Η ΕΚΤ δεν θεωρεί επαρκή την απόφαση του Eurogroup της 15ης Ιουνίου για το δημόσιο χρέος, ώστε να μπορέσει να προχωρήσει σε μια ανάλυση της βιωσιμότητάς του και κατ’ επέκταση να εντάξει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Η ΕΚΤ δεν θεωρεί επαρκή την απόφαση του Eurogroup της 15ης Ιουνίου για το δημόσιο χρέος, ώστε να μπορέσει να προχωρήσει σε μια ανάλυση της βιωσιμότητάς του και κατ’ επέκταση να εντάξει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Η παραπάνω διαπίστωση προκύπτει από τη γραπτή απάντηση του προέδρου της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι προς τον ευρωβουλευτή Νίκο Χουντή.
Σε ερώτηση του Έλληνα ευρωβουλευτή εάν η ΕΚΤ έχει ολοκληρώσει τη δική της ανάλυση για τη βιωσιμότητα του χρέους, ο κ. Ντράγκι απαντάει ότι οι εμπειρογνώμονες της τράπεζας δεν είναι επί του παρόντος σε θέση να κάνουν κάτι τέτοιο. Κι αυτό γιατί όπως εξηγεί: «Ο βαθμός λεπτομέρειας όσον αφορά τα μέτρα για το χρέος που αναφέρονται στη δήλωση του Εurogroup της 15ης Ιουνίου εξακολουθεί να μην επαρκεί για την ορθή αξιολόγηση τόσο της ποσοτικής επίδρασης των μέτρων αυτών όσο και της χρονικής στιγμής κατά την οποία θα εκδηλωθεί ο αντίκτυπός τους στη δυναμική του ελληνικού δημόσιου χρέος σύμφωνα με διάφορα σενάρια». Κατά συνέπεια, έως ότου δοθούν επαρκείς λεπτομέρειες για τα μέτρα που αφορούν το χρέος, εξακολουθούν να υφίστανται σοβαροί προβληματισμοί σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους, τονίζει.
Πάντως, ο κ. Ντράγκι επισημαίνει ότι λαμβάνει υπ’ όψιν τις συζητήσεις στο πλαίσιο του Εurogroup, τις οποίες θεωρεί ότι αποτελούν ένα πρώτο βήμα προς τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους.
Στη συνέχεια και απαντώντας σε άλλο σκέλος της ερώτησης σχετικά με τη δυνητική επίδραση στο κόστος δανεισμού της Ελλάδας από την ενδεχόμενη ένταξή της στο πρόγραμμα της ΕΚΤ για την αγορά τίτλων του δημόσιου τομέα, ο κ. Ντράγκι αναφέρει ότι το διοικητικό συμβούλιο θα αποφασίσει με ανεξαρτησία αν και με ποιον τρόπο θα διενεργηθούν αγορές ελληνικών κρατικών χρεογράφων στο πλαίσιο του προγράμματος, όσο και άλλα ζητήματα που αφορούν τη διαχείριση κινδύνων.
Επιπλέον τονίζει ότι το πρόγραμμα αποτελεί μέρος του διευρυμένου προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού, είναι ένα μέτρο νομισματικής πολιτικής για την αντιμετώπιση των κινδύνων που εγκυμονεί μια υπέρμετρα παρατεταμένη περίοδος χαμηλού πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ και δεν έχει σχεδιαστεί για να στοχεύει στην εξέλιξη των αποδόσεων σε επιμέρους χώρες της ζώνης του ευρώ.
Τέλος, ερωτηθείς σχετικά με το επιτόκιο δανεισμού που θα επέτρεπε στην Ελλάδα να αντλήσει κεφάλαια από τις αγορές χωρίς να χειροτερεύσουν οι προοπτικές για το χρέος της, απάντησε ότι αυτό δεν εξαρτάται μόνο από το μελλοντικό επιτόκιο, αλλά και από τη διαφορά του σε σχέση με τον αναμενόμενο ονομαστικό ρυθμό ανάπτυξης της Ελλάδας. «Η βελτίωση των προοπτικών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα δημιουργούσε την ικανότητα απορρόφησης υψηλότερου επιτοκίου δανεισμού χωρίς αρνητικές συνέπειες για τη βιωσιμότητα του χρέους» ανέφερε.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΚΤ είναι ουσιώδες για την Ελλάδα να επανενεργοποιηθεί περαιτέρω η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής με την εφαρμογή στρατηγικής που οδηγεί σε ενίσχυση των ισολογισμών των τραπεζών (π.χ. μέσω της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και άλλων μέτρων που απαιτούνται στο πλαίσιο του υφιστάμενου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής και για την επίτευξη των στόχων του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού σε σχέση με τα εν λόγω δάνεια). Πρόκειται για μια σημαντική πορεία προς τη διαρκή μείωση της διαφοράς των επιτοκίων χορηγήσεων μεταξύ της Ελλάδας και της ζώνης του ευρώ η οποία θα στηρίξει την πιστωτική επέκταση στην ελληνική οικονομία, καταλήγει.