Σε εξαιρετικά υψηλά και ανησυχητικά επίπεδα εξακολουθεί να βρίσκεται ο αριθμός των μακροχρόνια ανέργων στη χώρα μας, παρά τη σταδιακή μείωση του συνολικού αριθμού των ανθρώπων που βρίσκονται εκτός της αγοράς εργασίας τα τελευταία χρόνια.
Από την έντυπη έκδοση
Του Στέλιου Παπαπέτρου
[email protected]
Σε εξαιρετικά υψηλά και ανησυχητικά επίπεδα εξακολουθεί να βρίσκεται ο αριθμός των μακροχρόνια ανέργων στη χώρα μας, παρά τη σταδιακή μείωση του συνολικού αριθμού των ανθρώπων που βρίσκονται εκτός της αγοράς εργασίας τα τελευταία χρόνια.
Σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία, έχουμε 779.200 μακροχρόνια ανέργους (70% πάνω από 1 χρόνο), ενώ από το γενικό σύνολο του 1.114.700 ανέργων οι 369.400 -ένας στους τρεις- είναι άνεργοι για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων ετών!
Επισημαίνεται ότι η ανεργία του πρώτου τριμήνου του 2017 ήταν στο 23,3%, δηλαδή μειωμένη κατά 1,6% σε σύγκριση με το αντίστοιχο πρώτο τρίμηνο του 2016, που ήταν στο 24,9%.
Όμως, παρά τη μείωση του συνολικού αριθμού των ανέργων, από τα ίδια στοιχεία προκύπτει ότι αυξήθηκε, έστω οριακά, κατά 0,8% ο αριθμός των ανέργων που είναι χωρίς δουλειά για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων ετών.
Το στοιχείο της αύξησης του απόλυτου αριθμού των ανθρώπων που είναι άνεργοι περισσότερα από τέσσερα έτη αποκτά ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα εάν συνεκτιμηθεί και η ηλικιακή διάσταση αυτής της ομάδας των ανέργων, καθώς σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία οι 359.400 άνεργοι είναι ηλικίας άνω των 45 ετών.
Η διαμόρφωση ενός συμπαγούς και εξαιρετικά μεγάλου αριθμού ανέργων που είναι εκτός αγοράς εργασίας για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα συνιστά ένα μείζον κοινωνικό πρόβλημα με πολλές και διαφορετικές διαστάσεις, καθώς το φαινόμενο της χαρακτηριζόμενης ως «επίμονης ανεργίας» αποκτά πλέον μόνιμα χαρακτηριστικά
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην ετήσια έκθεση της Ε.Ε. για την Ενίσχυση της Ανάκαμψης και της Απασχόλησης για το έτος 2016, «Η επίμονη μακροχρόνια ανεργία έχει συνέπειες για την κοινωνία στο σύνολό της. Οδυνηρές κοινωνικές επιπτώσεις για τους ενδιαφερομένους και αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη και στα δημόσια οικονομικά.
Η μακροχρόνια ανεργία είναι ένας από τους παράγοντες που συνδέονται με την αύξηση της φτώχειας στην Ε.Ε. από την έναρξη της κρίσης. Το 2014, το ένα τέταρτο του πληθυσμού της Ε.Ε. αντιμετώπιζε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού».
Σε αυτό το πλαίσιο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επεσήμανε ότι απαιτούνται πιο αποτελεσματικά συστήματα κοινωνικής προστασίας για την αντιμετώπιση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, με παράλληλη διατήρηση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας και των κινήτρων για εργασία.
Σύμφωνα με την Κομισιόν, μια τέτοια εξέλιξη θα πρέπει να συνεχίσει να εξασφαλίζει ότι ο σχεδιασμός των ενδοεργασιακών παροχών, των παροχών ανεργίας και των συστημάτων ελάχιστου εισοδήματος αποτελεί κίνητρο για την είσοδο στην αγορά εργασίας.
Η επαρκής και ορθά σχεδιασμένη εισοδηματική στήριξη, όπως είναι τα επιδόματα ανεργίας και τα συστήματα ελάχιστου εισοδήματος, επιτρέπει στους μη έχοντες απασχόληση να επενδύσουν στην αναζήτηση εργασίας και κατάρτισης, αυξάνοντας τις πιθανότητές τους να βρουν ικανοποιητική απασχόληση που να αντιστοιχεί προς τις δεξιότητές τους.
Η αναπληρώτρια υπουργός Εργασίας, Ράνια Αντωνοπούλου, κατά τη συμμετοχή της στο συνέδριο που συνδιοργάνωσαν το γερμανικό υπουργείο Εργασίας και ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) στο Βερολίνο, έθεσε το θέμα ενίσχυσης των κονδυλίων που προορίζονται για την αντιμετώπιση της ανεργίας, υποστηρίζοντας ότι χώρες της Ευρωπαϊκής
Ένωσης με ποσοστά ανεργίας μεγαλύτερα από τον μέσο όρο της Ε.Ε πρέπει, ειδικά στο πλαίσιο του Κοινωνικού Πυλώνα, να μπορούν να κατοχυρώνουν το δικαίωμα να μην εγγράφουν στο έλλειμμα δαπάνες έως και 1% του ΑΕΠ τους που προορίζονται για προγράμματα υποστήριξης των ανέργων.
Υπενθυμίζεται ότι κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί για παράδειγμα σε χώρες όπως η Γερμανία και οι ΗΠΑ, οι οποίες επένδυσαν το 4% και το 2,5% του ΑΕΠ τους, αντίστοιχα, σε προγράμματα αντιμετώπισης της ανεργίας.