Το υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα που έχει καταγραφεί από το 1995 μέχρι σήμερα ανακοίνωσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή, στηριζόμενο στις αυξήσεις φόρων και στις μειώσεις των συντάξεων, ενώ η καταγραφόμενη υπεραπόδοση καθιστά, εκ των υστέρων, αχρείαστα τα μέτρα που επιβλήθηκαν το προηγούμενο έτος. Η κατακόρυφη αύξηση των δημοσίων εσόδων -κυρίως των φορολογικών, απόρροια της υπερφορολόγησης- αλλά και η σημαντική πτώση των δαπανών είχαν ως αποτέλεσμα το πρωτογενές αποτέλεσμα να βελτιωθεί κατά 11,04 δισ. ευρώ το 2016 συγκριτικά με το 2015.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Το υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα που έχει καταγραφεί από το 1995 μέχρι σήμερα ανακοίνωσε χθες η Ελληνική Στατιστική Αρχή, στηριζόμενο στις αυξήσεις φόρων και στις μειώσεις των συντάξεων, ενώ η καταγραφόμενη υπεραπόδοση καθιστά, εκ των υστέρων, αχρείαστα τα μέτρα που επιβλήθηκαν το προηγούμενο έτος.
Το 2016 έκλεισε με θετική διαφορά της τάξεως των 6,937 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 3,9% του ΑΕΠ. Η κατακόρυφη αύξηση των δημοσίων εσόδων -κυρίως των φορολογικών, απόρροια της υπερφορολόγησης- αλλά και η σημαντική πτώση των δαπανών είχαν ως αποτέλεσμα το πρωτογενές αποτέλεσμα να βελτιωθεί κατά 11,04 δισ. ευρώ το 2016 συγκριτικά με το 2015.
Το ποσοστό του 3,9% του ΑΕΠ προκύπτει με βάση τη μεθοδολογία της ΕΛΣΤΑΤ (ESA 2010) και έχει ήδη εγκριθεί από προχθές και από τη Eurostat, η οποία θα προχωρήσει και σε επίσημες ανακοινώσεις τη Δευτέρα. Με βάση τον ορισμό του πρωτογενούς πλεονάσματος για τις ανάγκες του μνημονίου, το ποσοστό διαμορφώνεται στο 4,19% σύμφωνα με όσα ανακοίνωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος. Έτσι, η Ελλάδα πέτυχε να ξεπεράσει κατά τουλάχιστον 8 φορές τον μνημονιακό στόχο, σύμφωνα με τον οποίο το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 θα έπρεπε να διαμορφωθεί στο 0,5%.
Μετά την ανακοίνωση του πρωτογενούς πλεονάσματος -τόσο σε όρους ESA 2010 όσο και με βάση τον μνημονιακό ορισμό- ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωσε ότι «πλέον είναι βέβαιο ότι θα πιαστούν οι στόχοι που θέτει το πρόγραμμα για το 2017 και για το 2018, καθώς το αποτέλεσμα του 2016 είναι τέτοιο που δεν αφήνει περιθώρια αμφισβητήσεων». Ο κύριος Τζανακόπουλος συμπλήρωσε ότι τα θετικά μέτρα που συμφωνήθηκαν με τους θεσμούς για το 2019 και για το 2020, και τα οποία θα νομοθετηθούν σε λίγο καιρό, «δεν υπάρχει πλέον καμία αμφιβολία ότι θα εφαρμοστούν».
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που ανακοίνωσε χθες η ΕΛΣΤΑΤ (σ.σ.: αποτελούν την πρώτη κοινοποίηση του πρωτογενούς πλεονάσματος, ενώ θα ακολουθήσει η 2η εκτίμηση τον Οκτώβριο):
1. Το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης ήταν θετικό το 2016 κατά 1,288 δισ. ευρώ, όταν το 2015 είχε κλείσει με έλλειμμα 10,427 δισ. ευρώ. Υπενθυμίζεται ότι το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης περιλαμβάνει και τη δαπάνη για τους τόκους η οποία δεν περιλαμβάνεται στο πρωτογενές αποτέλεσμα. Σε όρους ΑΕΠ, η περσινή χρονιά έκλεισε με πλεόνασμα 0,7% έναντι ελλείμματος 5,9% το 2015. Είναι η πρώτη φορά τα τελευταία 10 χρόνια που η χρονιά κλείνει με θετικό πρόσημο σε επίπεδο ισοζυγίου γενικής κυβέρνησης, ενώ με βάση τις χρονοσειρές της ΕΛΣΤΑΤ δεν έχει καταγραφεί τέτοια επίδοση μετά το 1995 οπότε και ξεκίνησε η μέτρηση με βάση τα πρωτόκολλα ESA (αρχικά το ESA 1995 και στη συνέχεια το ESA 2010). Αξίζει να σημειωθεί ότι η ΕΛΣΤΑΤ διόρθωσε προς τα πάνω το έλλειμμα του 2015. Τον Οκτώβριο του 2016 είχε εκτιμηθεί στο -7,5% του ΑΕΠ και από χθες έχει επανεκτιμηθεί στο -5,9% του ΑΕΠ.
2. Το πρωτογενές ισοζύγιο διαμορφώθηκε, όπως προαναφέρθηκε, στα 6,937 δισ. ευρώ ή στο 3,9% του ΑΕΠ, όταν το 2015 είχε κλείσει με έλλειμμα 2,3% του ΑΕΠ ή 4,105 δισ. ευρώ.
3. Οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης παρουσίασαν μείωση στα 86,185 δισ. ευρώ έναντι 95,247 δισ. ευρώ το 2015. Αντιστοιχούσαν το 2016 στο 49% του ΑΕΠ έναντι 54,21% του ΑΕΠ το 2015.
4. Τα έσοδα της γενικής κυβέρνησης διαμορφώθηκαν στα 87,473 δισ. ευρώ ή στο 49,73% του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας αισθητή άνοδο σε σχέση με το 2015 οπότε είχαν διαμορφωθεί στα 84,82 δισ. ευρώ ή στο 48,28% του ΑΕΠ.
5. Το ΑΕΠ εμφανίζει έστω και οριακή αύξηση στα 175,888 δισ. ευρώ συγκριτικά με τα 175,697 δισ. ευρώ του 2015.
Μνημόνιο και κόφτες
Το «μνημονιακό πλεόνασμα» -αυτό που ενδιαφέρει καθώς από αυτό κρίνεται αν εκπληρώνονται οι βασικοί δημοσιονομικοί στόχοι ή αν πρέπει να ενεργοποιηθούν οι «κόφτες»- διαφέρει από το ποσοστό που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ, καθώς έχει άλλο ορισμό. Η επίσημη ανακοίνωση για το επίπεδο στο οποίο κυμάνθηκε το 2016 ήρθε από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο ο οποίος και το προσδιόρισε στο 4,19% του ΑΕΠ ή στα 7,37 δισ. ευρώ. Σε κάθε περίπτωση, το ποσοστό είναι πολλαπλάσιο του στόχου που είχε καθοριστεί στο μνημόνιο για το 2016 και ο οποίος είχε προσδιοριστεί στο 0,5% του ΑΕΠ. Η μεγάλη διαφορά -η οποία σε μεγάλο βαθμό είχε προεξοφληθεί καθώς και ο ίδιος ο πρωθυπουργός είχε μιλήσει για εκπλήρωση του στόχου του 3,5% του ΑΕΠ ήδη από το 2016- θα αποτελέσει οριστικά πλέον το ισχυρό χαρτί της ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδας τόσο κατά τις συζητήσεις που διεξάγονται ήδη από σήμερα στην Ουάσιγκτον για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους όσο και κατά τις «τεχνικές διαπραγματεύσεις» που αναμένονται από την Τρίτη στην Αθήνα με το «κουαρτέτο» για την ολοκλήρωση της τεχνικής συμφωνίας με τους θεσμούς.
Το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης, όπως ανακοινώθηκε από την Ελληνική Στατιστική Αρχή, υπολογίζεται με βάση το πρότυπο ESA 2010 και διαφέρει από τον ορισμό του πρωτογενούς πλεονάσματος που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής της Ελλάδας (δηλαδή το μνημόνιο). Μια βασική διαφορά είναι ότι το «μνημονιακό» πρωτογενές πλεόνασμα δεν περιλαμβάνει την κρατική υποστήριξη για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Αυτή η υποστήριξη μπορεί να έχει αρνητικό ή και θετικό αντίκτυπο στη διαμόρφωση του πλεονάσματος. Για παράδειγμα, το 2014 η επίπτωση ήταν θετική κατά 136 εκατ. ευρώ, ενώ και το 2016 ήταν θετική κατά 70 εκατ. ευρώ.
Η θετική επίπτωση προήλθε από το γεγονός ότι οι αμοιβές που προέκυψαν από τις εγγυήσεις του διατραπεζικού δανεισμού και του συστήματος των ομολογιακών δανείων, καθώς και τα έσοδα από τις προνομιούχες μετοχές των τραπεζών, ήταν υψηλότερες από τις δεδουλευμένες δαπάνες. Αντίθετα, το 2013 και το 2015 η επίπτωση ήταν έντονα αρνητική λόγω της διαδικασίας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Το 2013, το αρνητικό αποτέλεσμα έφτασε στα 19,446 δισ. ευρώ, ενώ το 2015 στα 4,842 δισ. ευρώ (σ.σ.: αρχικά η αρνητική επίδραση του 2015 είχε υπολογιστεί σε πάνω από 7 δισ. ευρώ, αλλά το ποσό διορθώθηκε στα 4,84 δισ. ευρώ κατόπιν συμφωνίας με τη Eurostat).
Πού πηγαίνει το περίσσευμα του στόχου
Βάσει του αναθεωρημένου μνημονίου, σε περίπτωση υπέρβασης του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος, η κυβέρνηση έχει το δικαίωμα να προχωρήσει σε λήψη έκτακτων θετικών μέτρων σε συνεννόηση με τους θεσμούς. Βάσει αυτής της πρόβλεψης του μνημονίου έγινε και η καταβολή της «13ης σύνταξης» τον περασμένο Δεκέμβριο. Βέβαια, επειδή άλλαξε η χρονιά, η κυβέρνηση θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτική στη διανομή νέας οικονομικής ενίσχυσης καθώς αυτή τη φορά η δαπάνη θα εγγραφεί στον προϋπολογισμό του 2017. Η σχετική συζήτηση θα ανοίξει προς το τέλος του έτους αφού διασφαλιστεί ότι θα υπερκαλυφθεί και ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2017, ο οποίος και έχει οριστεί στο 1,75% του ΑΕΠ.
Αχρείαστα τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση
Η εντυπωσιακή βελτίωση στο ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης αλλά και στο πρωτογενές πλεόνασμα οφείλεται κατά κύριο λόγο:
1. Στην κατακόρυφη αύξηση των φορολογικών εσόδων. Με βάση τα στοιχεία που έχουν ανακοινωθεί από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, τα έσοδα από φόρους του 2016 παρουσίασαν αύξηση άνω των 3,5 δισ. ευρώ συγκριτικά με το 2015. Συνέβαλε στην κατεύθυνση αυτή η επέκταση του πλαστικού χρήματος στις συναλλαγές, αλλά και η αυτοματοποίηση των κατασχέσεων για χρέη προς το Δημόσιο, εις χείρας τρίτων και ειδικά τραπεζικών λογαριασμών. Εκ των υστέρων προκύπτει ότι ολόκληρο το πακέτο των φορολογικών μέτρων του 2016 (το οποίο ξεπέρασε το 1% του ΑΕΠ αν συνυπολογιστούν οι παρεμβάσεις σε άμεσους και έμμεσους φόρους) πρακτικά ήταν αχρείαστο καθώς ακόμη και αν δεν λαμβάνονταν τα πρόσθετα φορολογικά μέτρα ο μνημονιακός στόχος για το 2016 θα είχε υπερκαλυφθεί. Επίσης, προκύπτει ότι υπήρξε τεράστια απόκλιση στην κοστολόγηση των μέτρων που ενεργοποιήθηκαν με ευθύνη και των θεσμών αλλά και της ελληνικής κυβέρνησης.
2. Στο γεγονός ότι το 2016 δεν υπήρξε δαπάνη για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Βάσει των στοιχείων της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, ενώ το 2015 η επίπτωση της υποστήριξης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ήταν αρνητική κατά 4,842 δισ. ευρώ, το 2016 ήταν θετική κατά 70 εκατ. ευρώ.
3. Στη σημαντική βελτίωση των οικονομικών επιδόσεων των ασφαλιστικών ταμείων λόγω και της νέας περικοπής των συντάξεων που έγινε μέσα στο 2016, αλλά και της αύξησης των εισπράξεων από ασφαλιστικές εισφορές. Οι οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης εμφάνισαν το 2016 πλεόνασμα 2,042 δισ. ευρώ έναντι ελλείμματος 608 εκατ. ευρώ το 2015.