Να αναλάβει το Eurogroup συγκεκριμένες δεσμεύσεις για το περιεχόμενο των μεσοπρόθεσμων μέτρων ώστε να μπορούν να μετρηθούν με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια οι επιπτώσεις τους ζήτησε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Από την έντυπη έκδοση
Των Νίκου Μπέλλου και Θάνου Τσίρου
Να αναλάβει το Eurogroup συγκεκριμένες δεσμεύσεις για το περιεχόμενο των μεσοπρόθεσμων μέτρων ώστε να μπορούν να μετρηθούν με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια οι επιπτώσεις τους ζήτησε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. H Γερμανία, από την άλλη πλευρά, επιμένει στο να «τηρηθεί η συμφωνία του Μαΐου του 2016», η οποία ορίζει ότι οι αποφάσεις για το ελληνικό χρέος θα ληφθούν μετά την ολοκλήρωση του 3ου μνημονίου. Έτσι, ενώ στο Μπάρι, στο πλαίσιο του «Ουάσιγκτον Γκρουπ», καταγράφηκε διάθεση επίλυσης του ελληνικού ζητήματος, όλα συγκλίνουν στο ότι θα χρειαστεί περισσότερος χρόνος για να βρεθεί η χρυσή τομή.
Παρότι πηγές των Βρυξελλών εξέφραζαν χθες την προσδοκία ότι μπορεί να υπάρξει συμφωνία στο Eurogroup της 22ας Μαΐου -όπως άλλωστε και ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ Βόλφγκανγκ Σόιμπλε-, δεν είναι βέβαιο πως ο χρόνος που απομένει επαρκεί για να γεφυρωθούν οι διαφορές ΔΝΤ και Βερολίνου.
Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι η συμφωνία για το ελληνικό χρέος μπορεί να αναζητηθεί όχι στο Eurogroup της 22ας Μαΐου -κατά τη διάρκεια του οποίου αναμένεται να επικυρωθεί η ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης- αλλά στο Eurogroup του Ιουνίου το οποίο είναι προγραμματισμένο για τις 15 του επόμενου μήνα. Αν επιβεβαιωθεί αυτή η εκτίμηση, τότε η συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα -ουσιαστικά για 12 μήνες μέχρι και το καλοκαίρι του 2018- θα κριθεί στο τέλος Ιουνίου, ενώ η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα αποφασίσει για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, μέσα στον Ιούλιο.
«Ελπίζουμε πραγματικά οι Ευρωπαίοι να φανούν πολύ πιο συγκεκριμένοι σε ό,τι αφορά τους όρους της ελάφρυνσης του χρέους, κάτι που είναι απαραίτητο» δήλωσε η διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ στο περιθώριο της συνόδου των υπουργών Οικονομικών της ομάδας των επτά ισχυρότερων χωρών (G7) που πραγματοποιείται στο Μπάρι.
Εξειδικεύοντας τη δήλωση της κυρίας Λαγκάρντ, στέλεχος του Ταμείου μιλώντας στο Reuters υποστήριζε ότι «οι Ευρωπαίοι πρέπει να παρουσιάσουν αριθμούς για τα ποια είναι τα πιθανά μέτρα και να δείξουν ότι αυτά τα μέτρα πραγματικά συνεπάγονται αλλαγή του παιχνιδιού όσον αφορά στο χρέος». Το ίδιο στέλεχος ουσιαστικά εξέφρασε τη διαφωνία του απέναντι στη στάση της Γερμανία, η οποία και επιθυμεί να περιμένει μέχρι και το καλοκαίρι του 2018 προκειμένου να ληφθούν οι όποιες αποφάσεις.
«Όπως και αν αλλάξει ο κόσμος, μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι η ανάλυση βιωσιμότητας χρέους του ΔΝΤ σε 12 μήνες δεν θα δείχνει ότι δεν χρειάζεται ελάφρυνση χρέους. Σίγουρα χρειάζεται ελάφρυνση χρέους», τόνισε το ίδιο στέλεχος, δήλωση που φανερώνει ότι το Ταμείο πιέζει ασφυκτικά για εξειδίκευση των μέτρων τώρα.
Από την πλευρά του, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών ερωτώμενος για το εάν ετοιμάζεται να βελτιώσει τους όρους για την ελάφρυνση χρέους, απάντησε πως «είμαστε προετοιμασμένοι να μείνουμε σε αυτό που συμφωνήσαμε τον Μάιο του 2016. Αυτή είναι η βάση στην οποία δουλεύουμε», προσθέτοντας όμως ότι «είμαι ακόμα υπέρ στο να βρεθεί λύση, τουλάχιστον μια πολιτική λύση στο Eurogroup της 22ας Μαΐου».
Τρεις παράμετροι στο «τραπέζι»
Στην ατζέντα των διαπραγματεύσεων για το χρέος παραμένουν οι ακόλουθες παράμετροι, αλλά υπάρχουν ακόμη διαφορές στο εύρος των παρεμβάσεων:
1. Η επιμήκυνση της διάρκειας του χρέους και της περιόδου χάριτος.
2. Η διασφάλιση ενός πλαφόν για το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους ούτως ώστε αυτό να μην ξεπερνά μέχρι το 2028 ή το 2030 το 15% του ΑΕΠ.
3. Η αποπληρωμή δανείων που έχουν χορηγηθεί από το ΔΝΤ με το υπόλοιπο τμήμα του δανείου από το 3ο ελληνικό πρόγραμμα.
Πού κατέληξαν οι συζητήσεις
Σε μια «ισχυρή ώθηση» προς μια συνολική συμφωνία έως το Eurogroup της 22ας Μαΐου, που θα περιλαμβάνει και το θέμα του χρέους, κατέληξαν σήμερα οι συζητήσεις για την Ελλάδα, στο περιθώριο του G7 των υπουργών Οικονομικών, στο Μπάρι της Ιταλίας. Αυτό ανέφεραν στο ΑΠΕ παράγοντες της Ευρωζώνης, επισημαίνοντας ότι όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές έχουν την πολιτική βούληση για επίτευξη συμφωνίας.
Συγκεκριμένα, αξιωματούχος της Ευρωζώνης ανέφερε στο ΑΠΕ ότι τις επόμενες ημέρες αναμένεται να γίνουν περισσότερες ζυμώσεις ως προς τη «γλώσσα» που θα χρησιμοποιηθεί για τη συγκεκριμενοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, βάσει της απόφασης του Eurogroup του Μαΐου του 2016.
Σύμφωνα με τον ίδιο, στόχος είναι να βρεθεί η «χρυσή τομή» η οποία θα ικανοποιεί τις απαιτήσεις του ΔΝΤ και ταυτόχρονα δεν θα ξεπερνά τις κόκκινες γραμμές του Βερολίνου.
Τα επόμενα ραντεβού και η έξοδος στις αγορές
Την κινητικότητα σε σχέση με το ελληνικό ζήτημα στο Μπάρι επιβεβαίωσε χθες και άλλη πηγή της Ευρωζώνης, που έχει πρόσβαση στις συζητήσεις για το χρέος. Ωστόσο και αυτός διευκρίνισε ότι προς το παρόν δεν υπάρχει συμφωνία, αλλά οι προσπάθειες συνεχίζονται προς την κατεύθυνση μια κοινής θέσης, που θα λαμβάνει υπ’ όψιν όλες τις απόψεις σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους.
Το επόμενο σημαντικό ραντεβού είναι η συνεδρίαση του ΕWG τη Δευτέρα στις Βρυξέλλες, όπου το ζήτημα του χρέους θα συζητηθεί το βράδυ στο δείπνο των τεχνοκρατών των χωρών της Ευρωζώνης, υπό την προεδρία του Τόμας Βίζερ.
Στις Βρυξέλλες εξακολουθούσαν και χθες να προτάσσουν το σενάριο της επίτευξης πολιτικής απόφασης στις 22 Μαΐου. Η εν λόγω απόφαση θα περιλαμβάνει τη δεύτερη αξιολόγηση, την εκταμίευση της δόσης, τον καθορισμό της διάρκειας κατά την οποία η Ελλάδα θα πρέπει να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ (μέχρι 2021 ή 2022) και την αποσαφήνιση με τρόπο που να μπορεί να διαβάζεται από το ΔΝΤ των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, τα οποία θα εφαρμοστούν με τη λήξη του προγράμματος (καλοκαίρι 2018).
Πάντως, στην περίπτωση που δεν καταστεί δυνατή η εξεύρεση κοινού τόπου μέχρι τις 22 Μαΐου, τότε το ζήτημα του χρέους θα παραπεμφθεί για την επόμενη συνεδρίαση του Εurogroup, στις 15 Ιουνίου.
Eν τω μεταξύ, η επίτευξη συμφωνίας σε τεχνικό επίπεδο για τη δεύτερη αξιολόγηση, σε συνδυασμό με την κινητικότητα που παρατηρείται στο ζήτημα του χρέους και τη βάσιμη προοπτική ένταξης της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, ανεβάζουν τον πήχη των προσδοκιών για τον χρόνο εξόδου της Ελλάδας στην αγορά ομολόγων.
Χθες ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας Κριστόφ Φράνκελ δήλωσε ότι η Ελλάδα μπορεί να βγει στις αγορές πολύ πριν από το τέλος του προγράμματος.
«Εάν η Ελλάδα συνεχίζει να εφαρμόζει τις μεταρρυθμίσεις όπως έχει δεσμευθεί, είμαι απολύτως βέβαιος ότι μπορεί να έχει πρόσβαση στην αγορά πολύ πριν από το τέλος του προγράμματος, που τελειώνει στα μέσα του επόμενου έτους» δήλωσε ο κ. Φράνκελ χθες στο Δουβλίνο. Μια δήλωση με ιδιαίτερη βαρύτητα δεδομένου ότι ο ΕΜΣ είναι το όργανο της Ευρωζώνης που επεξεργάζεται και τα σενάρια ελάφρυνσης του χρέους, ενώ ο ίδιος έχει και πλήρη εικόνα σε σχέση με την παγκόσμια αγορά ομολόγων.
Διατήρησε το «CCC+» ο οίκος DBRS
Επιβεβαίωσε χθες την αξιολόγηση «CCC+» για την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας ο καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS, διατηρώντας παράλληλα σταθερή την προοπτική της χώρας.
O οίκος αναφέρει ότι η αξιολόγηση «CCC+» αντανακλά το πολύ υψηλό επίπεδο του ελληνικού χρέους, αλλά και την πολιτική πρόκληση με την οποία είναι αντιμέτωπες οι ελληνικές αρχές και οι θεσμοί για τη μείωσή του.
Σύμφωνα με τον οίκο DBRS, η συμφωνία της 2ας Μαΐου ανάμεσα στην Αθήνα και στους πιστωτές αποτελεί μεν θετική εξέλιξη, αλλά η ολοκλήρωσή της αναβάλλεται εδώ και αρκετούς μήνες με αποτέλεσμα να παραμένουν οι ανησυχίες για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Επιπλέον, σημειώνει ο DBRS, η χαμηλή ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών και το υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων περιορίζουν την δυνατότητα του τραπεζικού συστήματος να στηρίξει την οικονομία και την απασχόληση.
Η σταθερή προοπτική ωστόσο αντανακλά την εκτίμηση του DBRS ότι το τρέχον πρόγραμμα στήριξης από τον επίσημο τομέα έχει χαλαρώσει τις πιέσεις όσον αφορά τη ρευστότητα και έχει συμβάλει στη σταθεροποίηση της οικονομίας.