Οικονομία & Αγορές
Πέμπτη, 20 Ιουλίου 2017 09:27

Νέα υπηρεσία θα «κυνηγήσει» τις μεγάλες υποθέσεις οικονομικού εγκλήματος

Μια νέα ελεγκτική υπηρεσία, η οποία θα τεθεί υπό την εποπτεία των οικονομικών εισαγγελέων και θα στελεχωθεί με 135 ελεγκτές, που θα έχει την αρμοδιότητα να ερευνά εξονυχιστικά μεγάλες υποθέσεις φοροδιαφυγής και άλλων οικονομικών εγκλημάτων ποινικού χαρακτήρα, θα μπορεί να συλλαμβάνει και να ανακρίνει υπόπτους για την τέλεση ποινικών αδικημάτων, αλλά δεν θα έχει δικαίωμα να επιβάλλει φόρους και πρόστιμα στους ελεγχόμενους, σχεδιάζει να συστήσει η κυβέρνηση.

Από την έντυπη έκδοση

Μια νέα ελεγκτική υπηρεσία, η οποία θα τεθεί υπό την εποπτεία των οικονομικών εισαγγελέων και θα στελεχωθεί με 135 ελεγκτές, που θα έχει την αρμοδιότητα να ερευνά εξονυχιστικά μεγάλες υποθέσεις φοροδιαφυγής και άλλων οικονομικών εγκλημάτων ποινικού χαρακτήρα, θα μπορεί να συλλαμβάνει και να ανακρίνει υπόπτους για την τέλεση ποινικών αδικημάτων, αλλά δεν θα έχει δικαίωμα να επιβάλλει φόρους και πρόστιμα στους ελεγχόμενους, σχεδιάζει να συστήσει η κυβέρνηση.

Στη νέα αυτή υπηρεσία, η οποία θα ονομάζεται Διεύθυνση Ειδικών Οικονομικών Ελέγχων, θα μεταφερθούν και θα συγκεντρωθούν οι διεσπαρμένες στο Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου (ΚΕΦΟΜΕΠ), στο Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (ΚΕΜΕΕΠ) και στις ΔΟΥ της χώρας 4.700 παραγγελίες των οικονομικών εισαγγελέων για φορολογικούς ελέγχους σε οικονομικά ισχυρούς Έλληνες φορολογούμενους που είναι ύποπτοι για φοροδιαφυγή και παράνομο πλουτισμό, οι οποίες έχουν μείνει ανεκτέλεστες.

Μία μόνο από τις 4.700 εισαγγελικές παραγγελίες που θα μεταφερθούν στη νέα αυτή υπηρεσία αφορά τον έλεγχο 1,2 εκατομμυρίου φυσικών προσώπων με συναλλαγές άνω των 300.000 ευρώ στους τραπεζικούς λογαριασμούς τους σε ένα τουλάχιστον από τα έτη της περιόδου 2000-2012. Άλλες δύο παραγγελίες αφορούν τις λίστες Λαγκάρντ και Μπόργιανς, οι οποίες περιλαμβάνουν πάνω από 11.000 Έλληνες φορολογούμενους με καταθέσεις σε τράπεζες της Ελβετίας, ενώ μία ακόμη παραγγελία αφορά πάνω από 25.000 Έλληνες που απέστειλαν εμβάσματα ­άνω των 100.000 ευρώ σε τράπεζες του εξωτερικού.

Όλος αυτός ο τεράστιος όγκος εισαγγελικών παραγγελιών θα επιστρέψει, ουσιαστικά, στα χέρια των οικονομικών εισαγγελέων, οι οποίοι θα υποχρεωθούν να τις αναθέσουν για εκτέλεση στη νέα αυτή υπηρεσία, που όμως δεν θα έχει την αρμοδιότητα να επιβάλλει φόρους και πρόστιμα. Το δικαίωμα αυτό θα το έχουν οι υπαγόμενες στην ΑΑΔΕ αρμόδιες ΔΟΥ προς τις οποίες θα υποχρεούται να διαβιβάζει τις πορισματικές της αναφορές η συγκεκριμένη υπηρεσία.

Οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Ειδικών Οικονομικών Ελέγχων όπως τις προβλέπει το σχέδιο νόμου

Το σχέδιο νόμου για τη σύσταση της νέας υπηρεσίας ελέγχου μεγάλων υποθέσεων οικονομικού εγκλήματος, το οποίο ετοιμάζουν τα συναρμόδια υπουργεία Δικαιοσύνης και Οικονομικών, προβλέπει αναλυτικά τα εξής:

1. Στο υπουργείο Οικονομικών συνιστάται νέα Υπηρεσία με τον τίτλο «Διεύθυνση Ειδικών Οικονομικών Ελέγχων». Η Υπηρεσία αποτελεί οργανική μονάδα σε επίπεδο Διεύθυνσης και υπάγεται απευθείας στον υπουργό Οικονομικών.

2. Κύρια αποστολή της υπηρεσίας θα είναι η εκτέλεση παραγγελιών που θα ανατίθενται από τον εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος με αντικείμενο την έρευνα τέλεσης εγκλημάτων φοροδιαφυγής ή λοιπών οικονομικών αδικημάτων, η συμβολή στην καταπολέμηση εστιών οικονομικού εγκλήματος και κυρίως η πάταξη της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής και η βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης φυσικών και νομικών προσώπων.

Ειδικότερα, η Υπηρεσία θα είναι αρμόδια για:
α) Τη διενέργεια -κατόπιν παραγγελιών του εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος- επιθεωρήσεων, τακτικών ή έκτακτων ελέγχων, επανελέγχων και ερευνών, προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης για την τέλεση φορολογικών και οικονομικών εγκλημάτων, που διαπράττονται σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, της εθνικής οικονομίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανεξαρτήτως του τρόπου τελέσεως.
β) Τη διενέργεια φορολογικών ελέγχων σε φυσικά και νομικά πρόσωπα όλης της επικράτειας, κατόπιν παραγγελιών του εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, για τον εντοπισμό εισοδημάτων και περιουσιακών στοιχείων που δεν έχουν δηλωθεί.
γ) Τη σύνταξη πορισματικών εκθέσεων σε εκτέλεση των εισαγγελικών παραγγελιών που της ανατίθενται.
δ) Την επιδίωξη της πλήρους επίτευξης των στόχων των ελέγχων που έχουν τεθεί από τον εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, σύμφωνα με το επιχειρησιακό σχέδιο της Υπηρεσίας.
ε) Τη διενέργεια διασταυρώσεων, την ανάλυση και τη θέσπιση κριτηρίων κινδύνου, καθώς και τον συνεχή προσδιορισμό, αναπροσδιορισμό και βελτίωση των κριτηρίων επιλογής των προς έλεγχο υποθέσεων.
στ) Τη διοικητική υποστήριξη και μέριμνα, την εξασφάλιση των υλικών και του εξοπλισμού, που απαιτούνται για την εύρυθμη λειτουργία της Υπηρεσίας σε συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες.

3. Η Υπηρεσία θα μπορεί να προβαίνει σε:
α) Έρευνες εγγράφων και λοιπών στοιχείων στις επαγγελματικές εγκαταστάσεις του ελεγχόμενου, καθώς και σε έρευνες άλλων χώρων εκτός επαγγελματικής απασχόλησης του ελεγχόμενου, όταν υπάρχουν στοιχεία ή βάσιμες υπόνοιες για την τέλεση οικονομικών παραβάσεων, έπειτα από συναίνεση του ελεγχόμενου ή προηγούμενη άδεια του αρμόδιου εισαγγελέα. Όταν πρόκειται για έρευνα σε κατοικία, είναι πάντοτε απαραίτητη η παρουσία εκπροσώπου της δικαστικής αρχής.
β) Συλλήψεις και ανακρίσεις προσώπων και έρευνες μεταφορικών μέσων, αγαθών, καταστημάτων, αποθηκών, οικιών και λοιπών χώρων, καθώς και στη διενέργεια ειδικών ανακριτικών πράξεων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ισχύουσες κάθε φορά ειδικές διατάξεις και τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, για τα αδικήματα που προβλέπονται από τη σχετική νομοθεσία και ανάγονται στην αρμοδιότητά της.
γ) Κατασχέσεις βιβλίων, εγγράφων, αγαθών, μέσων μεταφοράς και άλλων στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων και ηλεκτρονικών μέσων αποθήκευσης και μεταφοράς δεδομένων.
δ) Δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών και περιουσιακών στοιχείων, σε ειδικές περιπτώσεις κατά τις οποίες κρίνεται αναγκαία η διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου ή σε περιπτώσεις οικονομικού εγκλήματος και μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγής και λαθρεμπορίου.

4. Οι ελεγκτές της Υπηρεσίας θα έχουν πρόσβαση και θα μπορούν να λαμβάνουν οποιαδήποτε πληροφορία ή στοιχείο που αφορά ή σχετίζεται με την άσκηση του έργου και της αποστολής τους, ύστερα από υπηρεσιακή εντολή, μη υποκείμενη σε περιορισμούς διατάξεων περί απορρήτου, υποχρεούμενη όμως στην τήρηση των διατάξεων περί εχεμύθειας του άρθρου 26 του Υπαλληλικού Κώδικα.

5. Οι αρμοδιότητες της Υπηρεσίας θα εκτείνονται σε όλη την ελληνική επικράτεια και θα ασκούνται παράλληλα και ανεξάρτητα από άλλες υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών.
 

6. Η Υπηρεσία θα συνεργάζεται και θα ανταλλάσσει πληροφορίες και στοιχεία, που έχουν σχέση με το αντικείμενο της αποστολής της, με άλλες αρχές, υπηρεσίες και φορείς του εσωτερικού και του εξωτερικού και θα συμμετέχει σε θεσμοθετημένα διυπηρεσιακά όργανα. Οι αστυνομικές, λιμενικές, στρατιωτικές αρχές και υπηρεσίες, καθώς και η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων υποχρεούνται, όταν τους ζητηθεί, να συνδράμουν άμεσα και αποτελεσματικά τους υπαλλήλους της Υπηρεσίας, καθώς επίσης και να χορηγούν κάθε σχετική πληροφορία ή στοιχείο.
 

7. Η Υπηρεσία θα συνεπικουρεί, όποτε της ζητείται, την Τράπεζα της Ελλάδος και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για τη διερεύνηση παραβάσεων της τραπεζικής νομοθεσίας και της νομοθεσίας για την κεφαλαιαγορά.
 

8. Για τη συγκρότηση της Υπηρεσίας συνιστώνται 150 οργανικές θέσεις, εκ των οποίων οι 135 είναι θέσεις ελεγκτών και οι 15 είναι θέσεις διοικητικού προσωπικού. Η πλήρωση των θέσεων των ελεγκτών θα μπορεί να γίνει με απόσπαση ή μετάταξη, κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης που κάθε φορά ισχύει.

9. Η απόσπαση των ελεγκτών στην Υπηρεσία διαρκεί δύο έτη, ενώ μπορεί να παρατείνεται με απόφαση του υπουργού Οικονομικών για ένα ακόμη έτος, με μέγιστο συνολικό χρόνο απόσπασης τα τρία έτη και είναι υποχρεωτική για την υπηρεσία προέλευσης του υπαλλήλου.

10. Ειδικά και προς διασφάλιση της άμεσης λειτουργίας της Υπηρεσίας αποσπώνται και τοποθετούνται σ’ αυτήν 60 υπάλληλοι της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, οι οποίοι υπηρετούν στα Αυτοτελή Τμήματα Ελέγχων του Κέντρου Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου (ΚΕΦΟΜΕΠ). Η απόσπαση διενεργείται με κοινή απόφαση του υπουργού Οικονομικών και του διοικητή της ΑΑΔΕ, για 3 έτη, χωρίς τη δυνατότητα ανανέωσης.