Την ελπίδα ότι «το θετικό μήνυμα κλεισίματος της εκκρεμότητας της 2ης αξιολόγησης» θα απομακρύνει «την αγωνία και την αβεβαιότητα στη πραγματική οικονομία και θα δημιουργήσει προσδοκίες για ένα καλύτερο κλίμα στην ελληνική αγορά, σε συνδυασμό μάλιστα και με τη τουριστική περίοδο» εκφράζει ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά και της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας Βασίλης Κορκίδης σε δήλωσή του για το χθεσινό Eurogroup.
Την ελπίδα ότι «το θετικό μήνυμα κλεισίματος της εκκρεμότητας της 2ης αξιολόγησης» θα απομακρύνει «την αγωνία και την αβεβαιότητα στη πραγματική οικονομία και θα δημιουργήσει προσδοκίες για ένα καλύτερο κλίμα στην ελληνική αγορά, σε συνδυασμό μάλιστα και με τη τουριστική περίοδο» εκφράζει ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά και της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας Βασίλης Κορκίδης σε δήλωσή του για το χθεσινό Eurogroup.
Όπως σημειώνει ο κ. Κορκίδης, «το Eurogroup της 15ης Ιουνίου, προς ανακούφιση όλων, κατέληξε σε συμφωνία, αφού επιτέλους βρέθηκε ένα μίνιμουμ συνεννόησης για την εκταμίευση της ενισχυμένης δόσης και ενός συμβιβασμού μεταξύ δανειστών και κυβέρνησης με μια "υποσχετική" για το χρέος».
«Η ελληνική κυβέρνηση έχοντας νομοθετήσει, σε τρεις δόσεις, τα 140 προαπαιτούμενα μέτρα των δανειστών, προσήλθε για άλλη μια φορά στο Eurogroup με τη προσδοκία επίτευξης συνολικής συμφωνίας για τη 2η αξιολόγηση, πολιτική συμφωνία για το χρέος και ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Τελικά, το μόνο σαφές από τις δηλώσεις των Ευρωπαίων αξιωματούχων είναι ότι αυτή τη φορά εγκρίθηκε μια συνολική "υπερδόση" 8,5 δισ. ευρώ, με πρώτη εκταμίευση 7,7 δισ. ευρώ στο παρά πέντε της προθεσμίας καταβολής των τεράστιων δανειακών υποχρεώσεων στις αρχές Ιουλίου» προσθέτει.
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους ο κ. Κορκίδης σημειώνει ότι η χθεσινή συνεδρίαση «δεν κατέληξε στο επιθυμητό αποτέλεσμα, αλλά σε συμβιβαστική λύση περιγραφής ενός οδικού χάρτη με ρήτρα ανάπτυξης και έναρξη συγκεκριμένης εφαρμογής με τη συμμετοχή του ΔΝΤ με 2 δισ. δολάρια, ώστε μετά τη λήξη του προγράμματος να καταστεί βιώσιμο».
Τέλος, θέτοντας το ερώτημα «εάν τα μέτρα έφεραν τη συμφωνία ή η συμφωνία τα μέτρα» ο κ. Κορκίδας παρατηρεί ότι «η συμφωνία μπορεί να επετεύχθη μεταξύ αυτών που προαπαιτούν μέτρα και αυτών που τα ψηφίζουν, αλλά η υλοποίηση της συμφωνίας βασίζεται σε αυτούς που θα πληρώσουν τα μέτρα για πολλά χρόνια ακόμα και δεν είναι άλλοι από τους Έλληνες φορολογούμενους».