Οικονομία & Αγορές
Δευτέρα, 07 Αυγούστου 2017 08:45

Βαρύτατες ζημιές από τα μνημόνια στην ελληνική οικονομία

Συρρίκνωση του Ακαθάριστου Εγχωρίου Προϊόντος κατά 61,6 δισ. ευρώ ή κατά 26%, μείωση των συνολικών εσόδων της γενικής κυβέρνησης κατά 5 δισ. ευρώ, περικοπές κατά 19,13 δισ. ευρώ στους μισθούς του Δημοσίου, τις συντάξεις και τα κοινωνικά επιδόματα και αύξηση του δημόσιου χρέους κατά 52,3% του ΑΕΠ στο μη βιώσιμο επίπεδο του 179% του ΑΕΠ προκάλεσαν τα τρία μνημόνια που εφαρμόστηκαν την επταετή περίοδο 2010-2016. Το μόνο θετικό αποτέλεσμα από την εφαρμογή των μνημονίων ήταν η εξαφάνιση του δημοσιονομικού ελλείμματος-μαμούθ του 15,1% του ΑΕΠ, το οποίο καταγράφηκε για το έτος 2009 και η μετατροπή του σε πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ στο τέλος του 2016.

Από την έντυπη έκδοση 

Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]
 

Συρρίκνωση του Ακαθάριστου Εγχωρίου Προϊόντος κατά 61,6 δισ. ευρώ ή κατά 26%, μείωση των συνολικών εσόδων της γενικής κυβέρνησης κατά 5 δισ. ευρώ, περικοπές κατά 19,13 δισ. ευρώ στους μισθούς του Δημοσίου, τις συντάξεις και τα κοινωνικά επιδόματα και αύξηση του δημόσιου χρέους κατά 52,3% του ΑΕΠ στο μη βιώσιμο επίπεδο του 179% του ΑΕΠ προκάλεσαν τα τρία μνημόνια που εφαρμόστηκαν την επταετή περίοδο 2010-2016. Το μόνο θετικό αποτέλεσμα από την εφαρμογή των μνημονίων ήταν η εξαφάνιση του δημοσιονομικού ελλείμματος-μαμούθ του 15,1% του ΑΕΠ, το οποίο καταγράφηκε για το έτος 2009 και η μετατροπή του σε πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ στο τέλος του 2016.

H ζημία που υπέστη η πραγματική οικονομία και η κοινωνική συνοχή της χώρας, όπως αποτυπώνεται στα στοιχεία για το ΑΕΠ, τις κοινωνικές δαπάνες και το δημόσιο χρέος φαίνεται ότι είναι ανεπανόρθωτη και εντέλει πολύ μεγαλύτερη από το μη εύκολα διατηρήσιμο κέρδος της... αριθμητικής «εξαφάνισης» του δημοσιονομικού ελλείμματος.
Τα αποκαλυπτικά αυτά συμπεράσματα προκύπτουν από την έκθεση αναλυτικών στατιστικών δεδομένων με τίτλο «H ελληνική οικονομία», την οποία συνέταξε η Ελληνική Στατιστική Αρχή, με σκοπό να παρουσιάσει τα πλέον επικαιροποιημένα στοιχεία για την εξέλιξη των βασικών δεικτών της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία 7-12 έτη.
Αναλυτικά, από τις εξελίξεις στα βασικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας την περίοδο των μνημονίων, όπως αποτυπώνονται στην έκδοση της ΕΛΣΤΑΤ, προκύπτουν τα εξής:

  • Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ): Το 2009, το ΑΕΠ της Ελλάδος σε τρέχουσες τιμές ανερχόταν σε 237,534 δισ. ευρώ. Μέσα στα επτά επόμενα έτη, κατά τη διάρκεια των οποίων εφαρμόστηκαν τρία μνημόνια, το ΑΕΠ της χώρας συρρικνώθηκε κατά 61,646 δισ. ευρώ ή κατά 25,9% και περιορίστηκε στα 175,888 δισ. ευρώ (τέλος 2016). Αιτία τα υφεσιακά δημοσιονομικά μέτρα που εφαρμόστηκαν με τα μνημόνια, περιορίζοντας σημαντικά τα εισοδήματα και την κατανάλωση. Η μεγαλύτερη ετήσια μείωση του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές σημειώθηκε το 2011, κατά τον δεύτερο χρόνο εφαρμογής του πρώτου μνημονίου.

    Τη χρονιά εκείνη, το ΑΕΠ της χώρας συρρικνώθηκε κατά 19 δισ. ευρώ ή κατά 8,4%: από 226,031 δισ. ευρώ που είχε διαμορφωθεί στο τέλος Δεκεμβρίου 2010, περιορίστηκε στα 207,029 δισ. ευρώ στο τέλος Δεκεμβρίου 2011. Ήταν η χρονιά που νομοθετήθηκαν και τέθηκαν σε εφαρμογή τα πλέον επαχθή και άκρως «υφεσιακά» φορολογικά μέτρα, όπως η αύξηση του μεσαίου συντελεστή ΦΠΑ από το 11% στο 13%, η μείωση του βασικού αφορολογήτου ορίου εισοδήματος των φυσικών προσώπων από τα 12.000 στα 5.000 ευρώ, η μείωση των πρόσθετων αφορολογήτων ορίων εισοδήματος που ίσχυαν τότε για τους τρίτεκνους και τους πολύτεκνους κατά ποσά της τάξεως των 3.500-4.500 ευρώ, οι αυξήσεις κατά 30% έως και 70% στα τεκμήρια διαβίωσης, οι περικοπές των εκπτώσεων φόρου εισοδήματος για όλα τα φυσικά πρόσωπα με μεσαία και υψηλά εισοδήματα, η μείωση του αφορολόγητου ορίου του Φόρου Ακίνητης Περιουσίας από τις 400.000 στις 200.000 ευρώ, η επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης 1%-4% σε ετήσια εισοδήματα άνω των 12.000 ευρώ, η επιβολή ετήσιου τέλους επιτηδεύματος 500-1.000 ευρώ σε όλους τους αυτοαπασχολούμενους και τις επιχειρήσεις, η επιβολή έκτακτης εισφοράς 5% στα τεκμήρια διαβίωσης, η αύξηση του ΦΠΑ στην εστίαση από το 13% στο 23%, η σταδιακή εξίσωση των ειδικών φόρων κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης και στο πετρέλαιο κίνησης και, τέλος, η επιβολή φόρου σε όλα τα ηλεκτροδοτούμενα κτίσματα μέσω των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος.

    Σε σταθερές τιμές έτους 2010, το ΑΕΠ της χώρας σημείωσε μείωση 5,5% το 2010, 9,1% το 2011, 7,3% το 2012 και 3,2% το 2013. Το 2014 σημείωσε άνοδο 0,4%, το 2015 υπέστη μείωση 0,2% και το 2016 κατέγραψε μηδενική μεταβολή. Ουσιαστικά, καθ’ όλη τη διάρκεια της επταετούς περιόδου 2010-2016, κατά την οποία εφαρμόστηκαν τρία μνημόνια, η μόνη χρονιά κατά την οποία το ΑΕΠ, σε σταθερές τιμές, σημείωσε -έστω και μικρή -αύξηση ήταν το 2014. Δηλαδή, το έτος αυτό ήταν και το μοναδικό της «μνημονιακής» περιόδου στο οποίο η οικονομία σημείωσε έστω και μικρή ανάπτυξη. Εντέλει, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι την περίοδο 2010-2013 η οικονομία εισήλθε απότομα σε ένα «τούνελ» βαθιάς ύφεσης κι ότι στη συνέχεια ακολούθησε μια τριετία στασιμότητας, κατά την οποία το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές κινήθηκε με ετήσιους ρυθμούς μεταβολής κοντά στο 0%. 
     
  • Ισοζύγιο (έλλειμμα ή πλεόνασμα) γενικής κυβέρνησης: Για το έτος 2009, η ΕΛΣΤΑΤ οριστικοποίησε το έλλειμμα του ισοζυγίου της γενικής κυβέρνησης στο 15,1% του ΑΕΠ, λίγο χαμηλότερα από το 15,7% του ΑΕΠ στο οποίο το είχε προσδιορίσει τον Οκτώβριο του 2010 ο τότε επικεφαλής της αρχής Ανδρέας Γεωργίου. Ακολούθησαν τα πρώτα τρία χρόνια των μνημονίων όπου το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης άρχισε να μειώνεται με αργούς ρυθμούς και ουσιαστικά παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα, παρά τον καταιγισμό φοροεισπρακτικών και περιοριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν.

    Συγκεκριμένα: 
  • Το 2010 το έλλειμμα διαμορφώθηκε στο 11,2% του ΑΕΠ (σ.σ.: στον αναθεωρημένο λόγω της επιβολής του πρώτου μνημονίου προϋπολογισμό του 2010, η τότε κυβέρνηση είχε θέσει ως βασικό στόχο τη μείωση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης στο 8,5% του ΑΕΠ, αλλά τελικά τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι τον πρώτο χρόνο εφαρμογής μνημονίου το έλλειμμα σημείωσε υπέρβαση 2,7% του ΑΕΠ έναντι του τεθέντος στόχου). 
     
  • Το 2011 το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης υποχώρησε λιγότερο από 1% του ΑΕΠ, στο 10,3%, παρά την πρωτοφανή φοροκαταιγίδα που ξέσπασε (και στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω).
     
  • Το 2012 το έλλειμμα έπεσε για πρώτη φορά επί μνημονίων σε μονοψήφιο ποσοστό και συγκεκριμένα στο 8,9% του ΑΕΠ, το οποίο ωστόσο θεωρείται πάρα πολύ υψηλό, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι με το πρώτο μνημόνιο είχε τεθεί ως στόχος έλλειμμα 8,5% του ΑΕΠ ήδη από το 2010. Το 2012 είχαν πλήρη απόδοση όλα τα νομοθετηθέντα εντός του 2011 φοροεισπρακτικά μέτρα. 
     
  • Ακολούθησε, το 2013, μια πρόσκαιρη «επιστροφή» του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης στο πολύ υψηλό επίπεδο του 13,1% του ΑΕΠ, η οποία όμως οφειλόταν κατά κύριο λόγο στην επίδραση που είχαν οι -μη επαναλαμβανόμενες τα επόμενα έτη- δαπάνες για τη στήριξη του τραπεζικού συστήματος με σκοπό την ανακεφαλαιοποίησή του, η οποία είχε κριθεί τότε αναγκαία για να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις στα χαρτοφυλάκια των ελληνικών τραπεζών από το «κούρεμα» κατά 53,5% της ονομαστικής αξίας των περισσότερων ελληνικών ομολόγων που είχαν εκδοθεί μέχρι τότε, στο πλαίσιο του συμφωνηθέντος και εφαρμοσθέντος το 2012 προγράμματος PSI για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Η επίπτωση των δαπανών ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών στο έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης συνυπολογίζεται από την ΕΛΣΤΑΤ, σύμφωνα με τις προδιαγραφές του συστήματος εθνικών λογαριασμών ISA 2010, που εφαρμόζει η Αρχή.

Την περίοδο 2014-2016, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι η αποκλιμάκωση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης επιταχύνθηκε σημαντικά και οδήγησε τελικά όχι απλώς στον μηδενισμό του αλλά στη μετατροπή του σε πλεόνασμα ύψους 0,7% στο τέλος του 2016. Αυτό συνέβη εξαιτίας του γεγονότος ότι, στο πλαίσιο των προσπαθειών υλοποίησης του δεύτερου και του τρίτου μνημονίου, εφαρμόστηκαν νέα «πακέτα» μέτρων αυστηρής δημοσιονομικής προσαρμογής (με σημαντικές περικοπές εισοδημάτων, όπως η κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας για τους εργαζόμενους στο Δημόσιο και όλους τους συνταξιούχους, οι μειώσεις στις μεσαίες και υψηλές συντάξεις, οι περικοπές στις αμοιβές των υπαγόμενων στα ειδικά μισθολόγια κ.λπ., αλλά και με αυξήσεις φορολογικών επιβαρύνσεων, όπως η κατάργηση των αφορολογήτων ορίων εισοδήματος για τέκνα και αυτοαπασχολούμενους, η αύξηση του συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων από το 20% στο 29%, η επιβολή του ΕΝΦΙΑ, η αύξηση της προκαταβολής φόρου εισοδήματος, η αύξηση του ΦΠΑ από το 13% στο 23% για πλήθος προϊόντων και υπηρεσιών, η αύξηση του βασικού συντελεστή ΦΠΑ από το 23% στο 24%, η σταδιακή κατάργηση των μειωμένων κατά 30% συντελεστών ΦΠΑ στα νησιά του Αιγαίου, η επιβολή νέων έμμεσων φόρων, η μείωση του αφορολόγητου των μισθωτών και των συνταξιούχων κ.λπ.). Οφείλεται επίσης και στο γεγονός ότι έπαψαν να επιδρούν αρνητικά στο ύψος του ισοζυγίου της γενικής κυβέρνησης τα μέτρα στήριξης του τραπεζικού συστήματος. 

  • Έσοδα γενικής κυβέρνησης: Το 2009 τα συνολικά έσοδα της γενικής κυβέρνησης ανέρχονταν σε 92,488 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα 27,826 δισ. ευρώ προέρχονταν από φόρους στην παραγωγή και τις εισαγωγές (από έμμεσους φόρους), τα 20,292 δισ. ευρώ ήταν εισπράξεις από φόρους στα εισοδήματα φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων και τα 29,344 δισ. ευρώ ήταν έσοδα από εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Το 2016, έπειτα από επτά χρόνια εφαρμογής τριών μνημονίων και επιβολής του πλήθους φοροεισπρακτικών μέτρων που αναφέραμε παραπάνω, τα συνολικά έσοδα της γενικής κυβέρνησης περιορίστηκαν στα 87,473 δισ. ευρώ. Αντί δηλαδή τα έσοδα να αυξηθούν, με τόσα μέτρα που επιβλήθηκαν, μειώθηκαν σωρευτικά κατά 5 δισ. ευρώ. 

Ειδικότερα, τα έσοδα από τους φόρους στα εισοδήματα μειώθηκαν κατά 2,14 δισ. ευρώ, από 20,292 δισ. ευρώ στο τέλος του 2009 σε 18,147 δισ. ευρώ στο τέλος του 2016, ενώ τα έσοδα από εισφορές κοινωνικής ασφάλισης συρρικνώθηκαν κατά 4,412 δισ. ευρώ, από 29,344 δισ. ευρώ στο τέλος του 2009 στα 24,932 δισ. ευρώ στο τέλος του 2016. Οι μειώσεις αυτές είναι ενδεικτικές των αρνητικών επιπτώσεων που είχαν στα εισοδήματα φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων τα υφεσιακά δημοσιονομικά μέτρα όλης της περιόδου 2010-2016. Τα μόνα έσοδα που αυξήθηκαν την περίοδο 2010-2016 ήταν οι φόροι στην παραγωγή και τις εισαγωγές. Η αύξησή τους, από το τέλος του 2009 έως το τέλος του 2016, έφθασε τα 2,178 δισ. ευρώ. Οφείλεται όμως κυρίως στη μεγάλη αύξηση των εσόδων από έμμεσους φόρους που σημειώθηκε το 2016.

  • Δαπάνες γενικής κυβέρνησης: Η εφαρμογή των μνημονίων συνέβαλε στη σημαντική μείωση των δημοσίων δαπανών. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, την περίοδο από το τέλος του 2009 έως το τέλος του 2016 οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης περιορίστηκαν κατά 42,269 δισ. ευρώ ή κατά 32,9%: από τα 128,454 δισ. ευρώ που είχαν ανέλθει το 2009 υποχώρησαν στα 86,185 δισ. ευρώ το 2016.  Τη μεγαλύτερη μείωση υπέστησαν οι δαπάνες για μισθούς στο Δημόσιο, για συντάξεις και για κοινωνικές παροχές. Οι δαπάνες για μισθοδοσία στο Δημόσιο περικόπηκαν κατά 9,447 δισ. ευρώ ή κατά 30,41%, από 31,06 δισ. ευρώ στο τέλος του 2009 σε 21,613 δισ. ευρώ στο τέλος του 2016, ενώ οι δαπάνες για συντάξεις και κοινωνικές παροχές συρρικνώθηκαν κατά 9,683 δισ. ευρώ ή κατά 19,79%, από 48,928 δισ. ευρώ στο τέλος του 2009 σε 39,245 δισ. ευρώ στο τέλος του 2016. Στην εξέλιξη αυτή έπαιξαν ρόλο οι περικοπές μισθών, συντάξεων και κοινωνικών επιδομάτων που επιβλήθηκαν το 2010, το 2013 και το 2014 και τις περιγράψαμε παραπάνω.
     
  • Χρέος γενικής κυβέρνησης: Τα μνημόνια επιβλήθηκαν για να επιλύσουν το πρόβλημα εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους που αντιμετώπισε το Ελληνικό Δημόσιο την άνοιξη του 2010 με τον αποκλεισμό του από τις διεθνείς αγορές για την άντληση κεφαλαίων μέσω δημοπρασιών μεσομακροπρόθεσμων τίτλων. Παρ’ όλα αυτά, την περίοδο των μνημονίων το δημόσιο χρέος της χώρας αυξήθηκε ως απόλυτο μέγεθος και εκτινάχθηκε στα ύψη ως ποσοστό επί του ΑΕΠ. Παρότι μεσολάβησε η αναδιάρθρωση του 2012 με τη διαδικασία του PSI, η οποία προέβλεπε το «κούρεμα» της αξίας ελληνικών ομολόγων συνολικού ύψους άνω των 200 δισ. ευρώ κατά 53,5%, εντούτοις οι πρόσθετες ανάγκες που προέκυψαν, κυρίως για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, περιόρισαν σημαντικά την τελική μείωση του ονομαστικού χρέους.

 Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τα υψηλά ελλείμματα των ετών 2010-2013 και τη σημαντική συρρίκνωση του ΑΕΠ την περίοδο 2010-2016 οδήγησαν τελικά στην αύξηση αντί στη μείωση του χρέους τόσο σε απόλυτο μέγεθος όσο και ως ποσοστού επί του ΑΕΠ: από 301,062 δισ. ευρώ ή 126,7% του ΑΕΠ στο τέλος του 2009, το χρέος της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκε στα 314,897 δισ. ευρώ ή στο 179% του ΑΕΠ στο τέλος του 2016. Διογκώθηκε δηλαδή κατά 14,835 δισ. ευρώ σε απόλυτο μέγεθος και κατά 52,3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.