Παρά τις έντονες αντιδράσεις, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ Ε.Ε. - Καναδά (CETA). Τί σημαίνει αυτό για τους Έλληνες παραγωγούς;
Παρά τις έντονες αντιδράσεις, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ Ε.Ε. - Καναδά (CETA). Τί σημαίνει αυτό για τους Έλληνες παραγωγούς;
Η αρχικές ενστάσεις αφορούσαν προϊόντα με ονομασία προέλευσης (ΠΟΠ) ή γεωγραφική ένδειξη (ΓΕ) με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη φέτα. Θεωρητικά τα προϊόντα αυτά δεν παρασκευάζονται πουθενά στον κόσμο, παρά μόνο στη χώρα ή στην περιοχή με τις προδιαγραφές της προστατευόμενης ένδειξης. Κι όμως, στον Καναδά κυκλοφορούν εδώ και πολλά χρόνια τυριά τοπικής παραγωγής που ονομάζονται «φέτα». Μία απειλή για τον Έλληνα παραγωγό;
Ο επικεφαλής των ευρωβουλευτών της Ν.Δ. στο Ευρωκοινοβούλιο, Μανώλης Κεφαλογιάννης, ο οποίος παρακολουθεί τα αγροτικά θέματα, υποστηρίζει ότι η συμφωνία εξασφαλίζει τον παραγωγό, καθώς προστατεύει 140 γεωγραφικές ενδείξεις από όλη την Ευρώπη με μία μόνο μικρή «παραχώρηση» στους Καναδούς. «Συγκεκριμένα προϊόντα όπως είναι η φέτα, η γκοργκοντζόλα και άλλα προϊόντα από την Ελλάδα, την Ιταλία και τη Γαλλία, πρέπει να τηρούν τις προδιαγραφές της ονομασίας προέλευσης που έχουμε στην Ευρώπη. Άρα δεν μπορούν να έρθουν εδώ. Το μόνο που έγινε αποδεκτό είναι ότι όσες εταιρείες υπήρχαν μέχρι το 2013 θα μπορούν να λειτουργούν ακόμη, αλλά κι αυτές μόνο για την εσωτερική κατανάλωση μέσα στον Καναδά», λέει ο ευρωβουλευτής στην Deutsche Welle.
Με άλλα λόγια: μία καναδική εταιρεία, η οποία είχε αρχίσει πριν από το 2013 να παρασκευάζει τυρί που ονομάζει «φέτα», μπορεί να συνεχίσει την παραγωγή του για την αγορά του Καναδά, αλλά όχι και να το εξάγει στην Ευρώπη. Την ίδια στιγμή πάντως, η ελληνική εταιρεία που παράγει γνήσια φέτα θα μπορεί να την εξάγει στον Καναδά.
Σε πρώτη ανάγνωση η συμφωνία δεν φαίνεται απόλυτα ικανοποιητική, αλλά ο Ελληνας ευρωβουλευτής τονίζει ότι ανταποκρίνεται στα πραγματικά δεδομένα της αγοράς. Και αυτό γιατί σήμερα η ετήσια παραγωγή φέτας δεν ξεπερνά τους 120.000 τόνους και η διεθνής ζήτηση υπολογίζεται σε 600.000 τονους, άρα υπάρχουν μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης σε μία συνεχώς αυξανόμενη παγκόσμια αγορά.
Το πιο σημαντικό ωστόσο, υποστηρίζει ο κ. Κεφαλογιάννης, είναι ότι εκλείπουν οι δασμοί για την εισαγωγή ελληνικών προϊόντων σε μία προηγμένη αγορά 30 εκατομμυρίων καταναλωτών. «Τώρα έχουμε δασμούς για αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, έχουμε δασμούς για προϊόντα ΠΟΠ της τάξης του 6,7 ή 8% ως τιμή κατωφλίου για να μπορούν να εισαχθούν στον Καναδά. Αυτά τα πράγματα καταργούνται», αναφέρει. Εξαιρέσεις προβλέπονται για ελάχιστα προϊόντα, όπως τα γαλακτοκομικά, τα οπτικοακουστικά, οι μεταφορές και οι δημόσιες υπηρεσίες, όπου οι δασμοί παραμένουν.
Πάντως, η διαπραγμάτευση για την συμφωνία με τον Καναδά έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις, κυρίως στη Γαλλία και σε χώρες της νότιας Ευρώπης με μεγάλη αγροτική παραγωγή. Ακόμη και την ημέρα της ψηφοφορίας στο Στρασβούργο δεκάδες ακτιβιστές προχώρησαν σε συμβολικές κινητοποιήσεις έξω από το Κοινοβούλιο, αλλά και μέσα στο κτήριο.
Ένας από αυτούς, ο Τομ Κούρχατς από τη Μαδρίτη, εξηγεί την αντίθεσή του ως εξής: «Ιδιαίτερα στην Ισπανία, αλλά και στην Ελλάδα και στην Πορτογαλία, οι μικροί παραγωγοί κρατούν ζωντανή την ύπαιθρο. Από τότε που μπήκαν στην ΕΕ οι χώρες αυτές έχασαν εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας στον αγροτικό τομέα λόγω αθέμιτου ανταγωνισμού με τη βιομηχανία τροφίμων. Ιδιαίτερα στην παραγωγή γάλακτος στην Ισπανία χάθηκαν πολλές θέσεις εργασίας, το ίδιο συμβαίνει σε Ελλάδα και Πορτογαλία. Γι' αυτό λέμε ότι η CETA είναι μία απειλή για μικρούς παραγωγούς».
Στο ίδιο μήκος κύματος η Ολλανδέζα ευρωβουλευτής της Αριστεράς Αν Μαρί Μινέρ υποστηρίζει ότι η CETA «είναι μία κακή συνθήκη, γιατί ευνοεί μόνο τις επιχειρήσεις και όχι τους απλούς πολίτες. Αντιλαμβάνομαι τη θετική στάση των επιχειρήσεων, διότι καταργεί εμπόδια για το ελεύθερο εμπόριο, αλλά πολλές φορές τα ‘εμπόδιαʼ υπάρχουν για να προστατεύουν την ασφάλεια των τροφίμων και του περιβάλλοντος. Και αυτήν την προστασία δεν θέλουμε να τη χάσουμε».
Αντικρουόμενες απόψεις για την αγορά εργασίας
H ολλανδέζα ευρωβουλευτής της Αριστεράς Αν Μαρί Μινέρ υποστηρίζει ότι η CETA «είναι μία κακή συνθήκη, γιατί ευνοεί μόνο τις επιχειρήσεις και όχι τους απλούς πολίτες»
Θεωρητικά η CETA μπορεί να τεθεί σε ισχύ τον Απρίλιο, αλλά προβλέπονται καθυστερήσεις. Και αυτό γιατί πρέπει να την εγκρίνουν όχι μόνο τα κοινοβούλια των κρατών-μελών, αλλά και μερικά τοπικά κοινοβούλια, όπως εκείνο της Βαλονίας στο Βέλγιο, που δεν αποκλείεται να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Η Αν Μαρί Μινέρ λέει ότι θα επιδιώξει και εκείνη να καθυστερήσει την εφαρμογή της συμφωνίας στην Ολλανδία, κινώντας την προβλεπόμενη διαδικασία για δημοψήφισμα. Η ίδια απορρίπτει τους ισχυρισμούς των υποστηρικτών της CETA ότι δημιουργούνται εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας. «Έχω δει κι εγώ μελέτες που υπόσχονται πολλές θέσεις εργασίας, αλλά υπάρχει σοβαρή κριτική για αυτές τις μελέτες» λέει η Πλλανδέζα ευρωβουλευτής. «Πολλοί αμφισβητούν τη μεθοδολογία τους και λένε ότι υπολογίζουν μόνο τις θέσεις εργασίας που δημιουργούνται, αλλά όχι εκείνες που χάνονται. Φοβάμαι ότι συνολικά η Ευρώπη θα χάσει θέσεις εργασίας που θα μεταφερθούν στον Καναδά».
Ο κ. Κεφαλογιάννης λέει ότι το επιχείρημα όχι μόνο δεν ευσταθεί, αλλά το αντίθετο θα συμβεί: η κατάργηση φραγμών σε μία αγορά που αφορά το 49% του παγκόσμιου εμπορίου αναμένεται να δημιουργήσει νέο προϊόν 100 δισεκατομμυρίων ευρώ και 15 εκατομμύρια θέσεις εργασίας. «Κοιτάξτε, ο καθένας μπορεί να κάνει τη δική του οικονομική ανάλυση, αλλά όταν υπάρχει κίνηση εμπορίου σίγουρα δημιουργούνται θέσεις εργασίας, δεν υπάρχει αμφιβολία γι' αυτό. Τα καλύτερα πανεπιστήμια, οι καλύτερες μελέτες, οι μελέτες της Κομισιόν, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αποδεικνύουν ότι είναι μία ωφέλιμη συμφωνία και για τα δύο μέρη», επισημαίνει.