Η απασχόληση συνεχίζει να βελτιώνεται με γρήγορο ρυθμό στην Ε.Ε. και στην Ευρωζώνη, ενώ η ανεργία βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο από το 2008. Ωστόσο, η σαφής αυτή βελτίωση στη συντριπτική πλειονότητα των κρατών-μελών δεν αφορά την Ελλάδα, η οποία και το 2016 ήταν η χώρα με τις χειρότερες επιδόσεις στην Ευρωζώνη.
Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Η απασχόληση συνεχίζει να βελτιώνεται με γρήγορο ρυθμό στην Ε.Ε. και στην Ευρωζώνη, ενώ η ανεργία βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο από το 2008. Ωστόσο, η σαφής αυτή βελτίωση στη συντριπτική πλειονότητα των κρατών-μελών δεν αφορά την Ελλάδα, η οποία και το 2016 ήταν η χώρα με τις χειρότερες επιδόσεις στην Ευρωζώνη.
Η παραπάνω διαπίστωση προκύπτει από την ετήσια επισκόπηση της απασχόλησης και των κοινωνικών εξελίξεων στην Ευρώπη για το 2017, που δημοσιοποίησε χθες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, η φετινή έκθεση επιβεβαιώνει τις θετικές τάσεις στην αγορά εργασίας και την κοινωνία, καθώς και τη σταθερή οικονομική ανάπτυξη. Με 234 εκατομμύρια εργαζoμένους, η απασχόληση στην Ε.Ε. δεν ήταν ποτέ τόσο υψηλή όσο σήμερα, ενώ η ανεργία βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδό της από τον Δεκέμβριο του 2008.
Την περίοδο 2013-2016 δημιουργήθηκαν στην Ε.Ε. 10 εκατομμύρια θέσεις εργασίας. Στους νέους κάτω των 24 ετών η ανεργία την ίδια περίοδο μειώθηκε κατά 1,8 εκατομμύρια άτομα. Σε αυτή τη βελτίωση της κατάστασης στους νέους σημαντικό ρόλο έχουν παίξει οι πρωτοβουλίες της Κομισιόν, όπως η παράταση του προγράμματος Εγγύησης για τη Νεολαία ή η δράση Επενδύσεις στη Νεολαία της Ευρώπης.
Αναφορικά με την Ελλάδα, το 2016 η απασχόληση αυξήθηκε κατά 1,3%, αύξηση μικρότερη της Ευρωζώνης (1,4%). Στην Ισπανία, που στην ανεργία έχει τη δεύτερη χειρότερη επίδοση στην Ευρώπη, η απασχόληση αυξήθηκε πέρυσι κατά 3,2%.
Το συνολικό ποσοστό απασχόλησης στη χώρα μας ήταν στην κατηγορία 20-64 ετών μόλις 56,2%, ενώ στην Ευρωζώνη ήταν 70% και στην Ισπανία 63,9%.
Η ανεργία κυμάνθηκε το 2016 στο 23,6% έναντι μόλις 10% στην Ευρωζώνη, ενώ η επόμενη χώρα με το ψηλότερο ποσοστό, η Ισπανία, πέτυχε μια από τις καλύτερες επιδόσεις μειώνοντας την ανεργία στο 19,6% του ενεργού πληθυσμού.
Η Ελλάδα είχε το 2016 μακράν τη χειρότερη επίδοση στην Ε.Ε. στη μακροχρόνια ανεργία (άνεργοι περισσότερο από 12 μήνες), η οποία θεωρείται προπομπός της φτώχειας. Σύμφωνα με την επισκόπηση της Κομισιόν από το 23,6% του ποσοστού των ανέργων επί του ενεργού πληθυσμού το 17% ήταν μακροχρόνιοι, έναντι 5% στην Ευρωζώνη και 9,5% στην Ισπανία.
Με άλλα λόγια στην Ελλάδα 7 στους 10 άνεργοι το 2016 ήταν μακροχρόνιοι.
Η ανεργία στους νέους κάτω των 24 ετών ήταν 47,3% το 2016, έναντι 21,6% στην Ευρωζώνη και 44,4% στην Ισπανία, που είχε τη δεύτερη χειρότερη επίδοση μετά την Ελλάδα.
Οι κακές επιδόσεις της χώρας μας στον τομέα της απασχόλησης, προϊόν της πολυετούς κρίσης, διατηρούν τα επίπεδα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού πλησίον των ιστορικών υψηλών.
Το 2015, που αφορούν τα στοιχεία για την Ελλάδα, πάνω από ένας στους τρεις κατοίκους της χώρας (35,7%) βρίσκονταν αντιμέτωποι με το φτώχεια ή τον κοινωνικό αποκλεισμό. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε., όπου ο μέσος όρος ήταν 23,1%. Στην Ισπανία, που προέρχεται επίσης από μια μεγάλη κοινωνική κρίση, ήταν στο 27,9%.
Από την έκθεση προκύπτει ότι, παρά τις σταθερές βελτιώσεις του βιοτικού επιπέδου στην Ε.Ε., οι νέοι δεν επωφελούνται εξίσου από αυτή τη θετική εξέλιξη σε σύγκριση με τις μεγαλύτερες ηλικίες. Επωμίζονται ένα ιδιαίτερα μεγάλο βάρος: αντιμετωπίζουν συχνά πιο πολλές δυσκολίες στο να βρουν μια θέση, απασχολούνται πιο συχνά σε άτυπες και επισφαλείς μορφές εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε μικρότερη κάλυψή τους από τα συστήματα κοινωνικής προστασίας. Είναι επίσης πιθανό να λάβουν χαμηλότερες συντάξεις, ανάλογες με τις αποδοχές τους. Γι’ αυτό η επισκόπηση για το 2017 εστιάζει στη δικαιοσύνη μεταξύ των γενεών.
Επιπλέον, το μερίδιο των νεότερων ηλικιακών ομάδων στο εισόδημα από την εργασία μειώθηκε με την πάροδο του χρόνου. Οι προκλήσεις αυτές επηρεάζουν τις αποφάσεις που λαμβάνουν οι νεότερες γενιές στην οικογενειακή τους διαχείριση, όπως το να κάνουν παιδιά ή να αγοράσουν το δικό τους σπίτι. Η κατάσταση αυτή με τη σειρά της έχει αρνητικές συνέπειες για τα ποσοστά της γονιμότητας και, ως εκ τούτου, για τη βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών συστημάτων και την ανάπτυξη.
Επιπλέον, αναμένεται ότι ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας θα μειώνεται κατά 0,3% κάθε έτος έως το 2060. Αυτό σημαίνει ότι ένα μικρότερο εργατικό δυναμικό θα κληθεί να διασφαλίσει τη σημερινή πορεία ανάπτυξης.
Σημαίνει επίσης ότι, παράλληλα, ο αριθμός των εργαζομένων που θα συνεισφέρουν στα συνταξιοδοτικά συστήματα θα είναι μικρότερος -με εισφορές που θα είναι συχνά χαμηλότερες και/ή ακανόνιστες, καθώς δεν θα αντιστοιχούν σε πλήρη απασχόληση και/ή τυπική εργασία-, την ίδια ακριβώς περίοδο που θα εξαρτώνται από αυτούς περισσότεροι συνταξιούχοι.
Χρειάζονται βαθιές τομές
Σχολιάζοντας την ετήσια επισκόπηση της Κομισιόν σχετικά με την απασχόληση και τις κοινωνικές εξελίξεις στην Ευρώπη για το 2017, η επίτροπος Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων, Μαριάν Τίσεν, ανέφερε πως η φετινή δείχνει ότι βρισκόμαστε σε μια σταθερή πορεία για περισσότερη απασχόληση και ανάπτυξη. Ερωτηθείσα σχετικά με την Ελλάδα, η Βελγίδα επίτροπος επισήμανε ότι στη χώρα μας έχει γίνει σημαντική μεταρρύθμιση στο συνταξιοδοτικό, το οποίο είναι σήμερα πιο βιώσιμο από πριν. Γενικότερα για την Ευρώπη ανέφερε ότι οι δημογραφικές τάσεις δείχνουν πως στο μέλλον οι εργαζόμενοι θα πληρώνουν μεγαλύτερες εισφορές και θα λαμβάνουν μικρότερες συντάξεις σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές, εάν δεν ανατραπεί, με βαθιές τομές στα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά συστήματα, η σημερινή τάση.