Ένα βήμα πιο κοντά στην κατάργηση της «τεχνικής λύσης» για την κατανομή των δικαιωμάτων των βοσκοτόπων φέρνει η Κοινή Υπουργική Απόφαση που δημοσιεύθηκε σε ΦΕΚ, η οποία καθορίζει τις προδιαγραφές για τα Διαχειριστικά Σχέδια Βόσκησης τα οποία θα αποτελέσουν τη βάση για τον «χωροταξικό» σχεδιασμό του κλάδου της κτηνοτροφίας.
Από την έντυπη έκδοση
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Ένα βήμα πιο κοντά στην κατάργηση της «τεχνικής λύσης» για την κατανομή των δικαιωμάτων των βοσκοτόπων φέρνει η Κοινή Υπουργική Απόφαση που δημοσιεύθηκε σε ΦΕΚ, η οποία καθορίζει τις προδιαγραφές για τα Διαχειριστικά Σχέδια Βόσκησης τα οποία θα αποτελέσουν τη βάση για τον «χωροταξικό» σχεδιασμό του κλάδου της κτηνοτροφίας.
Αρχής γενομένης με τη διαίρεση των επιλέξιμων βοσκοτόπων σε «λιβαδικές μονάδες», η υπουργική απόφαση προβλέπει τη λεπτομερή χαρτογράφηση βοσκήσιμων γαιών, κατηγοριοποίησή τους, κατανομή τους σε επίπεδο δήμων. Η έκδοση της ΚΥΑ δίνει τη δυνατότητα στης Περιφέρειες να ξεκινήσουν τις σχετικές μελέτες, ενώ δίνει τη δυνατότητα στους κτηνοτρόφους με ιδιωτικούς βοσκοτόπους να εκδηλώσουν το ενδιαφέρον τους για ένταξη στα Διαχειριστικά Σχέδια εντός τριών μηνών.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, μετά τη διαίρεση των βοσκήσιμων γαιών της περιοχής μελέτης σε λιβαδικές μονάδες γίνεται η κατανομή τους για χρήση στους δικαιούχους κτηνοτρόφους της περιοχής μελέτης ή/και μετακινούμενους, ανάλογα με τον αριθμό και το είδος των ζώων που διαθέτουν, την εγγύτητα της περιοχής στην οποία δραστηριοποιούνται και την υφιστάμενη διαχείριση. Επιπλέον λαμβάνονται υπόψη και τα δικαιώματά τους για την ενιαία ενίσχυση όπως προσδιορίζονται από το Κοινοτικό Κανονιστικό Πλαίσιο (ΚΑΠ) και εν συνεχεία εφαρμόζονται από τον ΟΠΕΚΕΠΕ.
Αναλυτικότερα, ως λιβαδική μονάδα ορίζεται μια συγκεκριμένη έκταση ικανή σε μέγεθος, ώστε να αναπτυχθεί αυτοδύναμα και να συντηρηθεί μια οικονομικά βιώσιμη κτηνοτροφική εκμετάλλευση. Στις υψηλής παραγωγικότητας βοσκήσιμες γαίες θα απαιτηθεί μικρότερης έκτασης λιβαδική μονάδα σε σχέση με εκεί όπου η παραγωγικότητα είναι χαμηλή. Γενικά το εύρος της έκτασης των λιβαδικών μονάδων κυμαίνεται από 1.000 έως 4.000 στρέμματα περίπου, ανάλογα με τη βοσκοϊκανότητα.
Εάν ένας δικαιούχος κτηνοτρόφος έχει μικρότερο αριθμό ζώων από εκείνον που προβλέπεται για μια συγκεκριμένη λιβαδική μονάδα, στην οποία μπορεί να ενταχθεί, τότε προστίθεται στην ίδια μονάδα και δεύτερος ή περισσότεροι κτηνοτρόφοι, μέχρις ότου συμπληρωθεί ο προβλεπόμενος αριθμός, λαμβάνοντας υπόψη και την υφιστάμενη διαχείριση/κατάσταση. Με την ίδια λογική, αν κάποιος κτηνοτρόφος έχει μεγαλύτερο αριθμό ζώων από τον προβλεπόμενο για κάποια μονάδα, τότε προστίθεται και δεύτερη ή τμήμα αυτής.
Σε περίπτωση που το ζωικό κεφάλαιο της περιοχής μελέτης είναι υπεράριθμο, πέραν δηλαδή της δυναμικότητας των βοσκήσιμων γαιών, τότε προτείνεται: η αύξηση της βοσκοϊκανότητας των λιβαδικών μονάδων, η μετακίνηση των επιπλέον ζώων σε γειτονικές κοινότητες του δήμου. Εφόσον υπάρχουν δάση στην περιοχή ορίζεται το διάστημα βόσκησης, η εποχή, ο αριθμός και το είδος των ζώων.