Ανοδο των χρηματοδοτήσεων κατά 11% σωρευτικά σε μια τριετία μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα η μείωση των προβληματικών δανείων με βάση τους στόχους που υποχρεούνται να καλύψουν οι τράπεζες. Η εκτίμηση αυτή ανήκει στην Τράπεζα της Ελλάδος και είναι ενδεικτική της κρισιμότητας που έχει η διαχείριση του στοκ των προβληματικών δανείων, αφού ο φετινός προϋπολογισμός των τραπεζών προβλέπει δάνεια ύψους μόλις 3 δισ. ευρώ.
Από την έντυπη έκδοση
Της Άννας Δόγα
[email protected]
Ανοδο των χρηματοδοτήσεων κατά 11% σωρευτικά σε μια τριετία μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα η μείωση των προβληματικών δανείων με βάση τους στόχους που υποχρεούνται να καλύψουν οι τράπεζες. Η εκτίμηση αυτή ανήκει στην Τράπεζα της Ελλάδος και είναι ενδεικτική της κρισιμότητας που έχει η διαχείριση του στοκ των προβληματικών δανείων, αφού ο φετινός προϋπολογισμός των τραπεζών προβλέπει δάνεια ύψους μόλις 3 δισ. ευρώ.
Η ΤτΕ εκτιμά, όμως, με βάση ειδική μελέτη, ότι αν οι τράπεζες καταφέρουν να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια σύμφωνα με τους στόχους, η αποκλιμάκωση του δείκτη καθυστερήσεων θα οδηγήσει στην αύξηση των χορηγήσεων προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά, σε ποσοστό που μπορεί να φθάσει σωρευτικά το 11%. Η αύξηση αυτή αναλύεται σε 1,5% το δεύτερο εξάμηνο του 2017, σε 4,3% το 2018 και αύξηση 4,5% το 2019.
Σύμφωνα με τη μελέτη της ΤτΕ η άνοδος του λόγου των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει μια σειρά από επιπτώσεις στις τράπεζες:
1. Επιφέρει περιορισμό της ρευστότητας των τραπεζών, καθώς τις αποστερεί από πληρωμές τόκων και χρεολυσίων.
2. Οδηγεί σε αυστηροποίηση των όρων και των κριτηρίων παροχής δανείων, περιλαμβανόμενης και αύξησης των επιτοκίων, καθώς οι τράπεζες έρχονται αντιμέτωπες με άνοδο του πιστωτικού κινδύνου των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Η αύξηση των επιτοκίων των νέων εξυπηρετούμενων δανείων αντισταθμίζει την απώλεια εσόδων από τα προβληματικά στοιχεία.
3. Οι τράπεζες υφίστανται επιδείνωση των όρων με τους οποίους αντλούν αναχρηματοδότηση προς αναδανεισμό στην πραγματική οικονομία λόγω αυξημένου ασφαλίστρου κινδύνου ή και ολοσχερή απώλεια πρόσβασης στις αγορές χονδρικής.
4. Στον βαθμό που οι προβλέψεις αναμένεται ότι δεν θα επαρκέσουν για να καλύψουν τις διαγραφές, εύλογα αναπτύσσονται προσδοκίες ότι η κεφαλαιακή βάση των τραπεζών θα απομειωθεί και συνεπώς οι δυνατότητες των τραπεζών να χορηγήσουν νέα δάνεια θα περιοριστούν. Εξάλλου, και ο σχηματισμός προβλέψεων δεσμεύει σημαντικό μέρος των αδιανέμητων κερδών των τραπεζών, τα οποία υπό διαφορετικές συνθήκες θα επαύξαναν τα ίδια κεφάλαια.
Το διάστημα από το πρώτο τρίμηνο 2009 έως το τέταρτο τρίμηνο του 2016, ο λόγος των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο των δανείων αυξήθηκε συνολικά κατά 26,9 ποσοστιαίες μονάδες και εκτιμάται ότι περιόρισε κατά 18,5 ποσοστιαίες μονάδες την αντίστοιχη σωρευτική μεταβολή στα δάνεια. Ενδεικτικά, το τρίτο τρίμηνο του 2013, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της νέας τραπεζικής χρηματοδότησης θα ήταν 4,5% αντί για -2,4%, αν απουσίαζε η αρνητική επίδραση της ανόδου των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Σύμφωνα με τους επιχειρησιακούς στόχους των τραπεζών, επιδιώκεται μείωση του δείκτη από 36,2% τον Δεκέμβριο του 2016 σε 20,4% τον Δεκέμβριο του 2019, η οποία αντιστοιχεί σε περιορισμό του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων κατά 35,7 δισ. ευρώ.