Στη σημασία της αγοράς των εταιρικών ομολόγων ως εργαλείου ενίσχυσης της ελληνικής κεφαλαιαγοράς αλλά και της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, καθώς και συνολικά στον ρόλο του ιδιωτικού τομέα ως παράγοντα ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, εστίασε ο κ. Ευάγγελος Μυτιληναίος, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ομώνυμης εταιρείας, στο πλαίσιο της έναρξης της διαπραγμάτευσης του εταιρικού της ομολόγου στην κατηγορία τίτλων σταθερού εισοδήματος.
Από την έντυπη έκδοση
Της Λέττας Καλαμαρά
[email protected]
Στη σημασία της αγοράς των εταιρικών ομολόγων ως εργαλείου ενίσχυσης της ελληνικής κεφαλαιαγοράς αλλά και της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, καθώς και συνολικά στον ρόλο του ιδιωτικού τομέα ως παράγοντα ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, εστίασε ο κ. Ευάγγελος Μυτιληναίος, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ομώνυμης εταιρείας, στο πλαίσιο της έναρξης της διαπραγμάτευσης του εταιρικού της ομολόγου στην κατηγορία τίτλων σταθερού εισοδήματος. Ο κ. Μυτιληναίος χτύπησε το παραδοσιακό καμπανάκι για την έναρξη της συνεδρίασης του Χρηματιστηρίου Αθηνών, σηματοδοτώντας με αυτόν τον τρόπο την προσπάθεια του ελληνικού χρηματιστηρίου να ανταποκριθεί στις σύγχρονες απαιτήσεις των ελληνικών επιχειρήσεων του μεγέθους και των δυνατοτήτων όπως η εταιρεία Μυτιληναίος.
Ο διευθύνων σύμβουλος του Ομίλου του Χρηματιστηρίου Αθηνών Σωκράτης Λαζαρίδης, κατά την υποδοχή της εταιρείας στην εκδήλωση, αφού συνεχάρη τα στελέχη των αναδόχων της έκδοσης, σημειώνοντας τη συμβολή της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) στη στήριξη της αγοράς ομολόγων, τόνισε πως «η συγκεκριμένη έκδοση εδραιώνει την πεποίθηση ότι η ελληνική αγορά μπορεί να προσελκύσει επενδυτές και να καλύψει εκδόσεις οι οποίες είναι κατάλληλα δομημένες από τις επιχειρήσεις και ορθά διατυπωμένες από τους αναδόχους. Η Μυτιληναίος αποτελεί παράδειγμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο του πώς μια εταιρεία που αξιοποίησε την πρώτη πανευρωπαϊκά σχεδιασμένη αγορά για μικρομεσαίες επιχειρήσεις -την Παράλληλη Αγορά- ανέπτυξε αποτελεσματικά τη δυναμική της στο πλαίσιο της κεφαλαιαγοράς και πέτυχε μέσα σε είκοσι χρόνια να γίνει μια από τις μεγαλύτερες εισηγμένες εταιρείες στο Ελληνικό Χρηματιστήριο».
Από την πλευρά του ο κ. Ευάγγελος Μυτιληναίος αφού ευχαρίστησε όλους τους συμμετέχοντες στο έργο έκδοσης του ομολόγου δήλωσε χαρακτηριστικά πως «αναμένουμε την ανάπτυξη και αυτής της αγοράς στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Ελπίζουμε στον εμπλουτισμό της με νέες εκδόσεις στο μέλλον. Πιστεύουμε ότι τα εταιρικά ομόλογα είναι το κατάλληλο εργαλείο ώστε η χρηματοδότηση των αναπτυξιακών αναγκών των επιχειρήσεων να μπορεί να γίνει μέσω των χρηματιστηριακών αγορών». Σύμφωνα με τον κ. Μυτιληναίο «ο τραπεζικός δανεισμός και το σύνολο των υπηρεσιών που παρέχει ο τραπεζικός τομέας είναι σε φάση μεταλλαγής. Η παροχή συμβουλών, η υποστήριξη των βραχυπρόθεσμων αναγκών ρευστότητας και η εφαρμογή εξιδεικευμένων χρηματοοικονομικών εργαλείων ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε πελάτη είναι το ζητούμενο πλέον από τις τράπεζες. Η μακροπρόθεσμη επενδυτική χρηματοδότηση θα πρέπει πλέον να αναζητάται στις κεφαλαιαγορές».
Στην υποδοχή του μεγαλύτερου εταιρικού ομολόγου που εκδόθηκε στη νεοσύστατη ελληνική αγορά εταιρικών ομολόγων στο Χ.Α. εστίασε ο πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Χαράλαμπος Γκότσης. Και τόνισε πως «αποτελεί ένα οικονομικό γεγονός μεγάλης σημασίας για την εθνική μας οικονομία. Σταδιακά η αγορά αποκτά ένα μέγεθος που πρωτογενώς προσφέρει τη δυνατότητα σε υγιείς επιχειρήσεις να αντλήσουν σημαντικά κεφάλαια απευθείας από τους επενδυτές, ενώ σχηματίζεται και η δευτερογενής αγορά για να μπορεί κάποιος που χρειάζεται ρευστότητα να απεγκλωβιστεί.
Ο πρόεδρος της Ένωσης Εισηγμένων Εταιρειών (ΕΝΕΙΣΕΤ) Παναγιώτης Δράκος κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης επεσήμανε ότι «η ιδιωτική πρωτοβουλία αξίζει πολλά και μπορεί να φέρει ακόμα περισσότερα αποτελέσματα παρά τις δυσκολίες της διαδρομής».
Με 3,1%
Ο πρόεδρος & διευθύνων σύμβουλος της ομώνυμης εταιρείας Ευάγγελος Μυτιληναίος σημείωσε: «Δανειστήκαμε από ιδιώτες αλλά και θεσμικούς επενδυτές με επιτόκιο 3,1%. Αυτό το ανταγωνιστικό κόστος χρηματοδότησης δείχνει και τον δρόμο της ανάκαμψης της οικονομίας μέσω της ανάπτυξης των επιχειρήσεων σε ένα περιβάλλον αγοράς. Μια αγορά που θα μπορεί να φιλοξενήσει και μεγάλες αλλά και μικρότερες εταιρείες, μέχρι και start-up. Δεν υπάρχει άλλωστε εναλλακτική λύση. Η ευημερία και η πρόοδος των επιχειρήσεων είναι μόνη επιλογή».