Η αύξηση της ζήτησης για containerships, κυρίως στη γραμμή από ΗΠΑ και Ευρώπη προς Κίνα, λόγω αυξημένων εισαγωγών από τη μεγαλύτερη χώρα του κόσμου «σπρώχνει» προς τα πάνω τους ναύλους με αποτέλεσμα να ωφελούνται ναυτιλιακές εταιρείες που ελέγχουν στόλους containerships -όπως η ελληνικών συμφερόντων Costamare- που αυτή την περίοδο υπογράφουν νέα συμβόλαια ή ανανεώνουν παλαιότερα συμβόλαια ναύλωσης των πλοίων τους, στους liners.
Από την έντυπη έκδοση
Του Λάμπρου Καραγεώργου
[email protected]
Η αύξηση της ζήτησης για containerships, κυρίως στη γραμμή από ΗΠΑ και Ευρώπη προς Κίνα, λόγω αυξημένων εισαγωγών από τη μεγαλύτερη χώρα του κόσμου «σπρώχνει» προς τα πάνω τους ναύλους με αποτέλεσμα να ωφελούνται ναυτιλιακές εταιρείες που ελέγχουν στόλους containerships -όπως η ελληνικών συμφερόντων Costamare- που αυτή την περίοδο υπογράφουν νέα συμβόλαια ή ανανεώνουν παλαιότερα συμβόλαια ναύλωσης των πλοίων τους, στους liners.
Σύμφωνα με μία τελευταία ανάλυση της Morgan Stanley, το παγκόσμιο θαλάσσιο εμπόριο containers δείχνει σημάδια βελτίωσης, με τους ναύλους σε βασικές διαδρομές μεγάλων αποστάσεων να είναι 50%-60% υψηλότεροι από αυτούς που παρατηρήθηκαν πριν από έναν χρόνο.
Τα συμβόλαια μεταφοράς από την Κίνα προς το Ρότερνταμ έχουν υπερδιπλασιαστεί σε ετήσια βάση, αναφέρει ο αναλυτής της Morgan Stanley Φώτης Γιαννακούλης και προσθέτει ότι οι συμβάσεις που αφορούν μεταφορές στη Δυτική Ακτή των ΗΠΑ είναι αυξημένες κατά 40% σε ετήσια βάση.
Αν και σε Ευρώπη και ΗΠΑ η ζήτηση παραμένει σχετικά αδύναμη, το εμπόριο διά μέσου εμπορευματοκιβωτίων είναι ιδιαίτερα έντονο με βάση την Κίνα, με τις εισαγωγές σε τελικά προϊόντα και πρώτες ύλες από την Κίνα να αυξάνουν σημαντικά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τους δύο πρώτους μήνες του έτους η κίνηση στα κινεζικά λιμάνια αυξήθηκε κατά 5,8% σε ετήσια βάση, ενώ οι εισαγωγές φορτίων από τη Δυτική Ευρώπη αυξήθηκαν κατά 50% σε ετήσια βάση καθώς αυξάνεται η εγχώρια κατανάλωση σε τελικά προϊόντα.
Η αύξηση του εμπορίου σε αυτή την κατεύθυνση οδήγησε τους liners να διεκδικούν επιπλέον μερίδιο αγοράς στη γραμμή Transpacific, η οποία παρουσιάζει αύξηση 5% της χωρητικότητας από την αρχή του τρέχοντος έτους, ενώ στελέχη της Maersk της μεγαλύτερης ναυτιλιακής εταιρείας του κόσμου φέρεται να δήλωσαν ότι δεν θεωρούν προσωρινή την πρόσφατη απότομη αύξηση της ζήτησης και προϋπολογίζουν υψηλότερους συντελεστές φορτίου μέχρι τέλους του έτους στις εισαγωγές από την Κίνα.
Μένει να δούμε αν οι ναυτιλιακές επιχειρήσεις θα μπορούσαν να διατηρήσουν τα κέρδη από τους ναύλους καθώς εντείνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ των συμμαχιών για την κατάκτηση νέων υψηλότερων μεριδίων αγοράς, τονίζει η Morgan Stanley.
Πάντως, οι πλοιοκτήτες των πλοίων που ναυλώνονται στους liners έχουν παρατηρήσει μία σημαντική βελτίωση στη ζήτηση χωρητικότητας με αποτέλεσμα ο αριθμός των πλοίων που παραμένουν σε αδράνεια να έχει μειωθεί στο 5,6% του παγκόσμιου στόλου, που είναι το χαμηλότερο επίπεδο των επτά τελευταίων μηνών, προκαλώντας παράλληλα μια σημαντική άνοδο των ναύλων, αν και παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα.
Ο αριθμός των πλοίων που είναι εκτός λειτουργίας (αδρανοποιημένα ή παροπλισμένα) μειώθηκε στα 279 από το υψηλό επίπεδο των 397 πλοίων τον Οκτώβριο το 2016, αριθμός που αντιπροσώπευε το 7,8% του παγκόσμιου εν λειτουργία στόλου πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων.
Οι ναύλοι για πλοία μεταφορικής ικανότητας 4.250 Teu βρίσκονται τώρα στα επίπεδα των 9.650 δολ. την ημέρα, αυξημένοι κατά 10% σε διάστημα μιας εβδομάδας και 47% στο διάστημα ενός μήνα, ενώ τα μεγαλύτερα πλοία έχουν δει ακόμη μεγαλύτερες αυξήσεις.
Η Alphaliner αναφέρει ότι η Costamare επωφελείται από την άνοδο των ναύλων καθώς ναύλωσε δύο νεότευκτα πλοία 11.000 Teu το κάθε ένα, με συμβόλαια διάρκειας ενός έτους στις ναυτιλιακές εταιρείες Zim και Hapag-Lloyd, με ημερήσιο ναύλο στα 18.000 δολ. όταν παλαιότερες ναυλώσεις γι’ αυτού του τύπου πλοία ήταν στα 13.000 δολ.
Επίσης το τελευταίο διάστημα αυξάνονται και οι αξίες των πλοίων καθώς τα containerships τύπου post-panamax (7.000 teu) κατέγραψαν μία αύξηση της αξίας τους κατά 7% στο διάστημα μιας εβδομάδας στα 29 εκατ. δολ., ωστόσο θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι αξίες των πλοίων εξακολουθούν να είναι 40%-50% χαμηλότερες από τα επίπεδα του περασμένου έτους και 50%-75% κάτω από τον μέσο όρο των τελευταίων δέκα ετών.