Αποσπάσματα από το προσχέδιο της τελικής συμφωνίας Ελλάδας-δανειστών δημοσιεύει η γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt σε άρθρο με τίτλο «Ελαφρύνσεις έναντι μεταρρυθμίσεων».
Αποσπάσματα από το προσχέδιο της τελικής συμφωνίας Ελλάδας-δανειστών δημοσιεύει η γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt σε άρθρο της με τίτλο «Ελαφρύνσεις έναντι μεταρρυθμίσεων». Όπως αναφέρει η εφημερίδα «στις 53 σελίδες του μνημονίου περιλαμβάνονται τα μέτρα λιτότητας και οι μεταρρυθμίσεις που θα πρέπει να εφαρμόσει η ελληνική κυβέρνηση. Σύμφωνα με το εμπιστευτικό έγγραφο που επιγράφεται “Απόρρητο: Μόνο για υπηρεσιακή χρήση“ πολλά προαπαιτούμενα μέτρα θα πρέπει να εφαρμοστούν άμεσα, ενώ άλλα όπως η μεταρρύθμιση του φορολογικού και του συνταξιοδοτικού το 2019 και το 2020.
Σύμφωνα με το προσχέδιο στόχος των μέτρων λιτότητας είναι να διασφαλιστεί πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022. Ο στόχος αυτό ωστόσο είναι αμφιλεγόμενος. Κυρίως ο Β. Σόιμπλε επιμένει στη διατήρηση του στόχου για όσο το δυνατό μεγαλύτερο διάστημα, μιας και αυτό θα μείωνε την ανάγκη για ελαφρύνσεις του χρέους, στις οποίες εμμένει το ΔΝΤ. Το ζήτημα των ελαφρύνσεων ωστόσο δεν είναι δημοφιλές στη Γερμανία σε περίοδο προεκλογικού αγώνα, γράφει η εφημερίδα προσθέτοντας ότι «ο Β. Σόιμπλε ούτε που θέλει να ακούει για ελαφρύνσεις».
Έγγραφο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης, το οποίο, επίσης, βρίσκεται στη διάθεση της γερμανικής εφημερίδας, μιλά ωστόσο «σε διαφορετική γλώσσα». Τίτλος του: “Ελαφρύνσεις του ελληνικού χρέους: Δυνατότητες για κίνητρα“. Το έγγραφο περιλαμβάνει διάφορες δυνατότητες για ελάφρυνση του χρέους με ταυτόχρονη ωστόσο διασφάλιση της συνέχισης των μεταρρυθμίσεων από την Αθήνα. Το ζήτημα συζητήθηκε προφανώς από εκπροσώπους των θεσμών. Σε σχετικό ερώτημα πάντως εκπρόσωπος του γερμανικού ΥΠΟΙΚ, απάντησε στην εφημερίδα ότι το υπουργείο δεν σχολιάζει έγγραφα των θεσμών, προσθέτοντας ότι το Eurogroup δεν προετοιμάζει σχετική απόφαση.
«Στον μαραθώνιο που διανύει, η Ελλάδα βρίσκεται ακόμα στην αφετηρία»
Μεταξύ άλλων στο έγγραφο γίνεται λόγος για τη δυνατότητα επιμήκυνσης της αποπληρωμής τόκων μέχρι το 2050, καθώς και ο καθορισμός ενός πλαφόν, συνεχίζει η γερμανική εφημερίδα. Αυτό θα μπορούσε να γίνει σε τρία βήματα: κατ΄ αρχήν μέχρι το 2030, μετά μέχρι το 2040 και τέλος μέχρι το 2050. Η επιμήκυνση θα λαμβάνει χώρα μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η Αθήνα πετυχαίνει τους οικονομικούς στόχους. Και άλλες ελαφρύνσεις θα μπορούσαν να συνδεθούν με παρόμοιες προϋποθέσεις, συνεχίζει η εφημερίδα. Στο έγγραφο ωστόσο τονίζεται ότι το ΔΝΤ έχει διαφορετική άποψη και πως απαιτούνται μετά το τέλος του προγράμματος το 2018 σημαντικές ελαφρύνσεις χωρίς προϋποθέσεις, διότι διαφορετικά τα μέτρα δεν θα είναι πειστικά για τις χρηματαγορές. Και ως γνωστόν, όπως αναφέρει η οικονομική εφημερίδα, «το Ταμείο έχει βαρύνουσα διαπραγματευτική θέση, μιας και το Βερολίνο επιθυμεί διακαώς τη συμμετοχή του στο τρίτο πρόγραμμα».
Η οικονομική εφημερίδα του Ντίσελντορφ αναφέρεται και στην συνάντηση του Βαυαρού υπουργού Οικονομικών Μάρκους Σέντερ με τον έλληνα υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο στην Αθήνα τη Δευτέρα. Το μήνυμα που μετέφερε ο Βαυαρός υπουργός στον κ. Τσακαλώτο ήταν σαφές: «Οι υποσχέσεις για μεταρρυθμίσεις δεν αρκούν. Οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει και να εφαρμοστούν». Μετά τη συνάντηση, ο κ. Σέντερ δήλωσε: «Η Ελλάδα διανύει ένα μαραθώνιο. Βρίσκεται ωστόσο λίγο μετά την αφετηρία και όχι λίγο πριν από τον τερματισμό».
«Το Brexit δείχνει πόσο δύσκολη θα ήταν μια έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ»
«Μετά από τη συνάντηση Σέντερ - Τσακαλώτου στην Αθήνα ο Βαυαρός υπουργός δήλωσε στο Spiegel ότι “το Grexit δεν βρίσκεται πια στην ημερήσια διάταξη“. Αιτιολογώντας την αλλαγή στάσης του ο κ. Σέντερ είπε: “Η ελληνική κυβέρνηση ακολουθεί σήμερα διαφορετική πορεία από εκείνη που ακολουθούσε το 2015 επί Γ. Βαρουφάκη. Ο Ευκλ. Τσακαλώτος προέρχεται και αυτός βέβαια από έναν διαφορετικό πολιτικό χώρο, προσπαθεί ωστόσο να διεξάγει σωστές διαπραγματεύσεις“. Εκτός αυτού ο κ. Σέντερ εμφανίστηκε στις δηλώσεις πεπεισμένος ότι οι μεταρρυθμίσεις αρχίζουν να αποδίδουν. Κατά συνέπεια “θα ήταν λάθος να ξεριζώσεις ένα φυτό που μόλις άρχισε να φυτρώνει“. Επιπλέον δεν υπάρχει σήμερα ένα σοβαρό σχέδιο για ένα Grexit, συνέχισε ο Γερμανός υπουργός, για να προσθέσει: “Με τη διαδικασία του Brexit διαπιστώνουμε πόσο δύσκολη θα ήταν μια έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ“.
Την ίδια στιγμή όμως ο Μάρκους Σέντερ έθεσε εκ νέου ζήτημα καταβολής εγγυήσεων από την Ελλάδα για τις πιστώσεις που λαμβάνει. Ο Βαυαρός υπουργός επικαλέστηκε το παράδειγμα της Φινλανδίας, η οποία ήδη το 2012 ζήτησε εγγυήσεις από την Ελλάδα για να συμμετάσχει στο δεύτερο πρόγραμμα στήριξης. “Είδαμε ότι η διαδικασία αυτή λειτούργησε“, κατέληξε ο κ. Σέντερ».
ΤΑΖ: «Ελπίδα της Ευρώπης – αντίπαλος της Μέρκελ»
Σε άρθρο με τίτλο «Ελπίδα της Ευρώπης – Αντίπαλος της Μέρκελ» η εφημερίδα ΤΑΖ εστιάζει στις διαφορές μεταξύ Άγκελα Μέρκελ και Εμανουέλ Μακρόν αναφερόμενη και στην αντιμετώπιση της Ελλάδας: «Ο νέος πρόεδρος της Γαλλίας επιθυμεί τον εκδημοκρατισμό της Ευρωζώνης και ζητά νέες ιδέες για την μεταρρύθμιση της Ε.Ε.. Όμως για την Άγκελα Μέρκελ και τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ο ανταγωνισμός είναι σημαντικότερος από την αλληλεγγύη. (..) Πολλές φορές η καγκελάριος έχει ασκήσει βέτο στην αναδιάρθρωση της Ευρωζώνης. Και τίποτα δεν παραπέμπει σε αλλαγή της στάσης σε καιρό προεκλογικού αγώνα. Ως υπουργός Οικονομίας ο Εμανουέλ Μακρόν είχε αντιταχθεί σε μια αποπομπή της Ελλάδας από το ευρώ. Από την πλευρά της η κ. Μέρκελ άφηνε για μεγάλο διάστημα τον κ. Σόιμπλε να απειλεί με Grexit. Ακόμα και σήμερα ο Γερμανός υπουργός εμφανίζεται ως σκληροπυρηνικός. Επιθυμεί την ίδρυση ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου, το οποίο να διασφαλίζει ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να βρίσκεται σε καθεστώς λιτότητας για πολλά ακόμα χρόνια. Ο Β. Σόιμπλε θέλει να επιβάλλει ελέγχους και στη Γαλλία».
«Όλα αυτά είναι ακριβώς τα αντίθετα από αυτά που επιθυμεί ο κ. Μακρόν, του οποίου τις επικρίσεις για τα πλεονάσματα του γερμανικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ούτε που θέλει να ακούει ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε» παρατηρεί η εφημερίδα προσθέτοντας: «Κι ας είναι γνωστό ότι τα γερμανικά πλεονάσματα συμβάλλουν στα γαλλικά ελλείμματα με αποτέλεσμα να εντείνονται οι ανισότητες».