Τα «κόκκινα» δάνεια ύψους 1 τρισ. ευρώ εξακολουθούν να αποτελούν ένα από τα μεγάλα «αγκάθια» για τις ευρωπαϊκές τράπεζες και πονοκέφαλο για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και τις ρυθμιστικές αρχές. Για αμερικανικές επενδυτικές τράπεζες, private ομίλους equity και funds, ωστόσο, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) της «γηραιάς ηπείρου» εξελίσσονται σε πεδίο διερεύνησης μεγάλων ευκαιριών. Σύμφωνα με στοιχεία της Deloitte, που δημοσίευσαν οι «Financial Times», έχουν ήδη αντλήσει κεφάλαια 300 δισ. δολαρίων, τα οποία θα μπορούσαν να διοχετεύσουν στην αγορά των ευρωπαϊκών NPLs.
Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Τα «κόκκινα» δάνεια ύψους 1 τρισ. ευρώ εξακολουθούν να αποτελούν ένα από τα μεγάλα «αγκάθια» για τις ευρωπαϊκές τράπεζες και πονοκέφαλο για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και τις ρυθμιστικές αρχές. Για αμερικανικές επενδυτικές τράπεζες, private ομίλους equity και funds, ωστόσο, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) της «γηραιάς ηπείρου» εξελίσσονται σε πεδίο διερεύνησης μεγάλων ευκαιριών. Σύμφωνα με στοιχεία της Deloitte, που δημοσίευσαν οι «Financial Times», έχουν ήδη αντλήσει κεφάλαια 300 δισ. δολαρίων, τα οποία θα μπορούσαν να διοχετεύσουν στην αγορά των ευρωπαϊκών NPLs.
Πριν από λίγες ημέρες o αμερικανικός όμιλος private equity, ΑnaCap, άντλησε από την αγορά ομολόγων 325 εκατ. ευρώ (με επιτόκιο σχεδόν 5%), τα οποία ανακοίνωσε ότι θα διαθέσει για την αγορά χαρτοφυλακίων «κόκκινων» δανείων στην Πορτογαλία και την Ιταλία. Η Bain Capital, από την πλευρά της, ανακοίνωσε ότι εξαγοράζει επισφάλειες από τράπεζες σε Ισπανία και Πορτογαλία, ενώ οι Pimco και Fortress ολοκλήρωσαν πρόσφατα την εξαγορά «κόκκινων» δανείων από την ιταλική Unicredit. Οι χώρες του Νότου, στις οποίες τα τραπεζικά προβλήματα παραμένουν δυναμικά στο προσκήνιο, όπως κατέδειξαν οι κρατικές διασώσεις στην Ιταλία και η εξαγορά της Βanco Popular από τη Santander έναντι 1 ευρώ στην Ισπανία, είναι εκείνες στις οποίες καταγράφεται η μεγαλύτερη κινητικότητα το τελευταίο διάστημα. Η Banco Popular, για παράδειγμα, βαρύνεται από σημαντικό όγκο τοξικού χρέους, το οποίο η Santander θα επιδιώξει να πουλήσει ως επενδυτικό εργαλείο υψηλής απόδοσης. Ιδιαιτέρως ελκυστική αγορά NPLs διαθέτει επίσης η Ιρλανδία.
Τα funds δεν καταφεύγουν μόνο στις αγορές ομολόγων για χρηματοδότηση των εξαγορών τους, αλλά και στον τραπεζικό δανεισμό. Οι συμφωνίες αυτές είναι μάλιστα αρκετά επικερδείς και για τις τράπεζες, που χρηματοδοτούν τους αγοραστές χαρτοφυλακίων NPLs, καθώς τους προσφέρουν spread περίπου 4 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από το επιτόκιο αναφοράς.
Η χρηματοδότηση των «κόκκινων» δανείων μπορεί να οδηγήσει πολλές φορές σε τιτλοποίηση: τα δάνεια συγκεντρώνονται σε ένα πακέτο, το οποίο πωλείται ως ομόλογο. Το μέλλον της τιτλοποίησης μη εξυπηρετούμενου χρέους τίθεται, ωστόσο, εν αμφιβόλω, από το νέο πλαίσιο που προωθούν οι Βρυξέλλες.
Το προσχέδιο της πρότασης Κομισιόν απαγορεύει την τιτλοποίηση των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων, στην περίπτωση που οι δανειολήπτες πιστοποιούν οι ίδιοι το εισόδημά τους. Πρόκειται για μία απροσδόκητη απαγόρευση, η οποία σύμφωνα με τους αναλυτές θα μπορούσε να θέσει εμπόδια στην προσπάθεια των Ευρωπαίων να δημιουργήσουν μία αγορά για τα «κόκκινα» δάνεια και ευρύτερα στο στόχο για μία ένωση κεφαλαιαγορών. Εφόσον το προσχέδιο της Κομισιόν εγκριθεί, θα τεθεί σε ισχύ από το 2019.
«Όταν όλοι συμφωνούν στην Ευρώπη πως είναι επιτακτική η ανάγκη να περιοριστεί η εξάρτηση από την τραπεζική χρηματοδότηση και να αναπτυχθεί μία ένωση κεφαλαιαγορών, είναι πραγματικά παράδοξο να θέτεις εμπόδια στην τιτλοποίηση με τέτοιες απαγορεύσεις» σχολίασε στους «Financial Times» ο Ρίτσαρντ Χόπκιν, γενικός διευθυντής της Ένωσης Αγορών Κεφαλαίων στην Ευρώπη. «Πρόκειται μάλιστα για μία κίνηση η οποία κατέλαβε εξαπίνης τους πάντες στην αγορά» πρόσθεσε.
Στην τελευταία συνεδρίαση του Ecofin, το Συμβούλιο επιβεβαίωσε ότι η ενίσχυση των κεφαλαιαγορών, προκειμένου να προσελκύσουν περισσότερες επενδύσεις για ευρωπαϊκές εταιρείες και έργα υποδομής, συνιστά κορυφαία προτεραιότητα. Στόχος, όπως επισημάνθηκε, είναι να βελτιωθεί η πρόσβαση στη χρηματοδότηση, ιδίως για τις ευρωπαϊκές μικρομεσαίες και νεοσύστατες επιχειρήσεις, καθώς και τις καινοτόμες βιομηχανίες.