Την πρώτη θέση στην κατανάλωση ούζου κατακτά η γερμανική αγορά, με επιδόσεις οι οποίες αγγίζουν σχεδόν τις διπλάσιες σε σχέση με την εγχώρια, ενώ την ίδια ώρα η Μέση Ανατολή αποτελεί νέο πόλο έλξης για τις επιχειρήσεις του κλάδου.
Από την έντυπη έκδοση
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Την πρώτη θέση στην κατανάλωση ούζου κατακτά η γερμανική αγορά, με επιδόσεις οι οποίες αγγίζουν σχεδόν τις διπλάσιες σε σχέση με την εγχώρια, ενώ την ίδια ώρα η Μέση Ανατολή αποτελεί νέο πόλο έλξης για τις επιχειρήσεις του κλάδου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία εκπροσώπων της αγοράς, η Γερμανία, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει αναδειχθεί στον ισχυρότερο εισαγωγέα ούζου επί ευρωπαϊκού εδάφους, εμφανίζει κατανάλωση η οποία μεταφράζεται σε 1,3 εκατ. κιβώτια (που περιέχουν 12 φιάλες 0,700 λίτρου). Αντίστοιχα, η δυναμική του ούζου διευρύνεται στις περιοχές της Μέσης Ανατολής, με τα μηνύματα της κατανάλωσης να είναι ιδιαιτέρως ενθαρρυντικά.
Την ίδια ώρα στην Ελλάδα η κατανάλωση βαίνει μειούμενη και υπολογίζεται ότι διαμορφώνεται στις 800 χιλιάδες κιβώτια. Να σημειωθεί ότι μέχρι πρότινος η Ελλάδα εμφάνιζε σημαντικά μεγαλύτερη κατανάλωση σε σχέση με τη Γερμανία, στην οποία η πωλήσεις διαμορφώνονταν κοντά στο 1 εκατ. κιβώτια.
Οι αιτίες της υποχώρησης των πωλήσεων στην εγχώρια αγορά αποδίδονται τόσο στις αυξήσεις στη φορολογία όσο και στην ένταση της παράνομης διακίνησης αποσταγμάτων όπως το τσίπουρο. Σε αυτή την περίπτωση αφενός μεταφέρονται παράτυπα μαζί με το χύμα τσίπουρο και χύμα ποσότητες ούζο, αφετέρου καταγράφεται στροφή των εγχώριων καταναλωτών στην «οικονομικότερη» επιλογή του χύμα τσίπουρου έναντι του ούζου. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ξένες αγορές θεωρούνται σχεδόν μονόδρομος για αρκετές επιχειρήσεις του κλάδου, με γνώμονα ότι το ούζο αποτελεί το 70% σχεδόν των εξαγωγών αποσταγμάτων.
Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι η συνεχώς αυξανόμενη κατανάλωση στα διεθνή ράφια και δη σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης δύναται να «ανοίξει» την όρεξη σε άλλες χώρες ώστε να προχωρήσουν στην παραγωγή ούζου.
Το «παράθυρο» αυτό φέρεται να ανοίγει ενδεχόμενη ψήφιση της αναθεώρησης του Ευρωπαϊκού Κανονισμού των αλκοολούχων ποτών, στην οποία μεταξύ άλλων προβλέπεται η άρση του περιορισμού της υποχρέωσης εμφιάλωσης των Γεωγραφικών Ενδείξεων εντός της γεωγραφικής ζώνης προέλευσης, γεγονός που εμπεριέχει το κίνδυνο ελληνικά αποστάγματα, όπως το ούζο και το τσίπουρο, να διακινούνται χύμα προς τις ξένες αγορές και εκεί να εμφιαλώνονται.
Όπως αναφέρουν στη «Ν» παράγοντες της αγοράς, «η ελεύθερη εμφιάλωση μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για εξολοκλήρου παραγωγή ούζου/τσίπουρου/μαστίχας κ.λπ. σε οποιοδήποτε περιοχή. Ήδη υπάρχουν μεγάλα εμφιαλωτήρια που μπορούν από την επόμενη μέρα να προσθέσουν στις γραμμές τους την εμφιάλωση ενός ελληνικού αποστάγματος, ενώ θα μπορούσαν να πράξουν το ίδιο και σε ένα “ελληνικού τύπου” απόσταγμα». Σε αυτό το πλαίσιο, το «greek style ούζο/τσίπουρο» δεν φαντάζει αδύνατο να δημιουργηθεί, με γνώμονα ότι άλλες αγορές, όπως η Ισπανία και η Γαλλία, παράγουν ήδη γλυκανισούχα αποστάγματα, με διαφορετική όμως συνταγή. Όσο εύκολα ωστόσο εκμεταλλεύονται εντός και εκτός Ε.Ε. τη «συνταγή» της φέτας άλλες αγορές τόσο εύκολα θα μπορούσε να δημιουργηθεί μια απομίμηση ελληνικού αποστάγματος.