Την υλοποίηση προγραμμάτων για περίπου 78.000 ανέργους, συνολικού προϋπολογισμού 476 εκατ. ευρώ, μέσα στο 2017, με ιδιαίτερη έμφαση στη δημιουργία θέσεων εργασίας για νέους με υψηλά προσόντα, ώστε να ανασχεθεί η τάση φυγής τους στο εξωτερικό (brain drain), προαναγγέλλει η υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Έφη Αχτσιόγλου.
Από την έντυπη έκδοση
Συνέντευξη στον Στέλιο Παπαπέτρου
[email protected]
Την υλοποίηση προγραμμάτων για περίπου 78.000 ανέργους, συνολικού προϋπολογισμού 476 εκατ. ευρώ, μέσα στο 2017, με ιδιαίτερη έμφαση στη δημιουργία θέσεων εργασίας για νέους με υψηλά προσόντα, ώστε να ανασχεθεί η τάση φυγής τους στο εξωτερικό (brain drain), προαναγγέλλει η υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Έφη Αχτσιόγλου.
Σε συνέντευξή της στη «Ν» η υπουργός Εργασίας επισημαίνει πως η μη τήρηση της εργατικής νομοθεσίας δεν μπορεί να είναι συμβατή με οποιαδήποτε μορφή δημόσιας χρηματοδότησης και τονίζει με έμφαση ότι «θα υπάρχει ποινή αποκλεισμού από δημόσιους διαγωνισμούς για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα» στις περιπτώσεις που σε μια επιχείρηση βεβαιώνονται σοβαρές παραβάσεις, όπως είναι η απασχόληση ανασφάλιστων εργαζομένων. Η κα Αχτσιόγλου, αναφερόμενη στο μείζον θέμα των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και στην καυτή ατζέντα των εργασιακών σχέσεων που είναι υπό διαπραγμάτευση με τους εκπροσώπους των θεσμών, επισημαίνει ότι οι ισχυρές κλαδικές συλλογικές συμβάσεις οργανώνουν την οικονομική ζωή και αποτελούν παράγοντα κανονικότητας στην αγορά εργασίας, που συμβάλλει με θετικό τρόπο στη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος της χώρας, καθώς και στην ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων του ίδιου κλάδου.
Σχετικά με το μείζον θέμα της ολοκλήρωσης της β’ αξιολόγησης, η κα Αχτσιόγλου επισημαίνει πως η κυβέρνηση αλλά και οι άλλες πλευρές εργάζονται για να γεφυρωθούν οι αποστάσεις μεταξύ του ΔΝΤ και των ευρωπαϊκών θεσμών σχετικά με τις προβλέψεις για το δημοσιονομικό κενό το 2019 και εκτιμά ότι «η γεφύρωση των αποστάσεων αυτών με ρεαλιστικό τρόπο θα συμβάλει στην επίτευξη μιας συμφωνίας άμεσα».
Δηλώσατε πρόσφατα, κατά τη διάρκεια της περιοδείας σας στον νόμο Έβρου, πως δεν θα εκταμιεύεται «ούτε ένα ευρώ δημοσίου χρήματος» σε όσες επιχειρήσεις παραβιάζουν την εργατική νομοθεσία. Τι σημαίνει αυτό στον νέο σχεδιασμό του υπουργείου για την ανάσχεση της ανασφάλιστης εργασίας; Το πρόστιμο των 10.550 ευρώ για κάθε ανασφάλιστο εργαζόμενο θα συνεχίσει να ισχύει ή θα τροποποιηθεί;
«Για την καταπολέμηση της παραβατικότητας στην αγορά εργασίας πολλαπλά εργαλεία είναι αναγκαία. Βασικό εργαλείο παραμένει η αναβάθμιση του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, την οποία ήδη υλοποιούμε. Σχεδιάζουμε όμως και μια σειρά από νομοθετικές πρωτοβουλίες. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η δήλωση που έκανα στην πρόσφατη περιοδεία στον Έβρο. Η μη τήρηση της εργατικής νομοθεσίας δεν μπορεί να είναι συμβατή με οποιαδήποτε μορφή δημόσιας χρηματοδότησης. Στις περιπτώσεις λοιπόν που σε μια επιχείρηση βεβαιώνονται σοβαρές παραβάσεις, όπως η αδήλωτη εργασία, θα υπάρχει ποινή αποκλεισμού από δημόσιους διαγωνισμούς για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται ένα συνολικότερο πλαίσιο προστασίας των εργαζομένων, αλλά και υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων. Παράλληλα επιβραβεύονται οι επιχειρήσεις που σέβονται και τηρούν την εργατική νομοθεσία.
Αναφορικά με τα πρόστιμα, σχεδιάζουμε μια συνολική αλλαγή στην αρχιτεκτονική τους. Δεν είναι μόνο το ύψος του προστίμου που οφείλουμε να επανασχεδιάσουμε, αλλά συνολικά η φιλοσοφία του. Στόχος μας είναι το νέο πρόστιμο να παρέχει κίνητρα στους εργαζόμενους για να καταγγέλλουν τις παράνομες πρακτικές στην Επιθεώρηση Εργασίας. Αυτό μπορεί, για παράδειγμα, να σημαίνει την πρόβλεψη μειωμένου προστίμου εφόσον συνοδεύεται από πρόσληψη του εργαζόμενου. Παράλληλα το πρόστιμο θα πρέπει να αυστηροποιηθεί για τις περιπτώσεις υποτροπής. Επιτρέψτε μου εδώ να αναφέρω ότι ήδη έχει γίνει ένα σημαντικό βήμα με τη μεταφορά των εσόδων των προστίμων από την εφορία στην κοινωνική ασφάλιση, αφού στην πραγματικότητα αναφερόμαστε σε πόρους που με παράνομο τρόπο έχουν στερηθεί από την τελευταία».
Πόσοι θα είναι οι ωφελούμενοι των νέων προγραμμάτων ανάσχεσης της ανεργίας που σχεδιάζετε να υλοποιήσετε μέσα στο 2017 και ποιο θα είναι το συνολικό τους κόστος;
«Η ανεργία είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που η κυβέρνησή μας έχει κληθεί να αντιμετωπίσει και προσπαθεί να το κάνει με συνολικό σχεδιασμό, με συνδυασμό μέτρων και στοχευμένων παρεμβάσεων. Παραλάβαμε την ανεργία στο 27%. Σήμερα κυμαίνεται στα επίπεδα του 23%. Τα ποσοστά αυτά, παρά τη μικρή μείωση, παραμένουν υψηλά, ιδιαίτερα δε για τους νέους. Γι’ αυτό και δεν επιχαίρουμε για τη μείωση. Για εμάς, δίκαιη ανάπτυξη με την ανεργία στο κόκκινο δεν μπορεί να υπάρξει, όπως δεν μπορεί να υπάρξει μεσοπρόθεσμα και βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα.
Αναφορικά με τα προγράμματα ανάσχεσης της ανεργίας να επισημάνω τα εξής: Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε αυτή η κυβέρνηση, το υπουργείο Εργασίας έδωσε ιδιαίτερο βάρος στον επανασχεδιασμό των προγραμμάτων. Μέχρι εκείνη τη στιγμή τα εν λόγω προγράμματα ήταν ετεροβαρή, υπέρ των ιδιωτικών Κέντρων Επαγγελματικής Κατάρτισης, ενώ όσοι εργάζονταν σε αυτά δεν είχαν εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα. Η κυβέρνησή μας προχώρησε σε εξορθολογισμό των πόρων υπέρ των ανέργων και κατοχύρωσε πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα για τους εργαζόμενους σε αυτά. Από την κυβέρνησή μας επίσης τα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας μετατράπηκαν από 5μηνα σε 8μηνα. Από την αρχή του 2015 μέχρι το τέλος του 2016 σε τέτοια προγράμματα εργάστηκαν 200.000 περίπου άνεργοι. Για το 2017 έχουν σχεδιαστεί προγράμματα για 78.000 περίπου ανέργους, συνολικού προϋπολογισμού 476 εκατ. ευρώ.
Η ουσιαστική βέβαια εξάλειψη της ανεργίας εξαρτάται από την υλοποίηση του σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης της οικονομίας και την εδραίωση ενός αναπτυξιακού προτύπου που θα αξιοποιεί το σύνολο του εργατικού δυναμικού της χώρας. Σ’ αυτή την κατεύθυνση σχεδιάζουμε τα επόμενα βήματά μας, στοχεύοντας κυρίως στη δημιουργία θέσεων εργασίας για νέους με υψηλά προσόντα, ώστε να ανασχεθεί η τάση φυγής τους στο εξωτερικό (braindrain), καθώς και στην ενίσχυση των υπηρεσιών του κοινωνικού κράτους. Στο πλαίσιο αυτό ήδη υλοποιείται πρόγραμμα 4.000 θέσεων εργασίας για τη στελέχωση του συνόλου των νοσοκομείων της χώρας».
Εκφράζονται σοβαρές ανησυχίες για την πορεία των εσόδων του ΕΦΚΑ και τον νέο τρόπο υπολογισμού των εισφορών για ελεύθερους επαγγελματίες, αγρότες και επιστήμονες. Ποια είναι η εικόνα που έχετε με βάση τα στοιχεία που προκύπτουν από την αποστολή των ηλεκτρονικών ειδοποιητηρίων;
«Το νέο σύστημα υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών συνδέεται με το πραγματικό εισόδημα των ασφαλισμένων. Με το προηγούμενο σύστημα, πάνω από το 40% των αυτοαπασχολούμενων αδυνατούσαν να καταβάλλουν τις εισφορές τους, γιατί ήταν συνδεδεμένες με τεκμαρτά εισοδήματα, που απείχαν πολύ από τα πραγματικά την περίοδο της κρίσης.
Η παραπληροφόρηση και η έλλειψη ενημέρωσης έχει οδηγήσει σε παρερμηνείες και στη δημιουργία μιας εικόνας που απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Σήμερα, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία που έχουμε στα χέρια μας, από το 1.192.398 ειδοποιητήρια που έχουν αναρτηθεί, το 80% των ελεύθερων επαγγελματιών πληρώνει την κατώτατη μηνιαία εισφορά, δηλαδή 168 ευρώ τον μήνα, που είναι λιγότερα από όσα ίσχυαν με το προηγούμενο σύστημα. Τα παραπάνω αφορούν τους ασφαλισμένους που προέρχονται από τον ΟΑΕΕ. Σε σχέση με τους ασφαλισμένους του πρώην ΕΤΑΑ, με βάση τα ειδοποιητήρια που έχουν αναρτηθεί, περίπου το 70% καλείται να πληρώσει λιγότερες εισφορές σε σχέση με το παρελθόν. Αναφορικά με τους ασφαλισμένους στον ΟΓΑ, το 90% καλείται να πληρώσει την κατώτατη εισφορά, δηλαδή 87 ευρώ τον μήνα. Επομένως περίπου το 80% των αγροτών καλείται να πληρώσει λιγότερα απ’ ό,τι στο παρελθόν.
Στην πράξη λοιπόν η συντριπτική πλειονότητα των ασφαλισμένων θα πληρώσει λιγότερα από αυτά που πλήρωνε με το προηγούμενο καθεστώς. Γι’ αυτό τον λόγο εκτιμώ ότι με τη σωστή ενημέρωση οι ασφαλισμένοι θα ενταχθούν ξανά στους κόλπους της κοινωνικής ασφάλισης από την οποία ήταν κατ’ ουσίαν αποκλεισμένοι. Όσο εμπεδώνεται η τάση αυτή, τόσο θα βελτιώνεται και η πορεία των εσόδων του ΕΦΚΑ. Επαναλαμβάνω ωστόσο ότι η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό και από την επιτυχία σε δύο άλλα κρίσιμα μέτωπα: την καταπολέμηση της αδήλωτης και υποδηλωμένης εργασίας και την ουσιαστική μείωση της ανεργίας».
Ζητάτε την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και τη δυνατότητα επέκτασης των κλαδικών συμβάσεων εργασίας. Πρόσφατα, μελέτη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας χαρακτήρισε ως περισσότερο «ωφέλιμες» τις επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας σε χώρες με μακροχρόνια ύφεση. Πόσο ρεαλιστική είναι η επέκταση των κλαδικών συμβάσεων σε όλες τις επιχειρήσεις ενός κλάδου μετά από τόσα χρόνια ύφεσης και με δεδομένη την αρνητική στάση του ΔΝΤ σε αυτά τα θέματα;
«Η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας αποτελεί ανάγκη που προκύπτει από την ίδια την πραγματικότητα. Οι ΣΣΕ διαμορφώνουν ένα πλέγμα προστασίας των εργαζομένων, το οποίο δεν μπορεί να επιτευχθεί στο ατομικό επίπεδο, σε μια “διαπραγμάτευση” ανάμεσα στον ισχυρό εργοδότη και τον μεμονωμένο, αδύναμο εργαζόμενο. Το δικαίωμα για συλλογική ρύθμιση των όρων εργασίας κατακτήθηκε ακριβώς διότι η ατομική “ρύθμιση” όχι μόνο δεν προστάτευε τον εργαζόμενο, αλλά αποδείχθηκε ανεπαρκής, ανίκανη ουσιαστικά να ρυθμίσει την αγορά. Αντίθετα, οι ισχυρές κλαδικές συλλογικές συμβάσεις οργανώνουν την οικονομική ζωή και αποτελούν παράγοντα κανονικότητας στην αγορά εργασίας. Επιπλέον συντελούν στη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, αλλά και βοηθούν στην ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων του ίδιου κλάδου. Το “ωφέλιμο” των ισχυρών κλαδικών ΣΣΕ επιβεβαιώνεται στις παγιωμένες παραδόσεις των κρατών μελών της Ε.Ε.
Το ΔΝΤ μπορεί να συνεχίζει να αρνείται αυτή την πραγματικότητα και να επιμένει να ζητάει ακραία και παράλογα μέτρα, που στόχο έχουν την περαιτέρω διάλυση και απορρύθμιση της αγοράς εργασίας. Δεν μας κάνει εντύπωση, αφού το ΔΝΤ από κοινού με τις προηγούμενες κυβερνήσεις κατά την περίοδο 2010-2014 ισοπέδωσαν τα εργασιακά δικαιώματα και καλλιέργησαν το έδαφος για την άνθηση της εργοδοτικής αυθαιρεσίας. Αυτό εμείς αγωνιζόμαστε να ανατρέψουμε μέσω της επαναφοράς του θεσμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των κλαδικών ΣΣΕ».
Η πρόσφατη απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου για τις ομαδικές απολύσεις, αν και αναγνωρίζει τον προεγκριτικό ρόλο του υπουργείου Εργασίας στις απολύσεις, ωστόσο χαρακτηρίζει «υπέρμετρα ασαφή και γενικά» τα κριτήρια των απολύσεων και ζητά την αλλαγή τους. Μήπως με αυτό τον τρόπο ανοίγει ο δρόμος για την αύξηση του μηνιαίου ποσοστού των ομαδικών απολύσεων πάνω από το όριο του 5% που ισχύει σήμερα, και ταυτόχρονα ενισχύεται η θέση του ΔΝΤ που ζητά αύξηση του ορίου στο 10%;
«Την απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων την επιδιώκουν οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι και το ΔΝΤ. Δεν υπάρχει όμως κανένα ορθολογικό επιχείρημα που να δικαιολογεί την αλλαγή του ορίου των ομαδικών απολύσεων. Αντίθετα, σε μια χώρα με υψηλότατο ποσοστό ανεργίας, όπως η Ελλάδα, συντρέχει η αυτονόητη ανάγκη ενισχυμένης προστασίας των εργαζομένων από τις απολύσεις.
Δεν θα πρέπει να συγχέουμε όμως το θέμα του ορίου στις ομαδικές απολύσεις με το ζήτημα της διοικητικής προ-έγκρισης, η οποία έχει γίνει καταρχήν δεκτή και από την πρόσφατη απόφαση του δικαστηρίου της Ε.Ε. Το Δικαστήριο έκρινε πως τα κριτήρια που προβλέπονται σήμερα στην ελληνική νομοθεσία, τα οποία και λαμβάνονται υπ’ όψιν για την έγκριση ή μη των ομαδικών απολύσεων, έχουν διατυπωθεί κατά τρόπο γενικό και ασαφή. Συνεπώς, τα εν λόγω κριτήρια πρέπει να εξειδικευτούν στον νόμο με σκοπό να καταστεί σαφές υπό ποιες συγκεκριμένες προϋποθέσεις θα λαμβάνεται η απόφαση από τη δημόσια αρχή. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση υποχρέωση κατάργησης της διοικητικής προέγκρισης και, άρα, απελευθέρωσης των ομαδικών απολύσεων».
Εσφαλμένες οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ
Η κατάργηση της «προσωπικής διαφοράς» στις συντάξεις αποτελεί ένα από τα μεγάλα αγκάθια στη διαπραγμάτευση με τους θεσμούς. Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να αρθεί αυτό το εμπόδιο καθώς είναι δεδομένη η επιμονή ειδικά του ΔΝΤ στο θέμα αυτό;
«Το ΔΝΤ βασίζεται σε μια σειρά από εσφαλμένες εκτιμήσεις σχετικά με το κόστος του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, οι οποίες το οδηγούν σε ένα τελικά αβάσιμο συμπέρασμα, ότι οι συντάξεις στην Ελλάδα είναι γενναιόδωρες. Αλλά δεν είναι μόνο οι εσφαλμένες εκτιμήσεις και τα τεχνικά λάθη που τις συνοδεύουν. Το ΔΝΤ επιμένει σε μια πολιτική λιτότητας, αρνούμενο συχνά την τεκμηριωμένη συζήτηση. Η στάση αυτή δεν αφορά μόνο το ζήτημα των συντάξεων, αλλά συνολικά το ζήτημα της πορείας της ελληνικής οικονομίας. Τα δεδομένα όμως των θετικών ρυθμών ανάπτυξης και της απόδοσης των εσόδων διαψεύδουν τις υπερ-απαισιόδοξες εκτιμήσεις του ΔΝΤ. Αναφορικά λοιπόν με την ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης, η κυβέρνηση αλλά και οι άλλες πλευρές εργάζονται για να γεφυρωθούν οι αποστάσεις μεταξύ του ΔΝΤ και των ευρωπαϊκών θεσμών σχετικά με τις προβλέψεις για το δημοσιονομικό κενό το 2019. Η γεφύρωση των αποστάσεων αυτών με ρεαλιστικό τρόπο θα συμβάλει στην επίτευξη μιας συμφωνίας άμεσα».
Nέες παρεμβάσεις για τα «μπλοκάκια»
Συμπληρώνονται δύο μήνες από τη λειτουργία του ΕΦΚΑ. Το τοπίο ειδικά για τα «μπλοκάκια» εξακολουθεί να προκαλεί σοβαρά ερμηνευτικά προβλήματα, αλλά και να δημιουργεί τριβές μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Υπάρχουν σκέψεις για διορθωτικές παρεμβάσεις από την πλευρά του υπουργείου;
«Το ζήτημα με τα “μπλοκάκια” αποτελεί ένα κατεξοχήν εργασιακό ζήτημα, που συνδέεται με το συνολικό έλεγχο της αγοράς εργασίας και τη συχνή παραβίαση του νόμου από τους εργοδότες. Η ρύθμιση του ασφαλιστικού αφορά μόνο τις περιπτώσεις εκείνες που μια σχέση εξαρτημένης εργασίας μεταμφιέζεται σε αυτοαπασχόληση, εις βάρος των εργαζομένων και απαλλάσσοντας τον εργοδότη από τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η εργατική και ασφαλιστική νομοθεσία. Στον νόμο αποτυπώθηκε η προσπάθεια περιορισμού των συνεπειών που έχει η πιο πάνω παράνομη εργοδοτική πρακτική στην κοινωνική ασφάλιση.
Προβλέφθηκε λοιπόν ότι οι εν λόγω ασφαλισμένοι, εφόσον παρέχουν υπηρεσίες σε ένα ή δύο πρόσωπα, θα καταβάλλουν εισφορές σύμφωνα με ό,τι ισχύει για τους μισθωτούς. Δηλαδή, το βάρος των εισφορών θα κατανέμεται κατά το 1/3 στον ασφαλισμένο και κατά τα 2/3 στον αντισυμβαλλόμενο-εργοδότη του. Η ρύθμιση αυτή συνεπάγεται ελάφρυνση των ασφαλισμένων-εργαζομένων σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς, σύμφωνα με το οποίο οι ίδιοι κατέβαλλαν το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών. Δεν κλείνουμε όμως τα μάτια μας στην πραγματικότητα, ούτε την ωραιοποιούμε. Αναγνωρίζουμε τις δυσκολίες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι στις σχέσεις με τους εργοδότες τους λόγω της υπαγωγής τους στη ρύθμιση. Σχεδιάζουμε λοιπόν τις παρεμβάσεις μας για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που θα ανακύπτουν στην πράξη κατά την εφαρμογή του μέτρου. Ευθύνη μας είναι να αναγνωρίζουμε τα προβλήματα και να τα διορθώνουμε, πάντα προς όφελος των ανθρώπων του μόχθου».