«Eνώ το επίπεδο των ερευνητών μας είναι υψηλό, υστερούμε στην αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της δουλειάς τους. Η συμμετοχή των ιδιωτικών κεφαλαίων στην έρευνα στις Σκανδιναβικές χώρες κινείται πάνω από το 70%, με το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα να βρίσκεται στο 30%. Αυτή είναι η πραγματικότητα και αυτή την πραγματικότητα πρέπει να αλλάξουμε, προκειμένου να βελτιώσουμε την ανταγωνιστικότητα και να ενδυναμώσουμε την εξωστρέφεια της εθνικής μας οικονομίας», τόνισε, μεταξύ άλλων, ο υφυπουργός Ανάπτυξης Γιάννης Παπαθανασίου σε εκδήλωση του Υπουργείου Ανάπτυξης με θέμα: «Επενδύουμε στην Ερευνα, συνεργαζόμαστε για την Ανάπτυξη».
«Το Υπουργείο Ανάπτυξης και η πολιτική του ηγεσία υποστηρίζει με κάθε τρόπο τις ερευνητικές προσπάθειες των επιστημόνων και ιδιαίτερα αυτές που οδηγούν στη σχεδίαση και κατασκευή νέων προϊόντων.
Στα πλαίσια αυτά, έχουμε στόχο να αυξηθεί σταδιακά μέχρι το 2010 το ποσοστό του ΑΕΠ που διατίθεται από εθνικούς πόρους για ερευνητικούς σκοπούς.
Ταυτόχρονα όμως, περιμένουμε και από τον ιδιωτικό τομέα να επιδείξει ανάλογη συμπεριφορά, τριπλασιάζοντας τη συνεισφορά του στη χρηματοδότηση της έρευνας, από περίπου 0,20% του ΑΕΠ, που είναι σήμερα, σε 0,60% του ΑΕΠ. Για να φθάσουν οι δαπάνες για έρευνα στο 1,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2010... Το σημαντικότερο όμως είναι, ότι το θέμα της επένδυσης στην καινοτομία αφορά και τις μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις, καθώς συνδέεται άμεσα με τη διασφάλιση της ύπαρξής τους. Από την άλλη πλευρά, οι ερευνητικοί φορείς πρέπει να αντιληφθούν, ότι η άμεση συνεργασία με τις επιχειρήσεις είναι αυτή η οποία μπορεί να οδηγήσει στην αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνάς τους, αλλά ακόμη περισσότερο, στην ανάδειξη προβλημάτων, των οποίων η λύση θα δώσει νέες διεξόδους στην ερευνητική δραστηριότητα, σε τομείς κρίσιμους για τη χώρα μας.
Σύμφωνα με την έκδοση του Οκτωβρίου 2006 από τη γενική διεύθυνση έρευνας της Ευρωπαϊκής ένωσης, όσον αφορά τις επιδόσεις σχετικά με επενδύσεις σε βιομηχανική έρευνα και ανάπτυξη, η Ελλάδα διαθέτει μόνο 6 επιχειρήσεις μέσα στις 1.000 πρώτες στη λίστα, με την πρώτη εμφάνιση περίπου στην 300η θέση, και τις υπόλοιπες μετά την 650η».