Το μεγάλο «στοίχημα» εξόδου της χώρας στις αγορές επεξεργάζονται πυρετωδώς στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, καθώς, παρά τον δοκιμαστικό χαρακτήρα που θα έχει σε πρώτη φάση, από την επιτυχία του εγχειρήματος θα σταλούν πολλαπλά σήματα εντός και εκτός συνόρων.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Κούρου
[email protected]
Το μεγάλο «στοίχημα» εξόδου της χώρας στις αγορές επεξεργάζονται πυρετωδώς στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, καθώς, παρά τον δοκιμαστικό χαρακτήρα που θα έχει σε πρώτη φάση, από την επιτυχία του εγχειρήματος θα σταλούν πολλαπλά σήματα εντός και εκτός συνόρων.
Για τον λόγο αυτό άλλωστε και το Μέγαρο Μαξίμου διαμηνύει σε όλους τους τόνους ότι δεν χρειάζονται «βιαστικές κινήσεις», αφού γνωρίζει ότι μόνο ένα θετικό αποτέλεσμα θα είναι αποδεκτό για την επιδιωκόμενη αντιστροφή του κλίματος και της ψυχολογίας όσον αφορά το μέλλον της ελληνικής οικονομίας.
Μεσοπρόθεσμα, μετά τη λήξη του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018, και υπό την προϋπόθεση της επιτυχούς ολοκλήρωσής του, ο σχεδιασμός προβλέπει την πλήρη έξοδο στις αγορές, αλλά με «δεκανίκι» μια προληπτική γραμμή στήριξης από τον ESM.
Θα υπάρχει δηλαδή μια δικλίδα ασφαλείας, από κεφάλαια που θα περισσέψουν (περίπου 30 δισ. ευρώ), από το δανειακό πρόγραμμα των 86 δισ. ευρώ και τα οποία θα αποτελούν εγγύηση και θα καλύπτουν περιπτώσεις κατά τις οποίες η Ελλάδα δεν θα μπορεί να καλύπτει από τις αγορές τις δανειακές της ανάγκες (αναλυτικό ρεπορτάζ για τη λειτουργία της προληπτικής γραμμής στη διπλανή σελίδα).
Η εμπιστοσύνη εξάλλου των αγορών, ανεξάρτητα από την ένταξη ή μη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, είναι σημαντικό «διαβατήριο» για ολική επαναφορά σε αναπτυξιακή τροχιά, καθώς θα αποτελέσει ισχυρό κίνητρο για την προσέλκυση επενδύσεων.
Σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε κίνηση στη «σκακιέρα» των αγορών προϋποθέτει προηγούμενη έγκριση από τους δανειστές, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι γνωρίζουν πως η πρώτη νέα έκδοση ομολόγων του Δημοσίου δεν θα αποσκοπεί στην κάλυψη δανειακών αναγκών, αλλά πρωτίστως μια αναγνωριστική «βολή» για την καμπύλη αποδόσεων που μπορεί να επιτευχθεί για κάθε διάρκεια ομολόγων.
Όπως έχει γράψει η «Ν», η κυβέρνηση θα ήθελε να εκδοθεί το πρώτο ομόλογο στις 17 Ιουλίου, όταν λήγει ο τριετής τίτλος που είχε εκδοθεί τον Ιούλιο του 2014, και είναι ύψους 2,089 δισ. ευρώ, ώστε να αναχρηματοδοτηθεί.
Ωστόσο, στην κατεύθυνση αυτή δεν βοήθησε η παρέμβαση του επικεφαλής της ΕΚΤ, Μ. Ντράγκι, που απέκλεισε την άμεση ένταξη στο QE, όπως και η «ήπια» αναβάθμιση της Moody’s, η οποία διατήρησε τη βαθμολογία στη ζώνη του «C», ενώ εκτιμάται πως εάν η πιστοληπτική ικανότητα αναβαθμιζόταν στην περιοχή του «Β», ο δρόμος των αγορών θα ήταν πιο ανοιχτός.
Οι πιθανές ημερομηνίες
Με τα δεδομένα αυτά το οικονομικό επιτελείο έχει ήδη αρχίσει να επεξεργάζεται διάφορα σενάρια για τον χρόνο στον οποίο θα επιχειρήσει τη «μεγάλη» έξοδο, που θα ανάψει το «πράσινο φως» για ένα νέο αφήγημα σε πολιτικό επίπεδο.
Στο πλαίσιο αυτό εξετάζεται το ενδεχόμενο εάν θα μπορούσε η πρώτη προσπάθεια να γίνει στις 27 τρέχοντος, ή το φθινόπωρο, ή θα ήταν προτιμότερο να επιχειρηθεί στις αρχές του 2018.
Στις 27 Ιουλίου
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι για έξοδο στις αγορές στις 27 Ιουλίου απαραίτητη προϋπόθεση είναι η «αξιολόγηση» από τη Standard & Poor’s στις 21 του μήνα να είναι θετική.
Μια αναβάθμιση από τον συγκεκριμένο οίκο, σε συνδυασμό με την πρόσφατη της Moody’s, θα δημιουργήσει ένα θετικό κλίμα.
Ωστόσο, η συγκεκριμένη προσπάθεια ενέχει τον κίνδυνο ότι θα προηγείται της έγκρισης του προγράμματος του ΔΝΤ, η οποία, με βάση όλες τις ενδείξεις και τα μηνύματα των εκπροσώπων του Ταμείου, θα επισημαίνει εκ νέου ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο.
Γεγονός το οποίο αναμφισβήτητα θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στη δεύτερη προσπάθεια εξόδου στις αγορές και θα φέρει το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Το φθινόπωρο
Με το σκεπτικό αυτό, στο οικονομικό επιτελείο θεωρούν ότι ενδεχομένως μια έξοδος στις αγορές το φθινόπωρο θα έχει ουσιαστικότερα αποτελέσματα, όχι μόνο οικονομικά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο κυβερνητικό επιτελείο αρκετές είναι οι φωνές που πιστεύουν ότι θα πρέπει να προηγηθούν οι γερμανικές εκλογές, αλλά και ο σχηματισμός κυβέρνησης στην Ολλανδία, οπότε και αναμένεται να τεθεί για μια ακόμη φορά επί τάπητος το θέμα του ελληνικού χρέους και των μεσοπρόθεσμων μέτρων απομείωσής του.
Ο «κίνδυνος» εξόδου στην περίπτωση αυτή στις αγορές θα είναι μικρότερος, αφού όλοι ελπίζουν ότι θα έχει αποσαφηνιστεί και η ένταξη ή μη της χώρας μας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ενώ θα ανοίγει τον δρόμο για μια δεύτερη έξοδο σε σύντομο χρονικό διάστημα, στις αρχές του επομένου έτους.
Αρχές 2018
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η έξοδος στις αγορές στις αρχές του 2018 έχει τους περισσότερους «οπαδούς» στο κυβερνητικό στρατόπεδο, καθώς συγκεντρώνει περισσότερα θετικά αποτελέσματα.
Πρώτα απ’ όλα η κυβέρνηση θα έχει το πλεονέκτημα, εκτός απροόπτου, να παρουσιάσει μια ακόμη επιτυχημένη δημοσιονομικά χρονιά, ενώ ταυτόχρονα με βάση τις υπάρχουσες σήμερα εκτιμήσεις η οικονομία θα έχει εισέλθει σε θετικό ρυθμό ανάπτυξης και ως εκ τούτου θα είναι θέμα χρόνου και η εφαρμογή των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους.
Εν αναμονή ΕΚΤ
Την τελική απόφαση βέβαια για τον χρόνο εξόδου στις αγορές θα λάβει ο πρωθυπουργός, ενώ σημαντικό ρόλο σε αυτή αναμένεται να παίξουν και οι επικείμενες ανακοινώσεις αύριο Πέμπτη του επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, για το εάν θα προχωρήσει τελικά στον περιορισμό του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης. Ενδεχόμενο το οποίο φυσικά θα επηρεάσει τη στρατηγική των τοποθετήσεων των θεσμικών επενδυτών στα ομόλογα της Ευρωζώνης.