Ο υψηλός ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ κατά τα τελευταία έτη (4% κατά μέσο όρο) δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, διαπιστώνει σε ανάλυσή της η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος.
Ο υψηλός ρυθμός αύξησης κυρίως βασίστηκε στην αύξηση των επενδύσεων και κατά δεύτερο λόγο της απασχόλησης (ειδικά των μεταναστών) με ρυθμούς που δεν είναι εύκολο να διατηρηθούν στο μέλλον (καθώς συνυπήρχαν και έκτακτες συνθήκες, όπως η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων). Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι η ανταγωνιστικότητα αποτελεί κύριο προσδιοριστικό παράγοντα αύξησης του πραγματικού εισοδήματος μιας οικονομίας, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται και από την ανάλυση της τράπεζας: η διατήρηση των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και η πορεία της πραγματικής σύγκλισης συναρτώνται άμεσα από την μεγαλύτερη πρόοδο στο πεδίο της ανταγωνιστικότητας.
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση της Εθνικής, δεδομένου ότι δεν υπάρχει ένα ενιαίο μέτρο για την ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας, η εκτίμηση του επιπέδου της είναι συνισταμένη ενός συνόλου μεταβλητών. Οι μεταβλητές περιλαμβάνουν τόσο μακροοικονομικούς δείκτες όσο και περισσότερο ποιοτικούς παράγοντες, οι οποίοι προσδιορίζουν διαρθρωτικές αδυναμίες. Οι περισσότερες μακροοικονομικές μεταβλητές αποτυπώνουν εξασθένηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια. Συγκεκριμένα, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας καθώς και της συνολικής παραγωγικότητας, (που αντανακλά την αποτελεσματικότητα της παραγωγικής δομής της οικονομίας) εκτιμάται ότι συνεισέφεραν στην ανάπτυξη λιγότερο από το αναμενόμενο, για μια χώρα που στοχεύει στην πραγματική σύγκλιση. Η συνεισφορά αυτή περιορίζεται περαιτέρω αν ληφθεί υπόψη η υποεκτίμηση της αύξησης της απασχόλησης από το 1994, η οποία προέρχεται κυρίως από τους αλλοδαπούς.
Παράλληλα, η διεύρυνση, κατά την τελευταία τετραετία, της διαφοράς του ρυθμού πληθωρισμού με την ευρωζώνη συνετέλεσε στην ανατίμηση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας με επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εξαγωγών. Το γεγονός αυτό αντανακλάται στη συρρίκνωση του μεριδίου των εξαγωγών ελληνικών προϊόντων, οι οποίες αποδεικνύονται ιδιαίτερα ευάλωτες στον ανταγωνισμό, σε σχέση με τις χώρες χαμηλού εργασιακού κόστους. Θετικότερη είναι η εικόνα του κλάδου των υπηρεσιών, που όμως επωφελείται -- κατά το 2003-2004 -- από την ιδιαίτερα ευνοϊκή διεθνή συγκυρία στον τομέα της ποντοπόρου ναυτιλίας.
Η ανάλυση της Εθνικής επιβεβαιώνει ότι σε διεθνές επίπεδο οι διαρθρωτικοί παράγοντες προσδιορίζουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μακροχρόνια. Στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, διεθνείς μετρήσεις (όπως το παγκόσμιο παρατηρητήριο επιχειρηματικότητας και έρευνες του ΟΟΣΑ) καταδεικνύουν την ύπαρξη αδυναμιών. Συνεπώς, προσδιορίζεται και η κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να κινηθούν οι προσπάθειες για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, κατά τα επόμενα χρόνια, όπως είναι η βελτίωση του θεσμικού πλαισίου, η μείωση της γραφειοκρατίας και η ενθάρρυνση της επιχειρηματικότητας.
Για παράδειγμα, η ουσιαστική προώθηση της επιχειρηματικότητας προϋποθέτει την εύρυθμη λειτουργία των εγχώριων αγορών με την άρση και των τελευταίων στρεβλώσεων στον ανταγωνισμό (π.χ. γραφειοκρατία, νομικό πλαίσιο κτλ). Με αυτόν τον τρόπο θα διευκολυνθεί και ο αναπροσανατολισμός της οικονομικής δραστηριότητας προς τομείς με υψηλή προστιθέμενη αξία.
Εξάλλου, σύμφωνα με τα στοιχεία σχετικών ερευνών, το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα δεν ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στις ανάγκες της οικονομίας με αρνητικές συνέπειες στην αγορά εργασίας. Οι αδυναμίες αυτές φέρουν την Ελλάδα με ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ανέργων σε αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Οι διαρθρωτικές αδυναμίες αντανακλώνται και στις μέτριες επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας στην απασχόληση. Έτσι, το ποσοστό μακροχρόνια ανέργων, καθώς και των νέων ανέργων, είναι από τα υψηλότερα στον ΟΟΣΑ (56,5% και 25,1% σε σύγκριση με 43,4% και 14,7% αντιστοίχως, που είναι ο μέσοι όροι του ΟΟΣΑ).
Η διατήρηση και η περαιτέρω ενίσχυση του αναπτυξιακού δυναμισμού της χώρας συναρτώνται άμεσα από την ενίσχυση της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας. Εκτιμάται ότι για να διατηρηθεί και να ενισχυθεί ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης κατά τα επόμενα χρόνια, απαιτείται σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας. Μέρος αυτής της βελτίωσης αναμένεται να προκύψει από την αξιοποίηση των έργων υποδομής που ολοκληρώνονται. Ωστόσο, ουσιαστική ώθηση της παραγωγικότητας θα δοθεί μέσα από την επίσπευση των διαρθρωτικών αλλαγών.
Ο νέος φορολογικός νόμος, η προώθηση μέτρων για τη μείωση των γραφειοκρατικών διαδικασιών και για τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων, καθώς και η αναμόρφωση του νόμου περί πτωχεύσεων αποτελούν βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση. Η αποτελεσματική προώθηση, όμως, περαιτέρω διαρθρωτικών μεταβολών με στόχο τη μείωση της γραφειοκρατίας, τη βελτίωση και τον εκσυγχρονισμό του νομικού πλαισίου, την ενίσχυση του ανταγωνισμού και τον εκσυγχρονισμό του εκπαιδευτικού συστήματος αποτελούν αναγκαία συνθήκη για την ενίσχυση των αναπτυξιακών προοπτικών της ελληνικής οικονομίας, καταλήγει η έκθεση της Εθνικής.