια που έχει καταβάλει η χώρα.
Στη συνέντευξή της η κα Μέρκελ εξήρε επίσης τον ρόλο του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, υπενθυμίζοντας ότι για τους Χριστιανοδημοκράτες η παραμονή του Ταμείου ήταν προϋπόθεση για τη συμμετοχή της Γερμανίας στο τρίτο πρόγραμμα. «Είναι σημαντικό ότι το ΔΝΤ παρατηρεί με νηφάλιο και αυστηρό τρόπο τις εξελίξεις στην Ελλάδα» ανέφερε.
Επί τάπητος ετέθη τέλος και το ζήτημα της προσφυγικής κρίσης, με την καγκελάριο να στηλιτεύει τις χώρες που αρνούνται να σηκώσουν το βάρος που τους αναλογεί, αφήνοντας αβοήθητες την Ελλάδα και την Ιταλία. «Το να λέει μια χώρα δεν μου αναλογεί μερίδιο ευθύνης, είναι υπόθεση της Αθήνας και της Ρώμης το τι θα κάνουν, δεν είναι η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη» τόνισε. Ωστόσο, απέρριψε την πρόταση του αντιπάλου της Μάρτιν Σουλτς ο οποίος προτείνει να περικοπούν τα ευρωπαϊκά κονδύλια σε όσες χώρες αρνούνται να επωμιστούν τα βάρη που τους αναλογούν στο προσφυγικό.