Σημαντικές ανακατατάξεις στον χάρτη του εξαγωγικού εμπορίου, αλλά και στην προϊοντική σύνθεση των ελληνικών εξαγωγών φέρνουν οι «εμφατικά αυξητικοί ρυθμοί του πρώτου τριμήνου του 2017» σύμφωνα με ανάλυση του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων και του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ).
Σημαντικές ανακατατάξεις στον χάρτη του εξαγωγικού εμπορίου, αλλά και στην προϊοντική σύνθεση των ελληνικών εξαγωγών φέρνουν οι «εμφατικά αυξητικοί ρυθμοί του πρώτου τριμήνου του 2017» σύμφωνα με ανάλυση του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων και του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ).
Όπως αναφέρεται, η συνολική αξία των εξαγωγών, επί των προσωρινών στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, σε επίπεδο α' τριμήνου, εμφανίζεται αυξημένη κατά 20,3% (στα 6,79 δισ. ευρώ, από 5,65 δισ. στο αντίστοιχο τρίμηνο του 2016), ενώ η αξία των εξαγωγών χωρίς τα πετρελαιοειδή καταγράφει αύξηση κατά 253 εκατ. ευρώ ή κατά 5,8%.
Αν οι ρυθμοί αύξησης του α' τριμήνου, διατηρηθούν ως το τέλος του χρόνου θα έχουν εισρεύσει στην ελληνική οικονομία 5 δισ. ευρώ περισσότερα από το 2016, δηλαδή πρόσθετα έσοδα στο ύψος του 2,75% του ΑΕΠ της χώρας, χωρίς να προσμετρώνται οι όποιες εξελίξεις από το μέτωπο των υπηρεσιών (τουρισμός, μεταφορές, ναυτιλία κ.α.).
Για την ώρα, οι Διεθνείς Οργανισμοί προβλέπουν μία αύξηση της τάξης του 3,8% στα έσοδα από εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, δηλαδή αυξημένα έσοδα κατά 2-2,5 δισ. ευρώ σε σχέση με πέρυσι. Οι εν λόγω ρυθμοί οδηγούν σε θετικό αποτέλεσμα τουλάχιστον 1,5% του ΑΕΠ.
Ο χάρτης των εξαγωγών
Πιο αναλυτικά, στο α' τρίμηνο του έτους, οι εξαγωγές της Ελλάδας προς την ΕΕ (28) εμφανίζουν μεν αύξηση (+8,9%) και συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών καταλαμβάνουν πλέον το 53,4% των συνολικών εξαγωγών, το μερίδιο όμως αυτό είναι μειωμένο από το 59,1% του α' τριμήνου του 2016. Αυτό προφανώς σημαίνει ότι η αύξηση των εξαγωγών προέρχεται κυρίως από Τρίτες Χώρες, των οποίων συγκεκριμένα το μερίδιο έφτασε στο 46,6% από 40,9% στο αντίστοιχο περσινό τρίμηνο.
Ως προς τους προορισμούς των ελληνικών εξαγωγών ανά οικονομική ένωση, πέραν της ήδη αναφερθείσας αξιοσημείωτης (8,9%) αύξησης προς την Ε.Ε. οι αποστολές προς τις 17 χώρες της Ευρωζώνης, αυξήθηκαν αντίστοιχα κατά 8,7%, ενώ ανοδικά κινήθηκαν οι εξαγωγές προς όλες τις άλλες οικονομικές ενώσεις, πλην MERCOSUR. Συγκεκριμένα, προς τις χώρες του ΟΟΣΑ, η αύξηση των εξαγωγών είναι της τάξης του 15,9%, προς τις χώρες του G7 6,1%, προς τις αναδυόμενες BRICS 28,2% προς τις πετρελαιοπαραγωγικές χώρες του OPEC 20,9% προς τις χώρες της Οικονομικής Συνεργασίας Μαύρης Θάλασσας(ΟΣΕΠ) 28,5% ενώ προς τις χώρες της Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης ουσιαστικά έμειναν αμετάβλητες (-0,9%).
Σε ό,τι αφορά τις επιμέρους αγορές-στόχους, η Ιταλία εξακολουθεί και σε αυτό το τρίμηνο να αποτελεί το σημαντικότερο προορισμό των ελληνικών εξαγωγών ενώ στη 2η και 3η θέση ακολουθούν (όπως και στο αντίστοιχο περσινό τρίμηνο) η Γερμανία και η Κύπρος. Στην 4η θέση ανήλθε η Τουρκία (από πέμπτη πέρσι) και στην 5η θέση -με άνοδο πέντε θέσεων στη σχετική κατάταξη- βρίσκεται ο Λίβανος.
Στην 6η θέση βρίσκεται η Βουλγαρία, υποχωρώντας κατά δύο θέσεις από το αντίστοιχο περσινό α' τρίμηνο, στην 7η θέση (από έκτη πέρσι) το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ στην ίδια θέση (8η) με το περσινό διάστημα Ιανουαρίου - Μαρτίου εμφανίζεται η Αίγυπτος. Την πρώτη δεκάδα των κυριότερων προορισμών, συμπληρώνουν οι ΗΠΑ στην 9η θέση (από 6η) και η Ισπανία με άνοδο μιας θέση από πέρσι.
Η υψηλότερη νέα είσοδος χώρας στον πίνακα με τις 100 κυριότερες αγορές για τα ελληνικά προϊόντα είναι αυτή των Νήσων Φώκλαντ (73η θέση), ενώ ακολουθούν: Πακιστάν (80η), Μαλαισία (87η), Κουρασάο (96η), Σρι Λάνκα (99η). Χαρακτηριστικό επίσης των ανακατατάξεων του γεωγραφικού χάρτη του εξαγωγών είναι ότι σε 6 χώρες η αύξηση ξεπερνάει σε ποσοστό το 100%: Τυνησία (+579%), Μαρόκο (+346%), Ν. Κορέα (+255%), Μπαχάμες (+137%), Ισραήλ (+120%) και Ταιβάν (+116%). Στον αντίποδα, μόλις σε 20 από τις 100 κυριότερες αγορές εμφανίζονται χαμηλότερες εξαγωγές σε σχέση με το 2016.
Σύνθεση εξαγωγών
Ως προς τη σύνθεση των εξαγωγών κατά μεγάλες κατηγορίες προϊόντων, η συνολική αύξηση, οφείλεται στην πολύ μεγάλη άνοδο των εξαγωγών καυσίμων (κατά 70,6%) και λόγω των διεθνών τιμών του πετρελαίου. Σημαντικά αυξημένες εμφανίζονται οι εξαγωγές πρώτων υλών (41,8%) και οι χαμηλές σε αξία εξαγωγές της κατηγορίας Είδη και συναλλαγές μη ταξινομημένα (κατά 20,3%). Οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων παρουσιάζουν αύξηση κατά 7,6%, και διατηρούν μερίδιο 42,6% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών. Αντίθετα, οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων εμφανίζονται μειωμένες κατά -3,7%.
Στις επιμέρους κατηγορίες προϊόντων, οι διακυμάνσεις δεν είναι τόσο έντονες, τουλάχιστον σε επίπεδο πρώτης δεκάδας, αλλά είναι αξιοσημείωτη η ανανέωση της λίστας των 100 κορυφαίων εξαγόμενων προϊόντων σε ποσοστό σχεδόν 25%. Αυτό σημαίνει ότι 1 στα 4 προϊόντα δεν εμφανίζεται στη λίστα του 2016.
Από πλευράς αυτών των νέων εισόδων ξεχωρίζουν οι στρόβιλοι δι' αντιδράσεως (35η θέση), τα επιβατικά πλοία (36η), το σκληρό σιτάρι (44η), τα scrap χαλκού, τα γυναικεία ενδύματα (77η) και τα παγωτά (85η θέση). Όπως και στην περίπτωση των αγορών-στόχων, έτσι και στα προϊόντα υπάρχουν περιπτώσεις υπερδιπλασιασμού εξαγωγών, σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο: Ηλεκτρική ενέργεια (+135,6%), Βουτάνιο (+111%) και Scrap Αλουμινίου (+102%), ενώ άλλα προϊόντα καταγράφουν αυξήσεις άνω του 50%. Χαμηλότερες επιδόσεις σε σχέση με το α' τρίμηνο του 2016 εντοπίζονται σε 22 κατηγορίες προϊόντων.
Εισαγωγές
Σε ό,τι αφορά τις εισαγωγές στο α' τρίμηνο του 2017, καταγράφεται πολύ μεγάλη άνοδος (30,9%) και η αξία τους διαμορφώθηκε σε 13.020,8 εκατ. ευρώ έναντι 9.947,3 εκατ. ευρώ στο αντίστοιχο τρίμηνο του 2016, κυρίως λόγω της αύξησης της διεθνούς τιμής αργού πετρελαίου, αλλά και τις παραλαβές νέων πλοίων από ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η αντίστοιχη μεταβολή χωρίς τα πετρελαιοειδή δείχνει αύξηση επίσης σημαντική αύξηση 18,5%, ή κατά 1.494,1 εκα. ευρώ. Το αποτέλεσμα όλων αυτών των κινήσεων ήταν να αυξηθεί σημαντικά το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου κατά 44,8%, στα 6,22 δις ευρώ (από 4,30 δισ. ευρώ στο α' τρίμηνο του 2016). Εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών, το λλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου αυξήθηκε κατά σχεδόν 33,7%.