Προς τα κάτω υποχρεώθηκε να αναθεωρήσει η κυβέρνηση τον στόχο του μνημονιακού πρωτογενούς πλεονάσματος για το τρέχον έτος, όπως προκύπτει από τα αναλυτικά στοιχεία του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Στρατηγικής, καθώς χαμήλωσε ο στόχος των εσόδων του ΕΦΚΑ, όπως επίσης και οι προσδοκίες για τις εισροές κοινοτικών κονδυλίων στο πλαίσιο του ΠΔΕ.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Προς τα κάτω υποχρεώθηκε να αναθεωρήσει η κυβέρνηση τον στόχο του μνημονιακού πρωτογενούς πλεονάσματος για το τρέχον έτος, όπως προκύπτει από τα αναλυτικά στοιχεία του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Στρατηγικής, καθώς χαμήλωσε ο στόχος των εσόδων του ΕΦΚΑ, όπως επίσης και οι προσδοκίες για τις εισροές κοινοτικών κονδυλίων στο πλαίσιο του ΠΔΕ.
Ενώ με την κατάρτιση του φετινού προϋπολογισμού, τον περασμένο Νοέμβριο, είχε προβλεφθεί ότι το μνημονιακό πλεόνασμα -δηλαδή αυτό που καθορίζει αν εκπληρώνουμε τις υποχρεώσεις μας απέναντι στους δανειστές ή όχι- θα διαμορφωνόταν στο 2% του ΑΕΠ, ο πήχης κατεβαίνει στο 1,9% του ΑΕΠ, δηλαδή μόλις 0,15% υψηλότερα (ή μόλις 274 εκατ. ευρώ παραπάνω) από το μνημονιακό όριο του 1,75%. Βασική αιτία, όπως προκύπτει από τα αναλυτικά στοιχεία, είναι η σοβαρή επιδείνωση της εκτίμησης για την εξέλιξη του πλεονάσματος του ΕΦΚΑ, αλλά και η χειρότερη πρόβλεψη όσον αφορά την εξέλιξη των εσόδων από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων.
«Σανίδα σωτηρίας» οι φόροι
Για μια ακόμη χρονιά τον μνημονιακό στόχο θα «σώσουν» οι φόροι, καθώς οι εισπράξεις αναθεωρούνται προς τα πάνω και μάλιστα κατά 1,385 δισ. ευρώ. Τα μέχρι τώρα στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού επιβεβαιώνουν την εκτίμηση ότι τα φορολογικά έσοδα πηγαίνουν και φέτος καλύτερα από ό,τι είχε προβλεφθεί κατά την κατάρτιση του κρατικού προϋπολογισμού. Βέβαια, η υπεραπόδοση οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στα «έσοδα από άμεσους και έμμεσους φόρους προηγούμενων ετών», δηλαδή στα έσοδα από τις ρυθμίσεις ληξιπρόθεσμων οφειλών και από τα αναγκαστικά μέτρα είσπραξης τα οποία λαμβάνει η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων κατά των οφειλετών.
«Βάση» υπολογισμού του μνημονικού πλεονάσματος είναι το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης όπως καταγράφεται από την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία και τη Eurostat με βάση τη μεθοδολογία ESA 2010. Επί αυτού του αποτελέσματος γίνονται προσαρμογές βάσει των όσων έχει συμφωνήσει η ελληνική κυβέρνηση με τους δανειστές. Έτσι, εξαιρούνται από το μνημονιακό πλεόνασμα τα έσοδα από τα ANFAs και τα SMPs, τα έσοδα από συγκεκριμένες αποκρατικοποιήσεις, οι δαπάνες για την κάλυψη των αναγκών των μεταναστευτικών ροών, οι επιστροφές φόρων κ.λπ.
Με αυτά τα δεδομένα, κατά την κατάρτιση του «μεσοπρόθεσμου προγράμματος» έγιναν οι παρακάτω τροποποιήσεις στην πρόβλεψη για την εξέλιξη του πρωτογενούς αποτελέσματος:
* Το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης με βάση τη μεθοδολογία της ΕΛΣΤΑΤ εκτιμάται πλέον στα 3,814 δισ. ευρώ, ενώ κατά την κατάρτιση του προϋπολογισμού τον περασμένο Νοέμβριο είχε προβλεφθεί στα 4,48 δισ. ευρώ. Οι αρνητικοί παράγοντες που οδήγησαν σε αυτή την επιδείνωση είναι:
* Η αλλαγή της πρόβλεψης για την πορεία των εσόδων του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Ψαλιδίζονται στα 3,617 δισ. ευρώ, έναντι εκτίμησης για έσοδα 4,155 δισ. ευρώ που είχε γίνει κατά την κατάρτιση του κρατικού προϋπολογισμού.
* Η διόγκωση του πρωτογενούς ελλείμματος των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης στα 938 εκατ. ευρώ, αντί για 242 εκατ. ευρώ που ήταν η αρχική εκτίμηση τον περασμένο Νοέμβριο.
* Η αρνητικότερη επίπτωση στο πρωτογενές πλεόνασμα των εθνικολογιστικών προσαρμογών -ειδικά στο σκέλος των δαπανών- καθώς το έλλειμμα ανεβαίνει στα 2,657 δισ. ευρώ, αντί για 2,062 δισ. ευρώ που ήταν η αρχική εκτίμηση.
* Η μείωση του στόχου όσον αφορά τα έσοδα από την εκχώρηση αδειών και δικαιωμάτων. Ο στόχος από τα 2,044 δισ. ευρώ περιορίζεται στο 1,607 δισ. ευρώ και πέφτει χαμηλότερα κατά 437 εκατ. ευρώ. Η επανεκτίμηση οφείλεται κυρίως στην ακύρωση του διαγωνισμού για την εκχώρηση των τεσσάρων τηλεοπτικών αδειών.
* Με τέτοιες αρνητικές αναθεωρήσεις, το πλεόνασμα θα έπεφτε κάτω από τον στόχο αν το υπουργείο Οικονομικών δεν προχωρούσε ταυτόχρονα και στην αναθεώρηση προς τα πάνω της εκτίμησης για τα φορολογικά έσοδα. Οι άμεσοι φόροι αναμένεται να αποδώσουν 21,525 δισ. ευρώ, δηλαδή 1,11 δισ. ευρώ παραπάνω σε σχέση με ό,τι είχε εκτιμηθεί αρχικά. Όσον αφορά τους έμμεσους φόρους, η απόδοση επανεκτιμάται στα 26,718 δισ. ευρώ, δηλαδή 275 εκατ. ευρώ παραπάνω σε σχέση με τα όσα προέβλεπε ο προϋπολογισμός του 2017.
Το μνημονιακό πλεόνασμα
Επί της αρχικής εκτίμησης του πρωτογενούς πλεονάσματος της γενικής κυβέρνησης, βάσει της μεθοδολογίας της ΕΛΣΤΑΤ, είχε προβλεφθεί τον περασμένο Νοέμβριο ότι θα γίνουν αρνητικές προσαρμογές 793 εκατ. ευρώ ώστε το πλεόνασμα να αποτυπωθεί τελικώς με βάση τον μνημονιακό ορισμό. Έτσι, από τα 4,48 δισ. ευρώ το μνημονιακό πλεόνασμα περιοριζόταν τελικώς στα 3,687 δισ. ευρώ ή στο 2% του ΑΕΠ. Με βάση τα καινούργια δεδομένα, από το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης (το ύψος του οποίου έχει διορθωθεί πλέον στα 3,814 δισ. ευρώ) θα αφαιρεθούν 369 εκατ. ευρώ και όχι 793 εκατ. ευρώ. Η μείωση οφείλεται στο γεγονός ότι περιορίζεται η πρόβλεψη για τα έσοδα των αποκρατικοποιήσεων που πρέπει να αφαιρεθούν από το μνημονιακό πλεόνασμα. Αντί για 469 εκατ. ευρώ που είχαν εκτιμηθεί αρχικά, θα αφαιρεθούν τελικώς μόλις 52 εκατ. ευρώ. Ο λόγος είναι ότι το τίμημα από τις τηλεοπτικές άδειες, το οποίο θα επηρέαζε θετικά το πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης, δεν θα λαμβάνονταν υπόψη στο μνημονιακό πλεόνασμα.
Μετά τις νέες προσαρμογές, το μνημονιακό πλεόνασμα διαμορφώνεται στα 3,445 δισ. ευρώ ή στο 1,9% του ΑΕΠ. Ο στόχος της δανειακής σύμβασης ορίζει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα για φέτος είναι το 1,75%, ποσοστό που αντιστοιχεί στα 3,171 δισ. ευρώ με βάση τη διορθωμένη εκτίμηση του ΑΕΠ για το 2017 (181,204 δισ. ευρώ). Υπό αυτά τα δεδομένα, η κυβέρνηση εκτιμά αυτή τη στιγμή ότι το «μαξιλάρι ασφαλείας» για φέτος είναι πλέον μόλις 274 εκατ. ευρώ, όταν τον περασμένο Νοέμβριο είχε εκτιμηθεί στα 523 εκατ. ευρώ.
Ο δημοσιονομικός κόφτης παραμένει σε ισχύ. Θα ενεργοποιηθεί στην περίπτωση που το μνημονιακό πρωτογενές πλεόνασμα πέσει τελικώς κάτω από το όριο ασφαλείας των 3,171 δισ. ευρώ.