Ένα από τα πιο πιεστικά ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ είναι το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) στους ισολογισμούς τους, το οποίο αγγίζει το 1 τρισ. ευρώ. Αν και ο μέσος λόγος των ΜΕΔ στη ζώνη του ευρώ έχει μειωθεί σταδιακά από το ανώτατο επίπεδο του 8% το 2013, εξακολουθεί να διαμορφώνεται σε 6% και οι διαφορές μεταξύ των χωρών είναι έντονες: σε έξι χώρες ο λόγος των ΜΕΔ εξακολουθεί να υπερβαίνει το 10% και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις ανέρχεται σε πολύ υψηλότερα επίπεδα.
Από την έντυπη έκδοση
Tου Vitor Constâncio,
αντιπροέδρου της ΕΚΤ
Ένα από τα πιο πιεστικά ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ είναι το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) στους ισολογισμούς τους, το οποίο αγγίζει το 1 τρισ. ευρώ. Αν και ο μέσος λόγος των ΜΕΔ στη ζώνη του ευρώ έχει μειωθεί σταδιακά από το ανώτατο επίπεδο του 8% το 2013, εξακολουθεί να διαμορφώνεται σε 6% και οι διαφορές μεταξύ των χωρών είναι έντονες: σε έξι χώρες ο λόγος των ΜΕΔ εξακολουθεί να υπερβαίνει το 10% και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις ανέρχεται σε πολύ υψηλότερα επίπεδα. Αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα μόνο για τις τράπεζες. Η άλλη πλευρά του νομίσματος είναι η υπερχρέωση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, πράγμα που αποτελεί μακροοικονομική πρόκληση - οι τράπεζες περιορίζουν την προσφορά πιστώσεων και οι επιχειρήσεις με οικονομικές δυσχέρειες μειώνουν τις επενδύσεις, πράγμα που με τη σειρά του παρεμποδίζει την οικονομική ανάπτυξη.
Τα ζητήματα που αφορούν την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού έγιναν εντονότερα με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Όταν ξέσπασε η κρίση, η απότομη άνοδος των ΜΕΔ ανέκοψε τη δυνατότητα πολλών τραπεζών να αντιμετωπίζουν τα προβληματικά δάνεια.
Η οριστική διευθέτηση των ΜΕΔ, καίτοι δεν συνιστά πανάκεια για όλα τα τραπεζικά προβλήματα, θα μπορούσε να αποφέρει σημαντικά οφέλη. Δεν είναι εύκολο να εκτιμηθούν οι επιδράσεις της διευθέτησής τους. Ωστόσο, σύμφωνα με ανάλυση βάσει σεναρίων, η αντικατάσταση των ΜΕΔ με εξυπηρετούμενα στοιχεία ενεργητικού θα μπορούσε να αυξήσει τη συνολική αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών της ζώνης του ευρώ κατά περισσότερο από 1 ποσοστιαία μονάδα, σε κάποιες χώρες μάλιστα οι τραπεζικοί τομείς θα κέρδιζαν μέχρι και 5 ποσοστιαίες μονάδες.
Ως εκ τούτου, είναι ουσιώδες να βρεθεί μια λύση για το ζήτημα των ΜΕΔ. Πρέπει πάντως να αναγνωρίσουμε αφενός ότι θα χρειαστεί χρόνος και αφετέρου ότι δεν υπάρχει ένα και μόνο μέσο που ως διά μαγείας θα λύσει το πρόβλημα. Αντιθέτως, θα χρειαστεί μια ολοκληρωμένη στρατηγική που θα περιλαμβάνει ευρύ πλέγμα μέσων. Η ΕΚΤ εργάζεται ήδη προς αυτήν την κατεύθυνση και έχει δώσει σαφείς κατευθύνσεις στις τράπεζες που εποπτεύει άμεσα. Όμως η εποπτική δράση από μόνη της δεν αρκεί. Ο ιδιωτικός τομέας και οι εθνικές και ευρωπαϊκές αρχές πρέπει να αναλάβουν τους δικούς τους ρόλους.
Διάφορα σημαντικά εμπόδια επηρεάζουν τις τιμές των ΜΕΔ, σε διαφορετικό βαθμό μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ. Η αγορά προβληματικών δανείων μπορεί να παραλληλιστεί με την «αγορά λεμονιών». Πρόκειται για μια κατάσταση στην οποία οι επενδυτές ζητούν ασφάλιστρο για να προστατευτούν από την αβεβαιότητα που τους προξενεί η πεποίθηση ότι τράπεζες με καλύτερη πληροφόρηση θα προσπαθήσουν να τους πωλήσουν στοιχεία ενεργητικού των οποίων η πιστωτική ποιότητα είναι χειρότερη από ό,τι μπορεί να φαίνεται. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να περιορίζεται η δραστηριότητα στις αγορές, καθώς οι τιμές που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν οι επενδυτές για ΜΕΔ είναι πολύ χαμηλότερες από τις τιμές στις οποίες οι τράπεζες είναι διατεθειμένες να πωλήσουν.
Οι διαρθρωτικές ανεπάρκειες όσον αφορά την αναγκαστική εκτέλεση απαιτήσεων από δάνεια και την εκποίηση ασφαλειών συμβάλλουν επίσης στην έλλειψη δραστηριότητας στην αγορά. Οι νομικές διαδικασίες για την είσπραξη μιας απλής απαίτησης είναι υπερβολικά χρονοβόρες και δαπανηρές σε πολλές χώρες της ζώνης του ευρώ. Από την πλευρά της ζήτησης, η μεγάλη αβεβαιότητα όσον αφορά τα ποσά και τη χρονική στιγμή ανάκτησης καθώς και διάφοροι παράγοντες που εμποδίζουν την είσοδο στην αγορά, όπως οι απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, αποθαρρύνουν τους επενδυτές.
Αυτά τα συμπτώματα δυσλειτουργίας της αγοράς, που επιδεινώνονται λόγω των νομικών περιορισμών, απαιτούν ανάληψη δράσης σε επίπεδο δημόσιας πολιτικής. Οι ευρωπαϊκές και εθνικές αρχές θα πρέπει να θεσπίσουν μια ολοκληρωμένη στρατηγική που να συνδυάζει μια σειρά κατάλληλων εργαλείων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των ζητημάτων σε σχέση με τα ΜΕΔ στην Ευρώπη. Βασική πτυχή αυτής της στρατηγικής θα είναι η ευθυγράμμιση των κινήτρων μεταξύ των συμμετεχόντων μερών: τραπεζών, επενδυτών και των αρχών.
Φαίνεται ότι υπάρχουν ορισμένα πολλά υποσχόμενα εργαλεία. Οι εθνικές εταιρείες διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (asset management companies -AMC), αν σχεδιαστούν σωστά, μπορούν να επιτύχουν την ελάφρυνση των τραπεζών από βάρη που συνδέονται με ΜΕΔ, καθώς και την ανάκτηση της αξίας των σχετικών στοιχείων ενεργητικού. Ένα σχέδιο -στην ουσία ένα εγχειρίδιο- για τη σύσταση τέτοιων εταιρειών στη ζώνη του ευρώ θα βοηθούσε τις αρχές να εξοικονομήσουν χρόνο και χρήμα. Πέραν του ότι θα διευκρινίζει λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο οι εταιρείες διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού μπορούν να εξασφαλίσουν συμβατότητα με το νομικό πλαίσιο της Ε.Ε., ένα τέτοιο σχέδιο θα πρέπει να προσδιορίζει διεθνείς βέλτιστες πρακτικές που αφορούν βασικές πτυχές των εν λόγω εταιρειών, όπως οι κατηγορίες αποδεκτών στοιχείων ενεργητικού, οι απαιτήσεις συμμετοχής, η αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού, οι κεφαλαιακές και χρηματοδοτικές δομές και η διακυβέρνηση.
Εκτός από τις εταιρείες διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού, οι μηχανισμοί τιτλοποίησης επίσης έχουν τη δυνατότητα να θέσουν σε λειτουργία τη δευτερογενή αγορά ΜΕΔ, ενδέχεται όμως να χρειαστεί δημόσια παρέμβαση προκειμένου να δοθούν ενδείξεις ότι οι κυβερνήσεις είναι αποφασισμένες να προχωρήσουν σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα βελτιώσουν τις αποτιμήσεις των στοιχείων ενεργητικού. Οι πλατφόρμες συναλλαγών ή τα συστήματα εκκαθάρισης για τα ΜΕΔ θα πρέπει επίσης να διερευνηθούν πλήρως, ακόμη και στο επίπεδο της ζώνης του ευρώ, προκειμένου να αυξηθεί η διαφάνεια των ΜΕΔ και να τονωθεί η συναλλακτική δραστηριότητα.
Για να είναι επιτυχείς, πάντως, όλες αυτές οι επιλογές πρέπει απαραιτήτως να δοθεί σημαντική ώθηση στην υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που σχετίζονται με την αναγκαστική εκτέλεση απαιτήσεων από δάνεια και τη μείωση της ασύμμετρης πληροφόρησης.
Αν τα μέτρα αυτά αποκτήσουν αξιοπιστία, οι επενδυτές θα αναγνωρίσουν την αλλαγή πολιτικής και θα πρέπει τελικά να δείξουν προθυμία να πληρώσουν υψηλότερες τιμές για τα ΜΕΔ. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε πρόσφατα ότι θα εκπονήσει πρόταση σχετικά με μια ολοκληρωμένη και συντονισμένη ευρωπαϊκή στρατηγική για την αντιμετώπιση των ΜΕΔ, η οποία θα περιλαμβάνει και σχέδιο για τη σύσταση εθνικών εταιρειών διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού. Σε αυτήν την περίπτωση θα είναι επιτακτική η ανάγκη όλες οι αρμόδιες αρχές να αναλάβουν άμεση και αποφασιστική δράση για την εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων αντιμετώπισης του προβλήματος των ΜΕΔ, ενισχύοντας έτσι την εξελισσόμενη ευρωπαϊκή ανάκαμψη. Χρειάζεται βέβαια επίπονη προσπάθεια, σε πολλά μέτωπα, ούτως ώστε να υλοποιηθούν τα σχετικά οφέλη. Αν θέλουμε όμως να αντιμετωπίσουμε την επιβάρυνση που συνδέεται με τα ΜΕΔ και να αποτρέψουμε την εκ νέου συσσώρευση ΜΕΔ μελλοντικά, στη διάρκεια καθοδικών φάσεων του οικονομικού κύκλου, τα ημίμετρα και η περαιτέρω χρονοτριβή δεν συνιστούν βιώσιμες επιλογές.
* Έννοια που εισήγαγε ο βραβευμένος με Νόμπελ οικονομολόγος Τζορτζ Άκερλοφ στην εργασία του με τίτλο «The Market for Lemons: Quality Uncertainty and the Market Mechanism».