Τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2022 και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους δεν επέτρεψαν την επίτευξη συνολικής απόφασης τη Δευτέρα το βράδυ στο Εurogroup, εξαιτίας των διαφωνιών μεταξύ του ΔΝΤ και της Γερμανίας.
Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2022 και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους δεν επέτρεψαν την επίτευξη συνολικής απόφασης τη Δευτέρα το βράδυ στο Εurogroup, εξαιτίας των διαφωνιών μεταξύ του ΔΝΤ και της Γερμανίας.
Ωστόσο, στις Βρυξέλλες διάχυτη ήταν χθες η εκτίμηση για συμφωνία στην προσεχή συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης (15 Ιουνίου).
Παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε ο πρόεδρος του Εurogroup Γερούν Ντέισελμπλουμ για εξεύρεση κοινού τόπου μεταξύ του ΔΝΤ και του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, μέσω αλλεπάλληλων διμερών και πολυμερών συναντήσεων, στάθηκε αδύνατο να γεφυρωθούν οι διαφωνίες, αλλά το γεγονός ότι όλοι συζητούσαν επί συγκεκριμένων προτάσεων καταδεικνύει πως αναζητούν συμβιβαστική λύση.
Άλλωστε ο ίδιος ο κ. Σόιμπλε, που πρωταγωνίστησε αρνητικά στην προχθεσινή συνεδρίαση, εμφανίστηκε χθες πεπεισμένος ότι σε τρεις βδομάδες, δηλαδή στις 15 Ιουνίου, θα υπάρξει συνολική απόφαση.
Πάντως, η μαραθώνια συνεδρίαση μπορεί να μην οδήγησε σε αποφάσεις, αλλά προέκυψαν από αυτήν ορισμένες διαπιστώσεις που είναι χρήσιμες για τη συνέχεια.
Κατ’ αρχήν, για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια η διαφωνία για την Ελλάδα δεν είχε στο επίκεντρο την ελληνική πλευρά, αλλά αφορούσε τους ίδιους τους δανειστές, δεδομένου ότι η χώρα μας ανταποκρίθηκε νομοθετώντας τα προαπαιτούμενα στη Βουλή. Άλλωστε αυτό τονίστηκε κατά κόρον όχι μόνο από τον Γερούν Ντέισελμπλουμ και τον Πιερ Μοσκοβισί, αλλά και τους άλλους εταίρους, κυρίως τον νέο Γάλλο υπουργό Οικονομικών Μπρινό Λεμέρ.
Ούτε ο κ. Σόιμπλε έβαλε την Ελλάδα στο «κάδρο», αποδεχόμενος και αυτός τη θετική εισήγηση των θεσμών.
Η δεύτερη διαπίστωση είναι ότι οι Γερμανοί ήταν χθες μόνοι τους και διαχρονικά στα ευρωπαϊκά θέματα όταν μένουν μόνοι τους σε μια αρνητική στάση, γίνονται πιο ευέλικτοι στη συνέχεια, γι’ αυτό και η δήλωση χθες του κ. Σόιμπλε ότι θα βρεθεί λύση στις 15 Ιουνίου.
Η τρίτη διαπίστωση -και αυτό φάνηκε ξεκάθαρα χθες- είναι ότι το ΔΝΤ δεν πρόκειται να κάνει πίσω στο ζήτημα του χρέους και βρίσκεται από θέση ισχύος, γιατί οι Γερμανοί το θέλουν στο πρόγραμμα. Επιπλέον, όλοι γνωρίζουν ότι χωρίς τη «σφραγίδα» του διεθνούς οργανισμού για τη βιωσιμότητα του χρέους, μέσω της συμμετοχής του στο πρόγραμμα, η Ελλάδα δεν πρόκειται να βγει στις αγορές, οπότε το τέταρτο πρόγραμμα θα καταστεί μονόδρομος και η χρηματοδότησή του από τους Ευρωπαίους επίσης.
Συνεπώς, στο διάστημα που απομένει μέχρι την επόμενη συνεδρίαση του Εurogroup είναι βέβαιο ότι θα επιχειρηθεί ένα στρογγύλεμα των θέσεων όλων των πλευρών, ώστε να υπάρξει συνολική συμφωνία με συμμετοχή του ΔΝΤ για να παραμείνει ζωντανό το ελληνικό αφήγημα: ελάφρυνση χρέους, ποσοτική χαλάρωση, έξοδος στις αγορές. Διαφορετικά θα χαθεί μια μεγάλη ευκαιρία, κι αυτό επίσης το γνωρίζουν όλοι.
Το παζάρι για τα πλεονάσματα
Αναφορικά με την ουσία, η συνεδρίαση «κόλλησε» από την αρχή στο θέμα των πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το 2022. Μέχρι το 2022 όλοι συμφώνησαν ότι θα πρέπει να κινούνται στο 3,5% ετησίως. Οι διαφωνίες έχουν να κάνουν με την περίοδο από το 2023 μέχρι το 2060, όπου η απόσταση που χωρίζει τη Γερμανία από το ΔΝΤ είναι πολύ μεγάλη.
Το Βερολίνο ξεκίνησε από την απαίτηση για πλεονάσματα 2,6% του ΑΕΠ και μετά από συμβιβαστικές προτάσεις υποχώρησε στο 2,2%, ενώ ο κ. Ντέισελμπλουμ πρότεινε 2%, ωστόσο ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ στη συνεδρίαση Πολ Τόμσεν δεν ήταν διατεθειμένος να δεχθεί μεγαλύτερο πλεόνασμα του 1,5% του ΑΕΠ.
Όσο κι αν φαίνεται μικρή η διαφορά που χωρίζει τις δύο πλευρές, αν υπολογιστεί σε βάθος χρόνου σε ποσοστό του ΑΕΠ επί τους χρέους, πρόκειται για τεράστια απόκλιση, ενώ όσο πιο μεγάλο είναι το πλεόνασμα τόσο μικρότερη παρέμβαση θα χρειαστεί για την ελάφρυνση του χρέους. Ωστόσο, το ΔΝΤ θεωρεί ότι η βιωσιμότητα του χρέους πρέπει να βασιστεί σε ρεαλιστικό σενάριο και πλεονάσματα 2,5% του ΑΕΠ για 40 χρόνια δεν είναι εφικτός στόχος. Για παράδειγμα, με πλεόνασμα 2,6% του ΑΕΠ που ζητούσαν οι Γερμανοί το χρέος γίνεται βιώσιμο μόνο του χωρίς παρέμβαση μέχρι το 2060.
Το δεύτερο μεγάλο ζήτημα αφορά τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, όπου στην απόφαση του Εurogroup το Μάιο του 2016 γινόταν μια απλή αναφορά στις δυνατότητες παρέμβασης: επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων του ΕΤΧΣ (131,9 δισ. ευρώ στο πλαίσιο της δεύτερης διάσωσης), μεγαλύτερη περίοδος χάριτος, επιστροφή κερδών ΕΚΤ και κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα που διαθέτουν, δυνατότητα πρόωρης αποπληρωμής δανείων του ΔΝΤ και παρεμβάσεις στα επιτόκια δανεισμού.
Ο κ. Τόμσεν ζήτησε να ποσοτικοποιηθούν τα μέτρα και ειδικότερα οι Ευρωπαίοι να αποδεχθούν από τώρα 20 χρόνια επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής και να προβλέψουν πρόσθετη περίοδο χάριτος. Στις διάφορες προτάσεις που κατατέθηκαν χθες οι Ευρωπαίοι έφτασαν μέχρι τα 15 χρόνια επιμήκυνση, ενώ δεν υπήρξε αριθμητική αναφορά στην περίοδο χάριτος. Για τις επιστροφές των κερδών όλες οι πλευρές συμφωνούν, όπως συμφώνησαν επίσης ότι το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους δεν πρέπει να ξεπερνάει το 15% του ΑΕΠ.
Πάντως, ο κ. Τόμσεν σε δηλώσεις προς τους δημοσιογράφους αναφέρθηκε θετικά για το ελληνικό πρόγραμμα, υπογραμμίζοντας ότι το ΔΝΤ μπορεί να το υποστηρίξει. «Το ελληνικό πρόγραμμα θα επιτρέψει μία φιλική προς την ανάπτυξη δημοσιονομική πολιτική στην Ελλάδα μεσοπρόθεσμα γιατί αντιμετωπίζει δύσκολα ζητήματα στο ασφαλιστικό και στο φορολογικό» είπε.
Πρόσθεσε για το χρέος ότι το ΔΝΤ για να συμμετάσχει χρειάζεται αξιόπιστο πακέτο ελάφρυνσής του, ενώ αναγνώρισε ότι χθες έγινε πρόοδος, αλλά δεν υπάρχει συμφωνία.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ, χρειάζεται συγκεκριμενοποίηση της συμφωνίας του Eurogroup του 2016, ώστε ο διεθνής οργανισμός να γνωρίζει τι θα ακολουθήσει με τη λήξη του προγράμματος, το καλοκαίρι του 2018.
Στις πιέσεις για συμφωνία στο επόμενο Εurogroup έχει μπει δυναμικά και η Κομισιόν, με τον εκπρόσωπο Μαργαρίτη Σχοινά να υπογραμμίζει ότι η Ελλάδα έκανε αυτό που έπρεπε σε σχέση με τα προαπαιτούμενα και τώρα οι εταίροι πρέπει να κάνουν το ίδιο, ώστε να υπάρξει συνολική συμφωνία σε σχέση με το ελληνικό ζήτημα.
Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο, υπήρξε σημαντική πρόοδος από την Ελλάδα στα προαπαιτούμενα, ενώ η Κομισιόν θεωρεί ότι το τέλος της δεύτερης αξιολόγησης είναι πολύ κοντά. Για τον λόγο αυτό κάλεσε όλα τα μέρη να επιδείξουν πνεύμα ευθύνης, ενώ υπογράμμισε ότι ο πρόεδρος Γιούνκερ θα συνεχίσει να εργάζεται για μια συνολική απόφαση το συντομότερο δυνατόν.