Σε κίνδυνο θέτει τα θεμέλια της ευρωπαϊκής ναυτιλίας η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού (DG Compp), εξαιτίας της διαιώνισης της έρευνας που διεξάγει για το ελληνικό θεσμικό πλαίσιο στη ναυτιλία. Η ελληνική ναυτιλία, η μεγαλύτερη ναυτιλία στον κόσμο, που αντιπροσωπεύει τον μισό ευρωπαϊκό στόλο και το 20% της παγκόσμιας χωρητικότητας, είναι πλέον πιθανό να «αλλάξει» έδρα και να μετεγκατασταθεί εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενδεχομένως ακόμα και στο Λονδίνο.
Από την έντυπη έκδοση
Του Αντώνη Τσιμπλάκη
[email protected]
Σε κίνδυνο θέτει τα θεμέλια της ευρωπαϊκής ναυτιλίας η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού (DG Compp), εξαιτίας της διαιώνισης της έρευνας που διεξάγει για το ελληνικό θεσμικό πλαίσιο στη ναυτιλία. Η ελληνική ναυτιλία, η μεγαλύτερη ναυτιλία στον κόσμο, που αντιπροσωπεύει τον μισό ευρωπαϊκό στόλο και το 20% της παγκόσμιας χωρητικότητας, είναι πλέον πιθανό να «αλλάξει» έδρα και να μετεγκατασταθεί εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενδεχομένως ακόμα και στο Λονδίνο.
Σαφές μήνυμα προς τις Βρυξέλλες για τους κινδύνους που συνεπάγονται οι χειρισμοί της Γενικής Διεύθυνσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανταγωνισμού στέλνει ο πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών Θεόδωρος Βενιάμης.
Στο μήνυμά του, στην ετήσια έκθεση της ΕΕΕ, ο κ. Βενιάμης επισημαίνει ότι «το έτος 2017 έχει ανακηρυχθεί “Έτος Ευρωπαϊκής Ναυτιλίας”. Είναι όμως παράδοξο το ότι ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδιώκει ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ναυτιλίας της, προβαίνει σε ενέργειες που κλονίζουν τη νομική βεβαιότητα και την ασφάλεια δικαίου της ναυτιλιακής δραστηριότητας στην Ευρώπη», ενώ προσθέτει χαρακτηριστικά:
«Στο πλαίσιο αυτό, η διαιώνιση της εκκρεμούς διερεύνησης από τις υπηρεσίες της Γενικής Διευθύνσεως Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του ελληνικού θεσμικού πλαισίου για την ελληνική ναυτιλία, που εκπροσωπεί το 50% του κοινοτικού στόλου, δημιουργεί αβεβαιότητα και θέτει σε κίνδυνο τη μισή ναυτιλία της Ευρώπης. Το ενδεχόμενο μετεγκατάστασης σε φιλόξενες ναυτιλιακές χώρες εκτός Ευρώπης, ή ίσως και εντός Ευρώπης αλλά εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, φαίνεται να μην αποτελεί πια υποθετικό σενάριο».
Αντίθετα με την ανησυχία που έχουν προκαλέσει οι κινήσεις της DG Comp, η ελληνική πολιτεία μαζί με τον εφοπλισμό θεωρούν ότι η ναυτιλία των Ελλήνων πρέπει να παραμείνει διεθνώς ανταγωνιστική για να μπορέσει να μεγιστοποιήσει τα συνακόλουθα οφέλη, οικονομικής, πολιτικής και στρατηγικής φύσης για τη χώρα, αλλά και για την Ευρώπη, ιδιαίτερα έναντι του σκληρού ανταγωνισμού από μεγάλα ναυτιλιακά κέντρα εκτός Ευρώπης.
Χαρακτηριστικό των δεδομένων που αντιμετωπίζουν οι ναυτιλιακές εταιρείες στην παγκόσμια σκακιέρα της ανταγωνιστικότητας είναι και η έρευνα της Deloitte που έγινε για λογαριασμό της ECSA και η οποία δείχνει, αναφορικά με τα φορολογικά και οικονομικά κίνητρα, ότι το πλαίσιο που ακολουθείται στην Ε.Ε. παρουσιάζεται λιγότερο ελκυστικό σε σχέση με άλλες αγορές, κυρίως όσον αφορά τα κριτήρια που πρέπει να πληρούνται για την απόκτηση σημαίας κράτους της Ε.Ε., καθώς και την ποσόστωση της σημαίας που έχει θεσπιστεί για τη διατήρηση του tonnage tax. Η Deloitte σημειώνει επίσης ότι η εφαρμογή αποτελεσματικής φορολογικής πολιτικής αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη διατήρηση σημαντικού μεριδίου στον παγκόσμιο χάρτη της ναυτιλίας.
Ακόμα ένα σημαντικό ανταγωνιστικό μειονέκτημα που παρουσιάζεται αφορά το κανονιστικό πλαίσιο της Ε.Ε. και την εφαρμογή κανονισμών με βάσιμα μεν νομικά κριτήρια, ωστόσο η έλλειψη ευελιξίας και φιλικών προς τις επιχειρήσεις πρακτικών αποτελεί μειονέκτημα για τους πλοιοκτήτες, από τη στιγμή που τα διεθνή ναυτιλιακά κέντρα διευκολύνουν συνήθως την ομαλή λειτουργία των ναυτιλιακών επιχειρήσεων.
Το τρίτο βασικότερο κενό στη ναυτιλιακή πολιτική της Ε.Ε. εμφανίζεται στην ελκυστικότητα της σημαίας και το νομοθετικό πλαίσιο για τη ναυτιλιακή δραστηριότητα εν γένει. Σύμφωνα με την έρευνα, η ευρωπαϊκή νομοθεσία για την ποντοπόρο ναυτιλία επιβάλλει αυστηρά standards για τα πλοία που φέρουν ευρωπαϊκή σημαία και τους πλοιοκτήτες τους, επιβάλλοντας επιπρόσθετα τεχνικά και διοικητικά κριτήρια σε σχέση με ανταγωνιστικές αγορές όπως η Σιγκαπούρη που δεν εφαρμόζει πρόσθετους κανονισμούς, πέραν των διεθνών ναυτιλιακών οδηγιών, χωρίς ταυτόχρονα να επηρεάζεται η ποιότητα της σημαίας της.
Αύξηση εισροών 20%
Η ελληνική ναυτιλία, η οποία δεν αποτέλεσε ποτέ μέρος της κρίσης χρέους του ελληνικού κράτους, γνώρισε σημαντικές διαταραχές στην καθημερινή λειτουργία της εξαιτίας των περιορισμών στις κινήσεις κεφαλαίων. Ως εκ τούτου, ένας σημαντικός αριθμός ναυτιλιακών επιχειρήσεων αναγκάστηκε να μεταφέρει έσοδα των πλοίων στο εξωτερικό. Ως θετικό καταγράφεται το γεγονός ότι στο διάστημα Ιουλίου -Δεκεμβρίου 2016 οι εισροές ξένου συναλλάγματος ανήλθαν σε 4,22 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση σχεδόν 20% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2015 που ήταν 3,54 δισ. ευρώ. Συνολικά, το 2016 οι εισροές στο ισοζύγιο πληρωμών από τη ναυτιλία ήταν 7,81 δισ. ευρώ, σημειώνοντας μείωση 22% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2015 που ήταν 9,97 δισ. ευρώ.
Οι εισροές από τη ναυτιλία τα δύο τελευταία χρονιά (2015-2016) σημείωσαν μείωση 29,4% σε σχέση με τα έτη 2013-2014, ως αποτέλεσμα των περιορισμών στη διακίνηση κεφαλαίων.
Παρ’ όλες τις αρνητικές εξελίξεις, η ναυτιλία παραμένει ένας από τους δύο πυλώνες της ελληνικής οικονομίας, καθώς επί δεκαετίες συνεισφέρει σταθερά στην ελληνική οικονομία με ποικίλους τρόπους, προβάλλοντας ταυτόχρονα το προφίλ της χώρας διεθνώς. Οι εισροές από τη ναυτιλία στο ισοζύγιο πληρωμών ανέρχονται περίπου στα 136 δισ. ευρώ για τα έτη 2007-2016. Δηλαδή, 16% περισσότερο από τον άλλο σημαντικό οικονομικό τομέα, τον τουρισμό, ο οποίος συνεισέφερε περίπου 117 δισ. ευρώ κατά την ιδία δεκαετία. Η ναυτιλιακή βιομηχανία απασχολεί περίπου 200.000 άτομα, ενώ η Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών (ΕΕΕ) έχει επανειλημμένα υπογραμμίσει τη δυνατότητα της βιομηχανίας να προσφέρει επιπλέον ευκαιρίες απασχόλησης στους Έλληνες για μια σταδιοδρομία στη θάλασσα μέσα σε ένα διεθνώς ανταγωνιστικό πλαίσιο.
Παρά τις προαναφερθείσες δυσμενείς οικονομικές συνθήκες παγκοσμίως αλλά και στην Ελλάδα, η ελληνική ναυτιλία έδειξε για μια ακόμη φορά σθένος διατηρώντας την ηγετική της θέση σε διεθνές επίπεδο. Ο στόλος ανέρχεται σε 4.585 πλοία (πλοία αινώ των 1.000 g), χωρητικότητας 342,75 εκατ. τόνων (dwt) -αύξηση περίπου 0,5% σε σχέση με το προηγούμενο εκτός- που αντιπροσωπεύει το 19,19% του παγκόσμιου στόλου σε dwt και το 48,29% του στόλου της Ε.Ε.