Απολύτως αναγκαίες χαρακτήρισε η επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ τις μεταρρυθμίσεις που σχετίζονται με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και το συνταξιοδοτικό σύστημα της Ελλάδος.
Από την έντυπη έκδοση
Απολύτως αναγκαίες χαρακτήρισε η επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ τις μεταρρυθμίσεις που σχετίζονται με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και το συνταξιοδοτικό σύστημα της Ελλάδος.
Μιλώντας σε εκδήλωση του Atlantic Council στην Ουάσιγκτον με θέμα τον ρόλο της διαφάνειας στην ενίσχυση της οικονομικής σταθερότητας, η κα Λαγκάρντ είπε πως «η Ελλάδα πρέπει να διευρύνει τη φορολογική βάση στον φόρο εισοδήματος για να επιτρέψει μια πιο δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών», σημειώνοντας ότι «πολλοί λίγοι άνθρωποι σηκώνουν σήμερα το βάρος της φορολογίας». Σε ό,τι αφορά το ασφαλιστικό σύστημα, η γενική διευθύντρια υποστήριξε πως απαιτούνται περαιτέρω μεταρρυθμίσεις, ώστε να βελτιωθεί η βιωσιμότητά του και να επιτρέψει μια πιο στοχευμένη προστασία εκείνων που είναι πιο ευάλωτοι.
Για την αντίδραση των ελληνικών αρχών στο περιεχόμενο των εκθέσεων του ΔΝΤ, η γενική διευθύντρια του Ταμείου είπε πως έγινε προσπάθεια οι εκθέσεις να αποτυπώνουν με ειλικρίνεια το πού βρίσκεται η ελληνική οικονομία και το τι πρόοδος έχει συντελεστεί. Τέλος, απαντώντας σε ερώτηση σχετική με τα στατιστικά στοιχεία της Ελλάδος, ανέφερε πως η έλλειψη δημοσιονομικής διαφάνειας ήταν ένα από τα θέματα που οδήγησαν στην ελληνική κρίση το 2010.
«Οι άνθρωποι μπορεί να αντιδρούν στις εκθέσεις μας και τα συμπεράσματά μας, αλλά έχουμε πάρει απόφαση να είμαστε και έμπιστοι σύμβουλοι αλλά και ανελέητα ειλικρινείς με τα ευρήματά μας» είπε η γενική διευθύντρια του Ταμείου, ενώ σε ερώτηση αν οι αγορές επηρεάζουν το έργο των αναλυτών διευκρίνισε ότι «τις παρακολουθούμε, αλλά δεν καθοδηγούμαστε από αυτές».
O κ. Τόμσεν
Για περιορισμό του «χάσματος» ανάμεσα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς όσον αφορά το ζήτημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους έκανε λόγο ο διευθυντής ευρωπαϊκών υποθέσεων του ΔΝΤ Πολ Τόμσεν. Σε τηλεδιάσκεψη που πραγματοποιήθηκε μετά τη συνεδρίαση του δ.σ. του Ταμείου, όπου και παρουσιάστηκε η έκθεση για την Ελλάδα, ο κ. Τόμσεν υποστήριξε ότι «οι Ευρωπαίοι δέχτηκαν να μειωθούν τα χρόνια που η Ελλάδα θα πρέπει να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα στον προϋπολογισμό της».
Ωστόσο, υπογράμμισε ότι στο ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους παραμένουν διαφορές, καθώς το Ταμείο επιμένει ότι πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% δεν μπορεί να διατηρηθεί για πολλά χρόνια.
Δύσκολες μεταρρυθμίσεις
Ο κ. Τόμσεν επανέλαβε ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται να λάβει πρόσθετα μέτρα λιτότητας, ισχυρίστηκε όμως πως είναι αναγκαίο να προχωρήσει σε δύσκολες μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα της επιτρέψουν να επιτύχει μια πιο δίκαιη κατανομή των κοινωνικών δαπανών, δημιουργώντας ένα πιο φιλικό πλαίσιο για την ανάπτυξη της οικονομίας.
Ουσιαστικά, ο κ. Τόμσεν επέμεινε στην ανάγκη να μειωθεί η συνταξιοδοτική δαπάνη για να χρηματοδοτηθούν πολιτικές ενίσχυσης αδύναμων κοινωνικών ομάδων (π.χ. μακροχρόνια ανέργων), αλλά και στη μείωση του αφορολόγητου προκειμένου να συμπιεστούν και οι φορολογικοί συντελεστές.
Ωστόσο, ακόμη και με τις μεταρρυθμίσεις αυτές (συντάξεις, αφορολόγητο, άνοιγμα αγορών και ενίσχυση του ανταγωνισμού), όπως υποστήριξε, η Ελλάδα δεν θα καταφέρει να μπει σε αναπτυξιακή τροχιά αν δεν προχωρήσει μια γενναία ρύθμιση του χρέους, προκειμένου αυτό να καταστεί βιώσιμο.
Διαφωνία για τις εκτιμήσεις
Κριτική για τα λάθη του παρελθόντος και τη διαφωνία του για μια σειρά εκτιμήσεων του ΔΝΤ, που περιλαμβάνονται στην τελευταία του έκθεση, εξέφρασε ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας με επιστολή που απέστειλε προς το Ταμείο. Όπως σημειώνει στην επιστολή του ο διοικητής της ΤτΕ, το ΔΝΤ υποεκτιμά την πρόοδο που έχει συντελεστεί και είναι υπερβολικά απαισιόδοξο σχετικά με τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις, καθώς και σχετικά με τις μελλοντικές οικονομικές εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένης της περαιτέρω ανάγκης των τραπεζών για ανακεφαλαιοποίηση.
Σε ό,τι αφορά τις τράπεζες, το Ταμείο θεωρεί ότι θα χρειαστούν επιπλέον 10 δισ. ευρώ κεφάλαια, χωρίς όμως να εξηγεί, όπως αναφέρει ο διοικητής της ΤτΕ, γιατί συμβαίνει αυτό. Προσθέτει δε ότι σύμφωνα με την εκτίμηση των εποπτικών αρχών (ΕΚΤ, SSM, Τράπεζα της Ελλάδος) ο βασικός κεφαλαιακός δείκτης των τραπεζών είναι 18% και είναι από τους υψηλότερους στην Ε.Ε. Επιπλέον, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η επίτευξη των μεσοπρόθεσμων στόχων για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα αυξήσει περαιτέρω τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας.
Η επιστολή Τσακαλώτου
Τις προβλέψεις του ΔΝΤ για την πορεία της ελληνικής οικονομίας αντέκρουσε με επιστολή του, που ενσωματώθηκε στην έκθεση του ΔΝΤ, ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος: «Παρατηρούμε ότι η έκθεση δεν είναι δίκαιη σε αρκετούς τομείς, ενώ πολλά από τα συμπεράσματά της δεν είναι συνεπή με τα πρόσφατα και καλά τεκμηριωμένα εμπειρικά στοιχεία». Ο υπουργός Οικονομικών σημειώνει ότι επακόλουθο «της παραπλανητικής παρουσίασης της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας» είναι ότι δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν κατάλληλα τα αποτελέσματα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην Ανάλυση για τη Βιωσιμότητα του Χρέους (DSA)» και τονίζει πως η αυξημένη προσπάθεια θα έπρεπε, κατ’ αρχήν, να οδηγήσει στην αύξηση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης στο μέλλον. Ωστόσο, προσθέτει, ο μακροχρόνιος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης μειώθηκε από το ΔΝΤ στην ανάλυση για το χρέος στο 1% από 1,25% τον Μάιο του 2016 και είναι η δεύτερη συνεχόμενη μείωση των προβλέψεών του για την ανάπτυξη.
Όσον αφορά τις δημοσιονομικές εξελίξεις, ο κ. Τσακαλώτος τονίζει ότι «η δημοσιονομική επίδοση του 2015 και το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2016 είναι σημαντικά καλύτερα από τις αρχικές εκτιμήσεις». Το ΔΝΤ είχε προβλέψει αρχικά ένα πρωτογενές έλλειμμα 0,5% του ΑΕΠ το 2016, που θα μετατρεπόταν σε πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ το 2018 με τα τρέχοντα νομοθετημένα μέτρα.
«Οι αρχικές ενδείξεις δείχνουν ότι, αντίθετα, το δημοσιονομικό πλεόνασμα για το 2016 θα είναι στην περιοχή του 2% του ΑΕΠ» επισημαίνει ο υπουργός, προσθέτοντας: «Παρά τη σημαντική δημοσιονομική υπεραπόδοση, η ανάλυση (του ΔΝΤ) δεν προχωρά σε μία σημαντική αναθεώρηση των δημοσιονομικών πλεονασμάτων για το 2018 και μετά, παραμένοντας στο προβλεφθέν επίπεδο του 1,5%, παρά τα συντριπτικά στοιχεία για το αντίθετο».