Την επίτευξη συμφωνίας στο θέμα του εξωδικαστικού συμβιβασμού ρύθμισης οφειλών των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων, που ανοίγει τον δρόμο για την κατάθεση στη Βουλή του σχετικού νομοσχεδίου, ανακοίνωσε χθες το βράδυ κυβερνητικό στέλεχος εν μέσω της διαπραγμάτευσης των αρμόδιων υπουργών και των επικεφαλής των δανειστών. Αντίθετα, σκληρή ήταν η διαπραγμάτευση για τα εργασιακά, δεδομένου ότι κυβέρνηση και ΔΝΤ επέμειναν στις βασικές τους θέσεις, με ελάχιστες παραχωρήσεις.
Από την έντυπη έκδοση
Την επίτευξη συμφωνίας στο θέμα του εξωδικαστικού συμβιβασμού ρύθμισης οφειλών των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων, που ανοίγει τον δρόμο για την κατάθεση στη Βουλή του σχετικού νομοσχεδίου, ανακοίνωσε χθες το βράδυ κυβερνητικό στέλεχος εν μέσω της διαπραγμάτευσης των αρμόδιων υπουργών και των επικεφαλής των δανειστών. Αντίθετα, σκληρή ήταν η διαπραγμάτευση για τα εργασιακά, δεδομένου ότι κυβέρνηση και ΔΝΤ επέμειναν στις βασικές τους θέσεις, με ελάχιστες παραχωρήσεις.
Ερωτηματικό παραμένει το πόσα από τα μέχρι πρότινος ανοιχτά μέτωπα θα κλείσουν έως τη σημερινή συνεδρίαση του Euro Working Group.
Σε ό,τι αφορά τον εξωδικαστικό, το ίδιο στέλεχος αρνήθηκε να απαντήσει στο πώς συνέκλιναν οι δύο πλευρές, καθώς επί μήνες το μείζον θέμα που τις διαχώριζε ήταν η διαγραφή μη των παρακρατούμενων φόρων και συγκεκριμένα του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) και του Φόρου Μισθωτών Υπηρεσιών, με την ελληνική κυβέρνηση να αρνείται να κουρεύονται οι συγκεκριμένοι φόροι, εν αντιθέσει με τους δανειστές που απαιτούσαν να διαγράφονται.
Η επίτευξη συμφωνίας ανοίγει τον δρόμο για την άμεση κατάθεση και ψήφιση του σχετικού νομοσχεδίου στη Βουλή, ώστε έως το τέλος του μήνα να έχει γίνει νόμος του κράτους. Βέβαια, όπως ορίζει το σχέδιο νόμου που έως και πριν από λίγες ημέρες βρισκόταν υπό δημόσια διαβούλευση, ο νόμος θα τεθεί σε ισχύ τρεις μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθώς για την εφαρμογή του απαιτείται η δημιουργία ειδικής ηλεκτρονικής πλατφόρμας, η οποία δεν προβλέπεται να έχει κατασκευαστεί πριν από το τέλος Ιουνίου.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η χθεσινή εξέλιξη ανοίγει τον δρόμο για τη διευθέτηση ενός σημαντικού αριθμού «κόκκινων» δανείων βιώσιμων επιχειρήσεων, που θα έχει ως αποτέλεσμα την επαναφορά στην κανονικότητα και των επιχειρήσεων αυτών και του τραπεζικού συστήματος.
Συνταξιοδοτική δαπάνη και αγορά εργασίας
Σκληρή μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια και απρόβλεπτη ως προς το τελικό αποτέλεσμα είναι η εξέλιξη των μαραθώνιων διαπραγματεύσεων μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και του κουαρτέτου των θεσμών για τα δύο μείζονα ζητήματα που αφορούν τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και την περικοπή της συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά 1,4 δισ. ευρώ. Για μία ακόμη φορά, κατά τη διάρκεια της χθεσινής πολύωρης διαβούλευσης με τους εκπροσώπους των θεσμών, τον τόνο έδωσε κυρίως η εκπρόσωπος του ΔΝΤ, καθώς ο διεθνής οργανισμός, εκτός από τη σταθερή του άρνηση στην επέκταση των κλαδικών συμβάσεων εργασίας, επαναφέρει όλη την ατζέντα των προτάσεών του για τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και ζητά: α) την αύξηση του ποσοστού των ομαδικών απολύσεων από το 5% που ισχύει σήμερα στο 8% έως 10%, β) την κατάργηση του προεγκριτικού ρόλου του υπουργείου Εργασίας παρά την πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ότι «Το δίκαιο της Ένωσης δεν απαγορεύει καταρχήν σε κράτος μέλος να εναντιώνεται, υπό ορισμένες περιστάσεις, σε ομαδικές απολύσεις προκειμένου να προστατεύονται οι εργαζόμενοι και η απασχόληση», γ) θεσμοθέτηση του Lock out και δ) αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο 1264/82.
Στον αντίποδα των προτάσεων του ΔΝΤ βρίσκονται οι θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης, καθώς για την υπουργό Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου οι βασικές προτεραιότητες της διαπραγμάτευσης είναι οι εξής δύο: α) η επαναφορά των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων στο επίπεδο των κλαδικών συμβάσεων εργασίας οι οποίες ουσιαστικά έχουν καταρρεύσει και β) η επεκτασιμότητα των κλαδικών συμβάσεων και η υπερίσχυσή τους στις περιπτώσεις συρροής έναντι άλλων συλλογικών συμβάσεων (ομοιοεπαγγελματικών, επιχειρησιακών). Όμως, εδώ ακριβώς εντοπίζεται και το μεγάλο πρόβλημα των διαπραγματεύσεων για το εργασιακό, καθώς οι δύο πλευρές -ελληνική κυβέρνηση και ΔΝΤ- εκφράζουν διαμετρικά αντίθετες πολιτικές θέσεις για την αγορά εργασίας και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ανώτατη κυβερνητική πηγή έκανε λόγο για «πολιτική διαφωνία» των δύο πλευρών. Ουσιαστικά για το ΔΝΤ, στο πεδίο της παρούσας διαπραγμάτευσης, η έννοια «επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων στο προηγούμενο καθεστώς» δεν υφίσταται.
Παράλληλα, το ασφαλιστικό εξακολουθεί να αποτελεί το δεύτερο μεγάλο αγκάθι της διαπραγμάτευσης, καθώς το ζητούμενο είναι η περικοπή της συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά 1,4 δισ. ευρώ, χωρίς ωστόσο να έχει ξεκαθαρίσει από την έως τώρα εξέλιξη των διαβουλεύσεων μέσα από ποια διαδικασία και σε ποιο χρονικό ορίζοντα θα υπάρξει η εφαρμογή αυτού του μέτρου, το οποίο θα πρέπει να συνοδευτεί και από τα αντίστοιχα «αντίμετρα». Το αρχικό σενάριο προέβλεπε την εφαρμογή των μέτρων από το 2018, αλλά σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές αυτή η εκδοχή εγκαταλείφθηκε και η διαπραγμάτευση αφορά την εφαρμογή των περικοπών από το 2019 ή ακόμη και από το 2020, χωρίς ωστόσο μέχρι τώρα να υπάρχει κάποια συμφωνία στο χρονοδιάγραμμα εφαρμογής των μέτρων.