Στην πώληση λιγνιτικών μονάδων και λιγνιτωρυχείων που αντιστοιχούν περίπου στο 40% του δυναμικού της ΔΕΗ συμφώνησαν κυβέρνηση και δανειστές, στο πλαίσιο της συμφωνίας που επιτεύχθηκε μεταξύ των δύο πλευρών, και η οποία ανοίγει τον δρόμο για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και την εκταμίευση της επόμενης δόσης των δανείων.
Στην πώληση λιγνιτικών μονάδων και λιγνιτωρυχείων που αντιστοιχούν περίπου στο 40% του δυναμικού της ΔΕΗ συμφώνησαν κυβέρνηση και δανειστές, στο πλαίσιο της συμφωνίας που επιτεύχθηκε μεταξύ των δύο πλευρών, και η οποία ανοίγει τον δρόμο για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και την εκταμίευση της επόμενης δόσης των δανείων.
Το market τεστ για τη βολιδοσκόπηση των ενδιαφερόμενων επενδυτών θα πραγματοποιηθεί έως τον Νοέμβριο, με στόχο η πώληση των μονάδων και των ορυχείων να έχει ολοκληρωθεί έως τον Ιούνιο του 2018.
Όπως επισημαίνεται από πλευράς υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης, στα μέσα Δεκεμβρίου 2016 εκδόθηκε απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, η οποία επανέφερε σε ισχύ αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του 2008 και του 2009, σχετικά με την ανάγκη να αντιμετωπισθεί η μονοπωλιακή πρόσβαση της ΔΕΗ σε λιγνίτη. Σε εφαρμογή των αποφάσεων αυτών (Κομισιόν και Ευρωπαϊκό Δικαστήριο) συμφωνήθηκε με τους θεσμούς το πλαίσιο αρχών για την υλοποίηση διαρθρωτικών μέτρων, που θα αντιμετωπίζουν το ζήτημα αυτό.
Ειδικότερα, όπως έγινε γνωστό από το υπουργείο:
Η συμφωνία περιλαμβάνει επίσης την επανέναρξη της διαδικασίας για την ιδιωτικοποίηση του 66% του ΔΕΣΦΑ (35% ΕΛΠΕ, 31% ΤΑΙΠΕΔ), με το Δημόσιο να διατηρεί το υπόλοιπο 34% και στόχο αυτή να ολοκληρωθεί έως τα τέλη του έτους.
Σύμφωνα με το αρμόδιο υπουργείο, που επισημαίνει πως έχει ήδη προχωρήσει η διαδικασία πρόσληψης συμβούλου από το ΤΑΙΠΕΔ για την ιδιωτικοποίηση, η συμφωνία προβλέπει δύο προδιαγραφές:
Η κυβέρνηση δεσμεύθηκε επίσης στη δημοπράτηση μεγαλύτερων ποσοτήτων ηλεκτρικής ενέργειας μέσω των λεγόμενων NOME για φέτος, το 2018 και το 2019 σε σχέση με αυτό που είχε συμφωνήσει πέρυσι.
Ειδικότερα, όπως σημειώνεται από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, οι θεσμοί ζητούσαν υπερβολικά υψηλές ποσότητες δημοπράτησης (αρχικά μέχρι 46% και στη συνέχεια μέχρι 33%) και μέσα από τη διαπραγμάτευση η αύξηση περιορίσθηκε σε πολύ πιο χαμηλά και ρεαλιστικά επίπεδα (16% για το 2017, 19% για το 2018 και 22% για το 2019). Ωστόσο, συμπεριλήφθηκε όρος στη συμφωνία, ότι μετά την εφαρμογή των μέτρων για τον λιγνίτη οι ποσότητες των δημοπρατούμενων ποσοτήτων θα μειωθούν.
Επιπλέον, ως προαπαιτούμενο για την αξιολόγηση, θα υποβληθεί στους θεσμούς Πλάνο Δράσης για την αντιμετώπιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τη ΔΕΗ.
Σε ό,τι αφορά τις Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας, από το υπουργείο σημειώνεται πως οι ΥΚΩ, που αποτελούν μία από τις ρυθμιζόμενες χρεώσεις στα τιμολόγια ηλεκτρικού ρεύματος, για την κάλυψη του κόστους ηλεκτροδότησης των νησιών και των ειδικών τιμολογίων (Κοινωνικό Τιμολόγιο, πολυτέκνων) και εισπράττονται από τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας (ΔΕΗ και ιδιώτες), για την ανάκτηση του κόστους αυτού, κατά τα προηγούμενα χρόνια, από το 2012, δεν είχαν επιμερισθεί στο σύνολο τους, για να μην αυξηθούν τα τιμολόγια ηλεκτρισμού, με αποτέλεσμα τη συσσώρευση οφειλών προς τη ΔΕΗ.
Όπως επισημαίνεται από το υπουργείο, η εκκρεμότητα αυτή των παρελθόντων ετών θα τακτοποιηθεί σε βάθος 5ετίας, έως το 2022, προκειμένου να αποφευχθούν αυξήσεις στα τιμολόγια ηλεκτρισμού.
Ακόμη, η συμφωνία με τους θεσμούς προβλέπει την υποβολή έως το Σεπτέμβριο 2017 ενός οδικού χάρτη για την ολοκλήρωση της απελευθέρωσης της αγοράς φυσικού αερίου.
Τέλος, η συμφωνία προβλέπει να υποβληθεί άμεσα στους θεσμούς οδικός χάρτης για την προσαρμογή της εγχώριας αγοράς ηλεκτρισμού στους κανόνες της ενοποιημένης ευρωπαϊκής αγοράς, στο πλαίσιο του Μοντέλου Στόχου (Target Model).