Η ελληνική κυβέρνηση επιθυμεί να απελευθερώσει κεφάλαια που θα δαπανήσει «σύμφωνα με τις πολιτικές της προτεραιότητες», διαμορφώνοντας «σημείο εκκίνησης» για πρόωρες εκλογές. Οι θεσμοί; «Είμαι ειλικρινά έκπληκτος». Ο Senior Fellow του Peterson Institute for International Economics, Jacob Kirkegaard, σε συνέντευξη στη «Ν», αναλύει τα σενάρια γύρω από την ξαφνική πρόθεση κυβέρνησης και θεσμών να επιχειρήσουν την έξοδο στις αγορές, τονίζοντας ότι η Ελλάδα δεν είναι σε θέση να πετύχει «οτιδήποτε άλλο από ένα επιτόκιο που θα είναι πολύ υψηλό για να το αντέχει».
Από την έντυπη έκδοση
Στον Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Η ελληνική κυβέρνηση επιθυμεί να απελευθερώσει κεφάλαια που θα δαπανήσει «σύμφωνα με τις πολιτικές της προτεραιότητες», διαμορφώνοντας «σημείο εκκίνησης» για πρόωρες εκλογές. Οι θεσμοί; «Είμαι ειλικρινά έκπληκτος». Ο Senior Fellow του Peterson Institute for International Economics, Jacob Kirkegaard, σε συνέντευξη στη «Ν», αναλύει τα σενάρια γύρω από την ξαφνική πρόθεση κυβέρνησης και θεσμών να επιχειρήσουν την έξοδο στις αγορές, τονίζοντας ότι η Ελλάδα δεν είναι σε θέση να πετύχει «οτιδήποτε άλλο από ένα επιτόκιο που θα είναι πολύ υψηλό για να το αντέχει». Ο ίδιος εκφράζει την πεποίθηση ότι η χώρα δεν έχει πείσει ακόμη τους ξένους επενδυτές, οι οποίοι αναμένουν πριν απ’ όλα τις επόμενες κινήσεις των εγχώριων κεφαλαίων. Εξηγεί επίσης γιατί οι αγορές «δεν νοιάζονται ιδιαίτερα» για το ύψος του χρέους αλλά και γιατί η εξαίρεση από το QE είναι πράγματι απώλεια για την Ελλάδα. Φωτογραφίζει ως επικρατέστερη εκδοχή μετά το τέλος του προγράμματος μια πιστωτική γραμμή χρηματοδότησης και εκτιμά ότι την ελάφρυνση χρέους είναι «πολύ πιο πιθανό» να τη λάβει μια επόμενη κυβέρνηση.
Τόσο η ελληνική κυβέρνηση όσο και οι θεσμοί δημιουργούν προσδοκίες για μια έξοδο στις αγορές, ακόμη και μέσα στα επόμενα 24ωρα. Πώς ερμηνεύετε αυτό το σκηνικό; Γιατί τώρα;
Από τη σκοπιά της ελληνικής κυβέρνησης, θεωρώ ότι ο λόγος είναι ξεκάθαρος - θα ήταν ένα σημάδι επιτυχούς ανάκαμψης και μιας πορείας προς το τέλος του προγράμματος της τρόικας. Παράλληλα, θα μπορούσε να απελευθερώσει κεφάλαια ώστε να δαπανηθούν σύμφωνα με τις πολιτικές προτεραιότητες του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό θα μπορούσε να είναι το σημείο εκκίνησης για μια πρόωρη προσφυγή στις κάλπες.
Από τη σκοπιά των θεσμών, είμαι ειλικρινά έκπληκτος, υπό την έννοια ότι δεν θα έπρεπε να ενδιαφέρονται για την ανάληψη νέου χρέους από την Ελλάδα, που είναι πιθανό να κοστίσει περισσότερο απ’ ό,τι το χρέος που προσφέρεται από τον ESM - βεβαίως, αν οι αγορές είναι πρόθυμες να χρηματοδοτήσουν κοντά στο επιτόκιο του ESM, κάτι που δεν μπορώ να φανταστώ, οι θεσμοί θα ήταν αδιάφοροι.
Ίσως κάποιοι ανάμεσα στους θεσμούς πιστεύουν ότι μια επιτυχής τοποθέτηση στις αγορές θα λειτουργήσει ως υποκατάστατο μιας γρήγορης ελάφρυνσης χρέους, π.χ. ξεγελάς τις αγορές ώστε να αγοράσουν χρέος με την προσδοκία μιας ελάφρυνσης χρέους για την Ελλάδα και μετά το αναβάλεις παρ’ όλα αυτά. Αυτή όμως θα ήταν μια πολύ κοντόφθαλμη στρατηγική κατά τη γνώμη μου. Ίσως οι Γερμανοί θα ήθελαν να το δουν αυτό πριν από τις γερμανικές εκλογές ως ένα βραχυπρόθεσμο σημάδι ότι «το ελληνικό πρόγραμμα διάσωσης λειτουργεί» και μετά να ανησυχήσουν για τα αληθινά κόστη, μετά τις εκλογές. Ή ίσως κάποιοι από τους θεσμούς γνωρίζουν ότι η ελληνική τοποθέτηση θα υπερκαλυφθεί σε μεγάλο βαθμό από επενδυτές πεινασμένους για απόδοση, κάτι που θα στείλει ένα μήνυμα εμπιστοσύνης στον κόσμο για την Ελλάδα, το οποίο με τη σειρά του θα είναι γενικώς χρήσιμο για την οικονομική ανάκαμψη και μακροπρόθεσμα.
Προσωπικά ωστόσο είμαι ιδιαίτερα επιφυλακτικός για το αν η Ελλάδα μπορεί να βγει στις αγορές και να πετύχει οτιδήποτε άλλο από ένα επιτόκιο που θα είναι πολύ υψηλό για να το αντέχει η χώρα.
Πώς αξιολογείτε την ικανότητα του ελληνικού δημοσίου να επιτύχει μια βιώσιμη επιστροφή στις αγορές μέχρι το τέλος του προγράμματος το 2018;
Νομίζω ότι είναι πολύ χαμηλή - στο τέλος, δεν νομίζω ότι υπάρχουν αρκετοί επενδυτές πρόθυμοι να αναλάβουν αυτόν τον κίνδυνο για οτιδήποτε άλλο εκτός από πολύ βραχυπρόθεσμο χρέος, εκτός εάν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αρχίσει να επικεντρώνεται περισσότερο σε πολιτικές υπέρ της ανάπτυξης και ολοκληρώσει πιστά και γρήγορα τις απαιτήσεις του προγράμματος. Ειδάλλως, οι επενδυτές που ενδιαφέρονται για την Ελλάδα θα κοιτάζουν απλώς τις δημοσκοπήσεις και θα συμπεραίνουν ότι είναι καλύτερα να περιμένουν μέχρι τις επόμενες εκλογές ελπίζοντας ότι η ΝΔ θα κερδίσει - μια κυβέρνηση της ΝΔ κατά την ταπεινή μου γνώμη είναι επίσης πολύ πιο πιθανό να λάβει ελάφρυνση χρέους από την Ευρωζώνη και επίσης αρκετά πιθανό να είναι σε πολύ καλύτερη θέση να ξεκλειδώσει εγχώριες επενδύσεις από τις κορυφαίες οικογενειακές επιχειρήσεις της Ελλάδας, οι οποίες απ’ ό,τι μπορώ να δω δεν εμπιστεύονται αρκετά τον Τσίπρα ώστε να αρχίσουν πραγματικά να επενδύουν.
Ποιο στοιχείο εξετάζουν οι αγορές στην περίπτωση της Ελλάδας; Το ύψος του χρέους; Την εφαρμογή του προγράμματος; Την πρόοδο στο πεδίο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων; Πώς θα ιεραρχούσατε αυτούς τους παράγοντες;
Οι αγορές δεν νοιάζονται ιδιαίτερα για το ύψος του χρέους· ανήκει στον ESM, που είναι -υπό τις σωστές πολιτικές συνθήκες- ένας πολύ υπομονετικός και de facto βοηθός πιστωτής. Το ύψος του χρέους έχει σημασία μόνο σε ό,τι αφορά την ανάμειξη του ΔΝΤ, το οποίο όμως δείχνει επίσης πρόθυμο να συμβιβάζεται. Αυτό που έχει σημασία είναι οι μελλοντικές προοπτικές ανάπτυξης για την Ελλάδα - η χώρα θα έπρεπε να είναι ικανή υπό τις σωστές πολιτικές συνθήκες να απολαμβάνει μια αξιοσημείωτη κυκλική ανάκαμψη (δεδομένης της κλίμακας της οικονομικής κατάρρευσης) - ως εκ τούτου, αυτό που ενδιαφέρει τους μακροπρόθεσμους επενδυτές είναι η πρόοδος στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και η πολιτική σταθερότητα/προβλεψιμότητα. Από τη σκοπιά των αγορών επομένως, μάλλον θα προτιμούσαν να δουν τους επόμενους μήνες μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να ξοδεύει το υπόλοιπο πολιτικό της κεφάλαιο στην εφαρμογή του προγράμματος που απομένει, μόνο για να πάει να χάσει τις επόμενες εκλογές ως αποτέλεσμα. Στη συνέχεια, μια (τουλάχιστον αντιληπτή ως) πιο φιλική στις αγορές κυβέρνηση υπό τη ΝΔ θα αναλάμβανε παρέχοντας την πολιτική σταθερότητα που επιθυμούν οι επενδυτές.
Θα λέγατε ότι η εξαίρεση από το QE της ΕΚΤ είναι ένα πραγματικό πρόβλημα για την Ελλάδα;
Ναι, είναι ένα πρόβλημα κυρίως για τις αποδόσεις που θα έχει να πληρώσει η Ελλάδα στις αγορές - πολλοί επενδυτές που διαφορετικά θα ενδιαφέρονταν για τα ελληνικά ομόλογα (προσδοκώντας να τα πουλήσουν γρήγορα στην ΕΚΤ) τώρα πιθανότατα δεν θα αγοράσουν αυτά τα ομόλογα για τον δικό τους ισολογισμό.
Πόσο πιθανό είναι να χρειαστεί η Ελλάδα ένα 4ο πρόγραμμα; Το σενάριο της προληπτικής πιστωτικής γραμμής;
Αν η Ελλάδα επηρεαστεί από ένα αρνητικό οικονομικό σοκ ή υποστεί ένα ρήγμα στην πολιτική σταθερότητα, ένα 4ο πρόγραμμα είναι μια πιθανότητα, αλλά κατά τη γνώμη μου το ρίσκο είναι πολύ χαμηλό. Νομίζω ότι η υπό όρους πιστωτική γραμμή, κατά την οποία η ελληνική κυβέρνηση ακόμη και μετά το τέλος του προγράμματος θα δεσμεύεται να επιτυγχάνει συγκεκριμένους μακροοικονομικούς στόχους ώστε να διατηρεί την πιστωτική γραμμή ανοιχτή, θα ήταν μια καλή επιλογή - επιτρέπει δυνητικά την πλήρη πρόσβαση στις αγορές, αλλά επίσης διατηρεί μια ασφαλιστική κάλυψη για απρόβλεπτα γεγονότα και αναταραχές στην αγορά.
Πώς αξιολογείτε την πορεία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, μετά το περιπετειώδες 2015, έως σήμερα; Θα λέγατε ότι η μεταστροφή έχει πείσει τους επενδυτές ή υπάρχει ακόμη δουλειά να γίνει σε αυτό το επίπεδο;
Νομίζω ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είχε μια απότομη καμπύλη εκμάθησης και στο τέλος κατάφερε να αποφύγει την αποκάλυψη. Ωστόσο, δεν νομίζω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πείσει τους επενδυτές ως προς το μακροπρόθεσμο όραμα για την Ελλάδα - έχει εφαρμόσει πολύ διστακτικά το πρόγραμμα, μόνο στον βαθμό στον οποίο υποχρεώθηκε, ενώ στηρίχθηκε εξαιρετικά στις αυξήσεις φόρων για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων. Το κύριο στοιχείο για πολλούς ξένους επενδυτές είναι το τι κάνουν οι Έλληνες εγχώριοι επενδυτές - εν τέλει θεωρείται ότι γνωρίζουν τη χώρα τους καλύτερα. Αν εκείνοι αρχίσουν να επενδύουν, οι ξένοι συχνά θα ακολουθούν - και δεν νομίζω ότι οι Έλληνες εγχώριοι επενδυτές έχουν πολλή πίστη στον ΣΥΡΙΖΑ. Παρακολουθούν τις δημοσκοπήσεις και περιμένουν για τις επόμενες εκλογές και μια πιθανή νέα κυβέρνηση.
Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας το κύριο συμπέρασμα μετά τη σύνοδο του G20, ως προς τη νέα πραγματικότητα υπό την αμερικανική προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ;
Το κύριο συμπέρασμα μετά το G20 είναι πως ούτε οι ΗΠΑ είναι σήμερα αρκετά ισχυρές να αλλάξουν το διεθνές οικονομικό σύστημα που οι ίδιες έκτισαν και προστάτευσαν επί δεκαετίες. Το G19 ουσιαστικά κατέγραψε τις θέσεις του Τραμπ για το εμπόριο και το κλίμα, αλλά συμφώνησε να συνεχίσει σαν να μην είχε μεγάλη σημασία. Αυτή είναι μια ουσιαστική εξέλιξη και δείχνει ότι σήμερα στην πραγματικότητα όλες οι χώρες είναι «μικρές χώρες» με περιορισμένη κυριαρχία πέρα από τα σύνορά τους αν πορεύονται εναντίον της παγκόσμιας κοινής συναίνεσης - προφανώς, η πολιτική ελίτ των ΗΠΑ δεν το έχει συνειδητοποιήσει ακόμη.
Θα λέγατε ότι υπάρχουν περιπτώσεις σήμερα κατά τις οποίες προστατευτικές επιλογές είναι ίσως θεμιτές; Παρεμπιπτόντως, η Γερμανία καθιστά πιο αυστηρούς τους κανόνες τις για τις εταιρικές εξαγορές από ξένους, σε συνέχεια μιας σειράς κινεζικών συμφωνιών.
Δεν πιστεύω ότι ο προστατευτισμός - όπως ορίζεται ως προσπάθεια προστασίας συγκεκριμένων εγχώριων ομάδων και βιομηχανιών από τον ανταγωνισμό και την τεχνολογική καινοτομία, απλώς σύμφωνα με την πολιτική επιρροή αυτών των εγχώριων συμφερόντων - μπορεί να είναι θεμιτός, υπό την έννοια ότι πάντα θα οδηγεί σε οικονομικές απώλειες στο σύνολο. Την ίδια ώρα, ίσως υπάρχουν άλλοι πιο θεμιτοί λόγοι να εμποδίσει κανείς συγκεκριμένα στοιχεία του ελεύθερου εμπορίου. Δεν θέλεις μια ελεύθερη αγορά σε απαγορευμένες ουσίες και ναρκωτικά, επικίνδυνες τεχνολογίες κ.ο.κ. Επίσης, δεν θέλεις κάποιες χώρες να μπορούν να έχουν πρόσβαση σε συγκεκριμένες τεχνολογίες διπλής χρήσης, οι οποίες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για στρατιωτικούς σκοπούς. Η λεγόμενη διευθέτηση του Wassenaar και η εποπτεία επενδύσεων τύπου CFIUS αποσκοπούν στην αποφυγή τέτοιων καταστάσεων.
Αλλά αυτή είναι μια γκρίζα περιοχή, καθώς κυβερνήσεις συχνά θα χρησιμοποιούν τέτοια θεμιτά εργαλεία για να κυνηγούν πραγματικούς προστατευτικούς στόχους. Στην περίπτωση της Γερμανίας, είμαι εναντίον μιας τέτοια εθνικής προσέγγισης, αλλά θα ήμουν υπέρ μιας κάποιου είδους διαδικασίας αξιολόγησης επενδύσεων σε επίπεδο ΕΕ, καθώς μπορεί να υπάρχουν υποθέσεις όπου οι ευρωπαϊκές εταιρείες δεν θα έπρεπε να πωλούνται, για παράδειγμα, σε Κινέζους αγοραστές. Στη συγκεκριμένη περίπτωση της Κίνας, είναι επίσης θέμα ισότιμων όρων ανταγωνισμού, υπό την έννοια ότι η Κίνα περιορίζει πάρα πολύ τη δυνατότητα των εταιρειών της ΕΕ να αγοράζουν συγκεκριμένες κινεζικές εταιρείες - απαιτείται αμοιβαιότητα κι έτσι έχει πολιτικό νόημα να επιβάλεις επίσης κάποιους περιορισμούς σε κινεζικές εξαγορές στην Ευρώπη.
Θα είναι επώδυνο το Brexit; Για την ΕΕ ή τη Βρετανία;
Το Brexit θα είναι μια καταστροφή για το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά δεν θα είναι οικονομικά μεγάλο βάρος για την ΕΕ των 27. Πολιτικά, το Brexit ήδη - και θα συνεχίσει - υπονομεύει την ικανότητα διακυβέρνησης στο Ηνωμένο Βασίλειο και θα μπορούσε εύκολα να οδηγήσει τελικά στη διάλυση του Ηνωμένου Βασιλείου, για παράδειγμα, μέσα στα επόμενα 10 χρόνια.
Στο μεταξύ, το χάος που δημιούργησε το Brexit είχε σαφώς ως συνέπεια σε όλη την Ευρώπη να εδραιώσει την υποστήριξη στην ΕΕ, ακόμη και στο ευρώ. Ακόμη και οι υποστηρικτές του Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο τώρα παραδέχονται ότι άλλες χώρες της ΕΕ είναι απίθανο να ακολουθήσουν το Ηνωμένο Βασίλειο έξω από την ΕΕ. Υπάρχει νομίζω ένα τουλάχιστον 50% πιθανότητες ότι δεν θα υπάρξει συμφωνία στο Brexit, κάτι που θα προκαλέσει ένα σενάριο στο χείλος του γκρεμού για το Ηνωμένο Βασίλειο το 2019, όχι διαφορετικό από αυτό που υπέστη η Ελλάδα το 2015. Ουσιαστικά, ανεξάρτητα από το τι θα συμβεί, οι συνέπειες για το Ηνωμένο Βασίλειο θα είναι τρομακτικές - είτε συμφωνήσουν στις απαιτήσεις της ΕΕ, που σημαίνει εθνική συνθηκολόγηση και ένα Brexit πολύ διαφορετικό από αυτό που υποσχέθηκαν οι υποστηρικτές του, είτε δεν υπάρξει συμφωνία, δηλαδή οικονομική καταστροφή το 2019, που θα σημαίνει επίσης ένα Brexit πολύ διαφορετικό από αυτό που υποσχέθηκαν. Τελικά, οι ψηφοφόροι του Ηνωμένου Βασιλείου θα αντιδράσουν σε αυτήν την πραγματικότητα με απρόβλεπτες πολιτικές συνέπειες.