Σημαντικά χαμηλότερη φαίνεται πως θα είναι τελικά η επιβάρυνση των λογαριασμών ρεύματος για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, ώστε να καλυφθούν οι δαπάνες της ΔΕΗ για τις Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ) των ετών 2012-2015. Έτσι, τη στιγμή που η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού υποστηρίζει πως για τη συγκεκριμένη τετραετία πρέπει να ανακτήσει ακόμη 735,09 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με πληροφορίες της «Ν», η επανεξέταση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) καταλήγει σε ένα μικρότερο ποσό τουλάχιστον κατά 300 εκατ. ευρώ.
Από την έντυπη έκδοση
Του Κώστα Δεληγιάννη
[email protected]
Σημαντικά χαμηλότερη φαίνεται πως θα είναι τελικά η επιβάρυνση των λογαριασμών ρεύματος για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, ώστε να καλυφθούν οι δαπάνες της ΔΕΗ για τις Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ) των ετών 2012-2015. Έτσι, τη στιγμή που η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού υποστηρίζει πως για τη συγκεκριμένη τετραετία πρέπει να ανακτήσει ακόμη 735,09 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με πληροφορίες της «Ν», η επανεξέταση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) καταλήγει σε ένα μικρότερο ποσό τουλάχιστον κατά 300 εκατ. ευρώ.
Η επανεξέταση έγινε στο πλαίσιο των προτάσεων που ετοιμάζει η Αρχή για τη νομοθετική ρύθμιση αναπροσαρμογής των Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας, τις οποίες στοχεύει να υποβάλει στο υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) μέσα στην τρέχουσα εβδομάδα. Ο έλεγχος, μάλιστα, της ΡΑΕ για τα έτη 2012-2015 περιλαμβάνεται στα 113 προαπαιτούμενα που καλείται να κάνει πράξη η κυβέρνηση, με βάση την έκθεση συμμόρφωσης της Κομισιόν που εκδόθηκε μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος.
Όπως ανέφερε η «Ν» στο φύλλο της περασμένης Παρασκευής, παρουσιάζοντας τα 113 προαπαιτούμενα, η προσαρμογή των ΥΚΩ θα πρέπει να γίνει όχι αργότερα από τον Ιούνιο, κατόπιν της πρότασης της ΡΑΕ, ώστε το σχετικό έλλειμμα της ΔΕΗ να καλυφθεί όχι αργότερα από τον Δεκέμβριο του 2022.
Υποανάκτηση για την τετραετία
Οι Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας συγκαταλέγονται στις λεγόμενες ρυθμιστικές χρεώσεις, που περιλαμβάνονται σε όλους τους λογαριασμούς ρεύματος και είναι ίδιες ανεξαρτήτως παρόχου. Αν και στις εν λόγω υπηρεσίες περιλαμβάνονται και οι δαπάνες για το κοινωνικό τιμολόγιο, κυρίως αφορούν τα αυξημένα λειτουργικά έξοδα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στα μη διασυνδεδεμένα νησιά, όπου οι μονάδες χρησιμοποιούν καύσιμο (μαζούτ), το οποίο είναι ακριβότερο από το ενεργειακό μίγμα στο διασυνδεδεμένο σύστημα (λιγνίτης, φυσικό αέριο, υδροηλεκτρικά).
Έτσι, το έλλειμμα προέκυψε από το γεγονός ότι για την περίοδο 2012-2015 η χρέωση (και επομένως τα αντίστοιχα έσοδα από τους λογαριασμούς) υπολογιζόταν με μία μεθοδολογία που δεν κάλυπτε τα πραγματικά έξοδα για την ηλεκτροδότηση των νησιών. Σύμφωνα με τη ΔΕΗ, μάλιστα, η διαφορά εσόδων-εξόδων ήταν ιδιαίτερα μεγάλη το 2012 (στα 190,34 εκατ. ευρώ) και το 2013 (στα 260,65 εκατ. ευρώ), με συνέπεια η υποανάκτηση για όλη την τετραετία, και επομένως τα χρήματα που έχει τώρα να λαμβάνει, να αγγίζουν τα 735,09 εκατ. ευρώ. Όπως προαναφέρθηκε, ο υπολογισμός της ΡΑΕ περιορίζει αισθητά την «ψαλίδα» και επομένως το ποσό υποανάκτησης, αναθεωρώντας το προς τα κάτω κατά τουλάχιστον 300 εκατ. ευρώ. Για να καταλήξει στη δική της ανεξάρτητη εκτίμηση, η Αρχή πραγματοποίησε πολύμηνη έρευνα, με δεδομένα όχι μόνο της ΔΕΗ, αλλά και από όλους τους φορείς που εμπλέκονται στην ηλεκτροδότηση των μη διασυνδεδεμένων νησιών, όπως για παράδειγμα τον ΑΔΜΗΕ και τον ΔΕΔΔΗΕ.
Μικρότερες αυξήσεις στους λογαριασμούς
Σε κάθε περίπτωση, η εκτίμηση της ΡΑΕ «μεταφράζεται» σε μικρότερες αυξήσεις στους λογαριασμούς ρεύματος, από τους οποίους θα πρέπει να καλυφθεί το αντίστοιχο έλλειμμα της ΔΕΗ. Μάλιστα, το γεγονός ότι η διορία για τον μηδενισμό του ελλείμματος φθάνει μέχρι το 2022, όπως αναφέρεται στο σχετικό προαπαιτούμενο, δίνει τη δυνατότητα επιμερισμού της αύξησης σε αρκετά μεγάλο βάθος χρόνου, με συνέπεια να είναι αρκετά μικρή η επιβάρυνση ανά μηνιαίο ή διμηνιαίο λογαριασμό.
Στις προτάσεις της ΡΑΕ θα περιλαμβάνεται επίσης η αναμόρφωση των κλιμάκων χρέωσης των ΥΚΩ, ώστε να μην εκτινάσσεται η αντίστοιχη επιβάρυνση με την αύξηση της κατανάλωσης. Με τον σημερινό τρόπο υπολογισμού, τον οποίο είχε χαρακτηρίσει «στρεβλό» ο πρόεδρος της ΡΑΕ στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, όταν κάποιος καταναλωτής ξεπεράσει κάποια από τις κλίμακες (π.χ. 1.600 κιλοβατώρες) τότε δεν χρεώνεται με τη μεγαλύτερη χρέωση μόνο για τις κιλοβατώρες που ξεπερνούν αυτό το όριο, αλλά για το σύνολο της κατανάλωσής του.