Το δικαίωμα να αποφασίσει η ίδια το πώς θα εξοικονομηθεί το απαιτούμενο ποσό από την περικοπή των συντάξεων θα επιδιώξει να διατηρήσει η κυβέρνηση κατά τη διαπραγμάτευση με τους θεσμούς.
Από την έντυπη έκδοση
Των Θάνου Τσίρου και Μιχάλη Χατζηκωνσταντίνου
Το δικαίωμα να αποφασίσει η ίδια το πώς θα εξοικονομηθεί το απαιτούμενο ποσό από την περικοπή των συντάξεων θα επιδιώξει να διατηρήσει η κυβέρνηση κατά τη διαπραγμάτευση με τους θεσμούς.
Η θέση με την οποία αναμένεται να «κατέβει» η ελληνική πλευρά στο τραπέζι των διαβουλεύσεων αποτυπώθηκε από την πρώτη ημέρα στο «non paper» του Μεγάρου Μαξίμου: η μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης να μετατεθεί για το (μετεκλογικό σε κάθε περίπτωση) 2020 και να «σπάσει» σε πολλές ετήσιες δόσεις ώστε να μην υπάρξουν απότομες μεταβολές εισοδήματος. Επίσης, σύμφωνα με πληροφορίες, η ελληνική πλευρά θα επιδιώξει να μην «αυτοπεριοριστεί» στη δέσμευση για κατάργηση της «προσωπικής διαφοράς», αλλά να επιλέξει η ίδια από ποιους συνταξιούχους θα αντλήσει τους απαιτούμενους πόρους.
Ο λόγος είναι κυρίως πολιτικός: Η κατάργηση της προσωπικής διαφοράς πλήττει και χαμηλοσυνταξιούχους, τους οποίους η κυβέρνηση θέλει να αφήσει στο «απυρόβλητο». Το πιθανότερο ενδεχόμενο και αυτή τη φορά είναι ότι η όποια περικοπή συντάξεων θα αφορά και πάλι όσους εξακολουθούν να αμείβονται με περισσότερα από 800 έως 1.000 ευρώ τον μήνα.
Η διαπραγμάτευση με τους δανειστές για το περιεχόμενο της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης αναμένεται να είναι σκληρή καθώς υπάρχουν εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις και όσον αφορά τον χρόνο υλοποίησης των μέτρων και όσον αφορά το ποιοι θα πρέπει να σηκώσουν το βάρος της μεταρρύθμισης. Στις τάξεις των δανειστών υπάρχει η εκτίμηση ότι η ασφαλιστική μεταρρύθμιση θα πρέπει να υλοποιηθεί, αν όχι μέσα στο 2018, από τις αρχές του 2019. Έτσι, μόνο δεδομένο δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι θα περάσει η άποψη της ελληνικής πλευράς για σταδιακή υλοποίηση μετά το 2020, καθώς ειδικά το ΔΝΤ αναμένεται ότι θα επιμείνει μέχρι τέλους στην περικοπή της συνταξιοδοτικής δαπάνης ώστε να απελευθερωθούν πόροι για την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους.
Χάσμα φαίνεται να υπάρχει και όσον αφορά το πώς θα γίνει η περικοπή της συνταξιοδοτικής δαπάνης. Η ελληνική πλευρά έχει δείξει μέχρι τώρα ότι η βασική της μέριμνα είναι να προστατεύσει το εισόδημα των πολλών χαμηλοσυνταξιούχων οι οποίοι αμείβονται με 700-800 ευρώ τον μήνα, κάτι που επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά τον Δεκέμβριο με τη διάθεση του έκτακτου επιδόματος των 620 ευρώ. Δεδομένου ότι η συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα θα πληγεί ούτως ή άλλως από την περικοπή του αφορολόγητου, η ελληνική πλευρά προτιμά να μετατοπίσει το βάρος στους «λίγους» που εξακολουθούν να εισπράττουν τις υψηλότερες συντάξεις, παρά να θίξει περισσότερο τους πολλούς. Η πλευρά των δανειστών αναμένεται να διατυπώσει αντιρρήσεις και ως προς αυτό το σκέλος για σειρά «τεχνοκρατικών» λόγων:
1. Η μείωση εισοδήματος στις υψηλότερες συντάξεις έχει και σοβαρό δημοσιονομικό αντίκτυπο καθώς χάνονται έσοδα από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων. Αντίθετα, οι χαμηλοσυνταξιούχοι δεν επιβαρύνονται με φόρο εισοδήματος (τουλάχιστον αυτό συνέβαινε μέχρι τώρα) λόγω του αφορολόγητου.
2. Η περικοπή μόνο των υψηλότερων συντάξεων εξαφανίζει κάθε έννοια ανταποδοτικότητας στο σύστημα υπολογισμού των συντάξεων. Ένα σύστημα το οποίο έχει ήδη γίνει αντίστροφα προοδευτικό μετά την ψήφιση του νόμου Κατρούγκαλου, καθώς με την «εθνική σύνταξη» οι συντελεστές αναπλήρωσης είναι πολύ υψηλότεροι για τους έχοντες τις χαμηλότερες αποδοχές παρά γι’ αυτούς που εμφανίζονται με τα υψηλότερα εισοδήματα κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου (και κατά συνέπεια έχουν πληρώσει και τις υψηλότερες εισφορές).
«Συλλογική ευθύνη»
Τη «συλλογική ευθύνη» της κυβέρνησης για το περιεχόμενο της συμφωνίας με τους δανειστές και των επερχόμενων μέτρων υπογράμμισε με νόημα χθες στη Βουλή ο Ευκλείδης Τσακαλώτος στις πρώτες του δημόσιες δηλώσεις μετά το Eurogroup. Ταυτόχρονα αναγνώρισε ότι «άλλοι θα χάσουν και άλλοι θα κερδίσουν» από τα νέα μέτρα, κρατώντας όμως κλειστά τα χαρτιά του τόσο ως προς το ύψος των παρεμβάσεων όσο και σχετικά με τον χρονικό ορίζοντα καθορισμού των πρωτογενών πλεονασμάτων.
«Απ’ ό,τι ξέρω από το Σύνταγμα υπάρχει μια συλλογική ευθύνη της κυβέρνησης και όταν μιλάει ο κ. Τζανακόπουλος, δεν μιλάει για πάρτη του, αλλά για όλη την κυβέρνηση» τόνισε ο κ. Τσακαλώτος, απορρίπτοντας σε πρώτο επίπεδο της κατηγορίες της Ν.Δ. περί «εξαφάνισής» του μετά το Eurogroup. Με τη φράση αυτή όμως ουσιαστικά έστειλε και μήνυμα στο εσωκομματικό ακροατήριο ότι δεν πρόκειται να αποδεχθεί να εμφανιστεί ως αποκλειστικά υπεύθυνος για τα επερχόμενα μέτρα μείωσης του αφορολόγητου ορίου και περικοπής των συντάξεων που περιλαμβάνει η καταρχήν συμφωνία με τους δανειστές. Την αναφορά του κ. Τσακαλώτου περί συλλογικής ευθύνης αξιοποίησε, μάλιστα, ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Οδυσσέας Κωνσταντινόπουλος, ο οποίος σημείωσε ότι ο ΥΠΟΙΚ φοβάται ότι θα έχει «την τύχη του Γιάνη Βαρουφάκη». Ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ προεξόφλησε επίσης ότι η κυβέρνηση θα «αδειάσει» τελικά και τον κ. Τσακαλώτο.
Ο κ. Τσακαλώτος υπερασπίστηκε, πάντως, την πολιτική συμφωνία λέγοντας ότι συμφωνήθηκε να ληφθούν μέτρα και αντίμετρα με δημοσιονομικά ουδέτερο αποτέλεσμα. «Όλα τα λεφτά ήταν μια λέξη που είπε ο Πιερ Μοσκοβισί, πως η Ελλάδα δεν θα πάρει άλλα “net” μέτρα, δηλαδή καθαρά». Σημείωσε μάλιστα ότι αν ληφθούν μέτρα 1 δισ. ευρώ που περιορίζουν τη ζήτηση θα υπάρξουν ταυτόχρονα και ισόποσα θετικά μέτρα που θα επιστρέφουν αυτά τα χρήματα στην οικονομία. Σημείωσε, όμως, ότι το ποσό του 1 δισ. ευρώ είναι «ενδεικτικό» και απέφυγε να αναφέρει το ύψος των μέτρων που θα ληφθεί τελικά. Παράλληλα επικαλέστηκε και τις δηλώσεις του επικεφαλής του Eurogroup Γερούν Ντέισελμπλουμ ότι «πάμε από τη λιτότητα στις διαρθρωτικές αλλαγές, στις ανακατατάξεις εντός του φακέλου της φορολογίας και εντός του κοινωνικού φακέλου».
Αίσθηση προκάλεσε, όμως, η σαφής παραδοχή του κ. Τσακαλώτου ότι θα υπάρξουν κερδισμένοι και χαμένοι από την κρίση. «Κάποιοι μπορεί να χάσουν βεβαίως, αλλά κάποιοι θα κερδίσουν. Εμείς θα κάνουμε τα πάντα στη διαπραγμάτευση για να περιορίσουμε την απώλεια, ώστε αυτοί που θα χάσουν να πάρουν κάτι σαν αποζημίωση» είπε, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν πρόκειται να αποκαλύψει το ακριβές πακέτο της συμφωνίας.
Ο υπουργός Οικονομικών εξαπέλυσε όμως και σφοδρή επίθεση στη Ν.Δ. λέγοντας ότι με το Eurogroup της Δευτέρας έχασε το «στοίχημα» πως δεν θα έκλεινε η αξιολόγηση και ότι θα λαμβάνονταν νέα μέτρα ύψους από 2,6 έως 8,3 δισ. ευρώ. «Βάλατε όλα τα αυγά σας σε ένα καλάθι, ποντάροντας ότι δεν θα βγει και χάσατε, δυστυχώς» είπε ο κ. Τσακαλώτος στη Ν.Δ. και κατηγόρησε τον πρόεδρό της Κυριάκο Μητσοτάκη ότι υπό την πίεση του Αντώνη Σαμαρά ακολούθησε τη στρατηγική που προέβλεπε «να πέσει τώρα η κυβέρνηση και να μην τελειώσει η δεύτερη αξιολόγηση».
Ποιες «κόκκινες» γραμμές
Η αξιωματική αντιπολίτευση αντέκρουσε όμως διά του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου Νίκου Δένδια την κυβερνητική προσπάθεια να εμφανιστεί η Ν.Δ. ως ηττημένη των εξελίξεων και καταλόγισε στον κ. Τσακαλώτο ότι τελικά παραβίασε όλες τις «κόκκινες» γραμμές του για το αφορολόγητο όριο και το ύψος των συντάξεων, χωρίς να πετύχει το παραμικρό για την ποσοτική χαλάρωση και την εφαρμογή των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος.
Από την πλευρά του ο εκπρόσωπος Τύπου της Ν.Δ. Βασίλης Κικίλιας ξεκαθάρισε ότι «την αποκλειστική ευθύνη για τα μέτρα θα την έχει ο κ. Τσίπρας, ο κ. Καμμένος και οι βουλευτές του. Ας μην ψάχνουν για συνυπεύθυνους. Ας μην ψάχνουν για συνένοχους» ξεκαθάρισε ο κ. Κικίλιας.
Ενημέρωση την Τρίτη
H Ν.Δ. κάλεσε, μάλιστα, το υπουργείο Οικονομικών να συγκαλέσει εκτάκτως την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή της Βουλής προκειμένου να ενημερωθεί το σώμα για τα αποτελέσματα του Eurogroup. Το αίτημα της Ν.Δ. έγινε δεκτό από την κυβέρνηση η οποία ενημέρωσε τη Βουλή ότι την ερχόμενη Τρίτη, 28 Φεβρουαρίου, ο κ. Τσακαλώτος και ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης θα ενημερώσουν τα μέλη της επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων για το θέμα. Ο κ. Τσακαλώτος ξεκαθάρισε, όμως, ότι δεν πρόκειται να αναφερθεί σε ευαίσθητα σημεία της διαπραγμάτευσης πριν κλείσει η συμφωνία.
Αντίο λιτότητα
Στη συνάντηση Μέρκελ - Λαγκάρντ εστιάζει ο γερμανικός Τύπος, με τους σχολιαστές να προβλέπουν το τέλος του γερμανικού δόγματος λιτότητας και να κάνουν λόγο για συναίνεση Βερολίνου και Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Σύμφωνα με την «Die Welt», η γερμανική κυριαρχία στην Ευρωζώνη αποτελεί παρελθόν. «Η καγκελάριος διστάζει να πάρει το ρίσκο σκληρών όρων λιτότητας για την Αθήνα - κυρίως λόγω της Γαλλίας», αναφέρει η γερμανική εφημερίδα. Για αμοιβαίους συμβιβασμούς μεταξύ Βερολίνου και ΔΝΤ κάνει λόγο η «Handelsblatt», σχολιάζοντας ότι «στόχος (σ.σ.: της καγκελαρίου και της επικεφαλής του ΔΝΤ) είναι να επιλύσουν την αναδυόμενη ελληνική κρίση, προτού κλιμακωθεί». Για συναίνεση ανάμεσα στην καγκελάριο Μέρκελ και την Κριστίν Λαγκάρντ κάνει λόγο και η «Frankfurter Allgemeine Zeitung».
Τηλεφωνική επικοινωνία Τσίπρα - Λαγκάρντ
Τηλεφωνική επικοινωνία είχαν την Τρίτη το βράδυ ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και η επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ, την παραμονή της συνάντησης της κυρίας Λαγκάρντ με τη Γερμανίδα καγκελάριο στο Βερολίνο. Κατά τη συνομιλία τους, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, συζήτησαν ότι η Ελλάδα έκανε βήματα προς την αλλαγή του δημοσιονομικού μίγματος που ζητεί το ΔΝΤ, για μετά τη λήξη του προγράμματος.
Επίσης, ότι από την πλευρά του το ΔΝΤ έκανε βήματα ως προς τον μηδενικό δημοσιονομικό αντίκτυπο που θα έχουν τα μέτρα. Σύμφωνα με τις πηγές της κυβέρνησης, ο κ. Τσίπρας και η κα Λαγκάρντ συζήτησαν ακόμη ότι πλέον είναι η σειρά της Γερμανίας να κάνει σαφή βήματα ως προς τα πρωτογενή πλεονάσματα για μετά τη λήξη του προγράμματος και το ζήτημα της διευθέτησης του ελληνικού χρέους.
Επιμένει για το χρέος το ΔΝΤ
Εμμένει το ΔΝΤ, διά στόματος του εκπροσώπου Τύπου Τζέρι Ράις, στην εκ των προτέρων εξειδίκευση των μέτρων αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους της Ελλάδας ως προϋπόθεση για να συμμετάσχει χρηματοδοτικά στο ελληνικό πρόγραμμα διάσωσης.
Οι δηλώσεις του κ. Ράις χαρακτηρίζονται πιο τεχνοκρατικές και σε διαφορετική «γραμμή» από αυτές της γενικής διευθύντριας του Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία ταυτίστηκε πλήρως με τις θέσεις του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, σημειώνοντας πως προέχουν οι μεταρρυθμίσεις.
Σε ενημέρωση δημοσιογράφων, ο κ. Ράις ξεκαθάρισε ότι η συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα θα πρέπει να στηρίζεται σε δύο βάσεις: Πρώτον στις γενναίες μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα διευκολύνουν την ανάπτυξη της οικονομίας και δεύτερον στην ελάφρυνση του χρέους.
Όπως τόνισε αυτή είναι η θέση του Ταμείου, που δεν έχει αλλάξει και την οποία μετέφερε η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ στη Γερμανίδα καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ. Ο κ. Ράις υπογράμμισε ότι αποτελεί προϋπόθεση της συμμετοχής του Ταμείου η εκ των προτέρων δέσμευση και εξειδίκευση των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους και επανέλαβε ότι η συζήτηση θα αρχίσει μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, επιβεβαιώνοντας ότι η αποστολή του ΔΝΤ θα έρθει στην Αθήνα στις αρχές της επόμενης εβδομάδας.
Ερωτηθείς για το εάν έχει υπάρξει από το Ταμείο οποιαδήποτε μελέτη για τις επιπτώσεις εξόδου της Ελλάδος από το ευρώ, ο Τζέρι Ράις δεν απάντησε με σαφήνεια και αρκέστηκε να δηλώσει πως ήταν και παραμένει προτεραιότητα της Ελλάδας να μείνει στην Ευρωζώνη και προτεραιότητα των άλλων χωρών της Ευρωζώνης να τη διατηρήσουν σε αυτή. Υπογράμμισε δε ότι είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας η παραμονή της στην Ευρωζώνη.
Άρθρο Τόμσεν
Εξηγήσεις για τις μεθόδους που ακολουθεί το ΔΝΤ προκειμένου να κρίνει αν το χρέος μιας χώρας μπορεί να χαρακτηριστεί ως βιώσιμο ή όχι δίνει ο Πολ Τόμσεν με νέο άρθρο που ανήρτησε χθες στο blog του Ταμείου. Στο κείμενο που υπογράφει μαζί με τους Sean Hagan και Maurice Obstfeld, o κ. Τόμσεν αναφέρεται μόνο σε ένα σημείο ονομαστικά στην Ελλάδα, αν και δεν λείπουν οι έμμεσες αναφορές αλλά και οι «απαντήσεις» στην κριτική που δέχεται το τελευταίο διάστημα το Ταμείο όσον αφορά την ακρίβεια των προβλέψεών του.
Όπως αναφέρεται στο άρθρο, το πρόβλημα μιας χώρας που θα βρεθεί με ένα μη βιώσιμο χρέος δεν μπορεί να λυθεί με υπεραισιόδοξες προβλέψεις σχετικά με την πορεία του ΑΕΠ ή των πρωτογενών πλεονασμάτων, ούτε με υπερβολικό «σφίξιμο του ζωναριού», σημειώνει. «Οποιαδήποτε εκτίμηση σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους θα πρέπει να στηρίζεται σε ρεαλιστικές και όχι ηρωικές προβλέψεις» αναφέρεται χαρακτηριστικά, ενώ σε άλλο σημείο του άρθρου επισημαίνεται πως το ΔΝΤ δεν μπορεί να συνδράμει οικονομικά σε μια χώρα με μη βιώσιμο χρέος, εκτός και αν «το πρόγραμμα της συγκεκριμένης χώρας περιλαμβάνει μέτρα για τη διευθέτηση του χρέους».
Δηλώσεις Μνούτσιν
H οικονομική κρίση της Ελλάδας αποτελεί κατά κύριο λόγο πρόβλημα της Ευρώπης, δήλωσε σε συνέντευξή του στη «WSJ» ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Στίβεν Μνούτσιν, προσφέροντας τις πρώτες ενδείξεις για το πώς θα αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση Τραμπ ένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα της Ευρωζώνης. Οι δηλώσεις του, όπως και η επικοινωνία που είχε την Τρίτη με τη γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, αφήνουν να εννοηθεί ότι η νέα κυβέρνηση θα ενθαρρύνει το Ταμείο να εμμείνει στη σκληρή στάση απέναντι στην Ελλάδα.
«Αυτό είναι πρωτίστως ευρωπαϊκό ζήτημα» ανέφερε ο κ. Μνούτσιν. «Συνομιλούμε με τους Ευρωπαίους εταίρους μας και το ΔΝΤ γι’ αυτό, αλλά προφανέστατα είναι κάτι στο οποίο έχουν τον πρώτο λόγο οι Ευρωπαίοι εταίροι» πρόσθεσε.