Χωρίς νεότερα από το μέτωπο των διαπραγματεύσεων κύλησε το Σαββατοκύριακο με αποτέλεσμα οι επικεφαλής του κουαρτέτου να παραμένουν στις έδρες τους και τα όποια περιθώρια για επίτευξη τεχνικής συμφωνίας μέχρι το Eurogroup της Μάλτας την Παρασκευή να γίνονται ακόμη πιο ασφυκτικά, έως ανύπαρκτα.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Χωρίς νεότερα από το μέτωπο των διαπραγματεύσεων κύλησε το Σαββατοκύριακο με αποτέλεσμα οι επικεφαλής του κουαρτέτου να παραμένουν στις έδρες τους και τα όποια περιθώρια για επίτευξη τεχνικής συμφωνίας μέχρι το Eurogroup της Μάλτας την Παρασκευή να γίνονται ακόμη πιο ασφυκτικά, έως ανύπαρκτα. Επισήμως και ανεπισήμως η κυβέρνηση καταλογίζει στους δανειστές -κυρίως στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο- αλλά και στον Γερμανό υπουργό Οικονομικών Β. Σόιμπλε την ευθύνη για τις νέες καθυστερήσεις, αλλά ακόμη και τώρα εξακολουθεί να επιμένει ότι υπάρχουν περιθώρια για επίτευξη συμφωνίας μέσα στον Απρίλιο.
«Υπάρχουν καθυστερήσεις με προσχήματα, κατά κύριο λόγο από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» δήλωσε χθες μιλώντας στον ΣΚΑΪ o κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, συμπληρώνοντας όμως ότι τα επόμενα 24ωρα θα υπάρξουν εξελίξεις. Σύμφωνα με τον κ. Τζανακόπουλο, «κάθε φορά που είμαστε κοντά, το ΔΝΤ έχει μια τακτική να καθυστερεί τις διαπραγματεύσεις γιατί θεωρεί ότι όσο ο χρόνος πιέζει και όσο η οικονομία τελεί σε αβεβαιότητα, τόσο περισσότερο μπαίνει στη γωνία ο αντισυμβαλλόμενος του Ταμείου». Ο κ. Τζανακόπουλος άσκησε κριτική και στον υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας, κατηγορώντας τον επίσης ότι βρίσκει διάφορα προσχήματα για να καθυστερεί τις διαπραγματεύσεις.
Με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, οι διαπραγματεύσεις «κόλλησαν» στην κατανομή των μέτρων για το 2019 και για το 2020. Γερμανία και ΔΝΤ επιμένουν ώστε η μείωση των συντάξεων να γίνει σχεδόν εξ ολοκλήρου το 2019, με την ελληνική πλευρά να επιμένει ότι έστω ένα μέρος του ασφαλιστικού πακέτου θα πρέπει να μετατεθεί για το 2020. Το ΔΝΤ υπαναχώρησε στην αρχική συμφωνία να «σπάσει» το συνολικό πακέτο του 2% του ΑΕΠ ώστε η μείωση των συντάξεων να αποδώσει 0,7% το 2019 και 0,3% το 2020 (και αντίστοιχα η μείωση του αφορολόγητου να αποφέρει 0,3% το 2019 και 0,7% το 2020). Απείλησε μάλιστα -με βάση τα όσα αναφέρουν κυβερνητικές πηγές- να ξανανοίξει το εργασιακό. Έτσι, στην πραγματικότητα όλα τα θέματα αυτή τη στιγμή είναι ανοικτά.
Έχει καταστεί σαφές ότι η ολοκλήρωση της τεχνικής αξιολόγησης προϋποθέτει μια ακόμη αποστολή των επικεφαλής του κουαρτέτου στην Αθήνα. Ο χρόνος μέχρι το Eurogroup της Παρασκευής είναι πλέον ελάχιστος, ενώ αν χαθεί αυτή η εβδομάδα η πιθανή έκτακτη συνεδρίαση του Eurogroup, για την οποία μίλησε την προηγούμενη εβδομάδα και o Γερούν Ντέισελμπλουμ, θα αναζητηθεί μετά τις αργίες του Πάσχα. Σε κάθε περίπτωση, η τεχνική συμφωνία θα πρέπει να έχει κλείσει πριν από την Εαρινή Σύνοδο του ΔΝΤ στις 21-23 Απριλίου, καθώς στην Ουάσιγκτον θα πρέπει να ανοίξει το θέμα των μέτρων για τη ρύθμιση του χρέους αλλά και των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Ειδικά για το πακέτο με τα μεσοπρόθεσμα μέτρα, πληροφορίες φέρουν τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης να έχει προχωρήσει με την προεργασία, με τις τελικές αποφάσεις βέβαια να πρέπει να ληφθούν σε πολιτικό επίπεδο. Ως ημερομηνία ορόσημο για την πλήρη συμφωνία -διότι μέσα στον Απρίλιο θα αναζητηθεί μόνο το τεχνικό σκέλος- παραμένει η συνεδρίαση του Eurogroup στις 22 Μαΐου.
Χθες, ο Αλέξης Τσίπρας συνέδεσε ευθέως την ενεργοποίηση των μέτρων και των αντίμετρων με την επίτευξη συμφωνίας για το χρέος. Ο πρωθυπουργός, με δήλωσή του στο «Έθνος της Κυριακής», υποστήριξε: «Είναι η πρώτη φορά που δεν εφαρμόζουμε μέτρα περιμένοντας να μας δώσουν κάτι μετά, αλλά το αντίστροφο. Θα κλείσει η συμφωνία, θα ψηφίσουμε μέτρα και τα αντίμετρα, τα οποία θα εφαρμοστούν μετά το 2019 - και αυτό μόνο αν στο μεταξύ υπάρχουν ουσιαστικά μέτρα για το χρέος και έχουν αρχίσει να εφαρμόζονται».
Ερμηνεύοντας τη δήλωση του πρωθυπουργού, ο κ. Τζανακόπουλος, υποστήριξε ότι ο πρωθυπουργός ουσιαστικά επανέλαβε το περιεχόμενο της συμφωνίας που επιτεύχθηκε στο Eurogroup του Φεβρουαρίου: «Ναι μεν να υπάρξει υποχώρηση σε ό,τι αφορά το δημοσιονομικό μίγμα, αλλά από την άλλη μεριά και μια μεσοπρόθεσμη ρύθμιση του ελληνικού χρέους έτσι ώστε να μπορέσει να υπάρξει ένας καθαρός διάδρομος για την ελληνική οικονομία».