Εμπορικές πρακτικές που ενδέχεται να περιορίζουν τον ανταγωνισμό εντοπίζει η τελική έκθεση τομεακής έρευνας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το ηλεκτρονικό εμπόριο.
Εμπορικές πρακτικές που ενδέχεται να περιορίζουν τον ανταγωνισμό εντοπίζει η τελική έκθεση τομεακής έρευνας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το ηλεκτρονικό εμπόριο.
Η έκθεση η οποία δημοσιεύθηκε την Τετάρτη, παρουσιάζει τις οριστικές διαπιστώσεις της Επιτροπής, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις παρατηρήσεις που ελήφθησαν σχετικά με την προκαταρκτική έκθεση του Σεπτεμβρίου του 2016 και επιβεβαιώνοντας σε μεγάλο βαθμό τα προκαταρκτικά συμπεράσματα της έκθεσης. Παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να θέσει ως στόχο την επιβολή των αντιμονοπωλιακών κανόνων της Ε.Ε. στις αγορές ηλεκτρονικού εμπορίου και, σύμφωνα με την Κομισιόν, έχει ήδη οδηγήσει τις εταιρείες να επανεξετάσουν τις πρακτικές τους.
Κύριες διαπιστώσεις
Καταναλωτικά αγαθά
Η έκθεση, όπως αναφέρει σε σχετική ανακοίνωση η Κομισιόν, επιβεβαιώνει ότι η ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου την τελευταία δεκαετία και, ιδίως, η βελτίωση της διαφάνειας των τιμών και του ανταγωνισμού των τιμών στο Διαδίκτυο, είχε σημαντικές επιπτώσεις στις στρατηγικές διανομής των εταιρειών και στη συμπεριφορά των καταναλωτών. Τα τελικά αποτελέσματα της τομεακής έρευνας υπογραμμίζουν τις ακόλουθες τάσεις της αγοράς:
Ορισμένες από τις εν λόγω πρακτικές, όπως εξηγεί η Επιτροπή, μπορεί να δικαιολογούνται, παραδείγματος χάριν προκειμένου να βελτιωθεί η ποιότητα διανομής των προϊόντων. Ωστόσο, άλλες πρακτικές ενδέχεται να αποτρέπουν αδικαιολόγητα τους καταναλωτές από το να επωφεληθούν από μεγαλύτερη ποικιλία προϊόντων που διατίθενται στο ηλεκτρονικό εμπόριο και χαμηλότερες τιμές και, ως εκ τούτου, δικαιολογούν την ανάληψη δράσης από την Επιτροπή για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τους κανόνες ανταγωνισμού της ΕΕ.
Ψηφιακό περιεχόμενο
Όπως αναφέρει η Επιτροπή, τα αποτελέσματα της τομεακής έρευνας επιβεβαιώνουν ότι η δυνατότητα χορήγησης αδειών από τους κατόχους δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας περιεχομένου είναι απαραίτητη για τους παρόχους ψηφιακού περιεχομένου και αποτελεί σημαντικό παράγοντα που καθορίζει το επίπεδο ανταγωνισμού στην αγορά.
Στην έκθεση επισημαίνονται ορισμένες πρακτικές αδειοδότησης που μπορούν να δυσχεράνουν την εμφάνιση νέων επιγραμμικών επιχειρηματικών μοντέλων και υπηρεσιών. Κατά την αξιολόγηση των εν λόγω πρακτικών αδειοδότησης βάσει των κανόνων ανταγωνισμού της Ε.Ε. πρέπει, ωστόσο, να ληφθούν υπ’ όψιν τα χαρακτηριστικά της βιομηχανίας ψηφιακού περιεχομένου.
Μία από τις κύριες διαπιστώσεις της τομεακής έρευνας είναι ότι σχεδόν το 60% των παρόχων ψηφιακού περιεχομένου που συμμετείχαν στην έρευνα συμφώνησαν με τους κατόχους δικαιωμάτων, βάσει σύμβασης, να εφαρμόζουν «γεωγραφικό αποκλεισμό».
Τα διδάγματα που αποκομίστηκαν από την τομεακή έρευνα θα επιτρέψουν στην Επιτροπή να θέσει ως στόχο την επιβολή της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας της Ε.Ε. στις ευρωπαϊκές αγορές ηλεκτρονικού εμπορίου, καθώς και να δρομολογήσει περαιτέρω αντιμονοπωλιακές έρευνες.
Η Επίτροπος Μαγκρέιτε Βέστεϊγιερ, αρμόδια για την πολιτική ανταγωνισμού, δήλωσε σχετικά ότι «ορισμένες πρακτικές των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στις αγορές ηλεκτρονικού εμπορίου ενδέχεται να περιορίζουν τον ανταγωνισμό, διότι περιορίζουν αδικαιολόγητα τον τρόπο με τον οποίο τα προϊόντα διανέμονται σε ολόκληρη την Ε.Ε. Η έκθεσή μας επιβεβαιώνει τη συγκεκριμένη διαπίστωση. Οι εν λόγω περιορισμοί θα μπορούσαν να περιορίσουν τις επιλογές των καταναλωτών και να αποκλείσουν τις χαμηλότερες τιμές στο Διαδίκτυο. Συγχρόνως, διαπιστώνουμε ότι υπάρχει ανάγκη εξισορρόπησης των συμφερόντων τόσο των διαδικτυακών εταιρειών λιανικής πώλησης όσο και των "συμβατικών" εταιρειών λιανικής πώλησης. Τα πάντα προς όφελος των καταναλωτών. Οι διαπιστώσεις μας μάς βοηθούν να θέσουμε ως στόχο την επιβολή των κανόνων ανταγωνισμού της Ε.Ε. στις αγορές ηλεκτρονικού εμπορίου».