Στα πρώιμα χρόνια της δράσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως αρχής προστασίας του ανταγωνισμού εντός της τότε ΕΟΚ, επικρατούσε μια διστακτικότητα σε σχέση με την κατασταλτική δράση (κυρίως επιβολή προστίμων) στις πολυεθνικές εταιρείες συμφερόντων των ΗΠΑ. Δημιουργήθηκε έτσι η εντύπωση ότι οι επιχειρήσεις αυτές μπορούσαν να κινούνται προνομιακά εντός Ευρώπης.
Από την έντυπη έκδοση
Tου δρ Βασίλη Καραγιάννη
KLC Law Firm, Εταίρος
Στα πρώιμα χρόνια της δράσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως αρχής προστασίας του ανταγωνισμού εντός της τότε ΕΟΚ, επικρατούσε μια διστακτικότητα σε σχέση με την κατασταλτική δράση (κυρίως επιβολή προστίμων) στις πολυεθνικές εταιρείες συμφερόντων των ΗΠΑ. Δημιουργήθηκε έτσι η εντύπωση ότι οι επιχειρήσεις αυτές μπορούσαν να κινούνται προνομιακά εντός Ευρώπης.
Βέβαια, αντίστοιχη ασυλία φαίνεται πως εξασφάλιζαν και οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις για την υπερατλαντική δράση τους από τις αμερικανικές αρχές προστασίας του ανταγωνισμού. Όσο και εάν αυτό φαίνεται ένας «δίκαιος συμβιβασμός», θα πρέπει κανείς να λάβει υπ’ όψιν του ότι η αμερικανική οικονομική εισδοχή στη γηραιά ήπειρο ήταν πολύ σημαντικότερη από ό,τι το αντίστροφο.
Αυτή η εικόνα ασυλίας άρχισε να αλλάζει άρδην κατά τη δεκαετία του ‘90. Πρώτα οι (τότε) Ευρωπαϊκές Κοινότητες επιδίωξαν και υπέγραψαν με τις αμερικανικές αρχές ανταγωνισμού, το 1991 και το 1998 αντίστοιχα, δύο διεθνείς συμφωνίες αμοιβαίας συνδρομής και καθορισμού δικαιοδοσίας σε θέματα ανταγωνισμού ως ίσος προς ίσο. Στο πλαίσιο αυτών των συμφωνιών έχουν εκδοθεί και βέλτιστες πρακτικές για τον καθορισμό της δικαιοδοσίας σε υποθέσεις διεθνών συγκεντρώσεων.
Από το 2000 και μετά και με την υπόθεση Microsoft η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέβαλε στον αμερικανικό κολοσσό υψηλά πρόστιμα (της τάξεως των 850 εκατομμυρίων ευρώ) και μέτρα συμπεριφορικής εποπτείας για την παροχή διαλειτουργικότητας στους ανταγωνιστές του στα λογισμικά προγράμματά του, αποφάσεις που επικυρώθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τα ενωσιακά δικαστήρια.
Πριν λιγότερο από έναν χρόνο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έβαλε στο στόχαστρο τον άλλο γίγαντα της πληροφορικής, την Apple, θεωρώντας ότι διάφορες διευθετήσεις των ενδοομιλικών συναλλαγών της και οι σχετικές φορολογικές συμφωνίες της με τις ιρλανδικές αρχές υπέκρυπταν απαγορευμένη κρατική ενίσχυση, με αποτέλεσμα η Apple να καλείται να επιστρέψει ουκ ευκαταφρόνητα ποσά στις ιρλανδικές αρχές.
Τώρα, η Επιτροπή «χτύπησε» την Google με το ιλιγγιώδες πρόστιμο των 2,5 περίπου δισ. ευρώ, διότι, κατά την Επιτροπή, οι μηχανές αναζήτησης της Google επεφύλασσαν ευνοϊκή μεταχείριση σε διαφημίσεις συμφερόντων της, πράγμα που συνιστούσε κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της Google στις σχετικές αγορές των διαδικτυακών μηχανών αναζήτησης. Η ιστορία δεν έχει κλείσει, καθόσον η Επιτροπή ερευνά και άλλες δύο πτυχές της εμπορικής συμπεριφοράς της Google (υπόθεση Android και υπόθεση AdSense), που ενδέχεται να οδηγήσουν σε επιβολή και περαιτέρω προστίμων.
Οι αποφάσεις αυτές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι υψηλής πολιτικής σημασίας και είναι πιθανό να δημιουργήσουν -μεσομακροπρόθεσμα τουλάχιστον- αντιδράσεις, πράγμα που η Επιτροπή φυσικά δεν αγνοεί. Αυτές οι αντιδράσεις ενδέχεται να μην επικεντρωθούν στενά στην αντιμετώπιση των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων από τις αμερικανικές αρχές ανταγωνισμού, αλλά να λάβουν ευρύτερο χαρακτήρα κινούμενες και στο επίπεδο του διεθνούς εμπορίου και ιδίως στο πλαίσιο του ΠΟΕ, παρά το γεγονός ότι ένας τέτοιος συσχετισμός δεν πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα ποτέ να ομολογηθεί ανοικτά. Άλλωστε, η προεδρία Τραμπ δεν χάνει ευκαιρία να διακηρύττει τη νοσταλγία της για τις πάλαι ποτέ εποχές του μονομερούς προστατευτισμού που ασκούσαν οι ΗΠΑ στη διεξαγωγή του διεθνούς εμπορίου.