Οικονομία & Αγορές
Δευτέρα, 06 Φεβρουαρίου 2017 09:59

ICAP: Οι επιδόσεις των ξενοδόχων κόντρα στη ροή της αγοράς

Η αντίφαση που βιώνει ο ξενοδοχειακός και γενικότερα ο τουριστικός τομέας τα τελευταία χρόνια αποτυπώνεται και στα αποτελέσματα χρήσης του 2015 μιας ομάδας 838 ξενοδοχειακών μονάδων που έχει συγκεντρώσει η ICAP.

Από την έντυπη έκδοση

Του Λάμπρου Καραγεώργου
[email protected]
 
Η αντίφαση που βιώνει ο ξενοδοχειακός και γενικότερα ο τουριστικός τομέας τα τελευταία χρόνια αποτυπώνεται και στα αποτελέσματα χρήσης του 2015 μιας ομάδας 838 ξενοδοχειακών μονάδων που έχει συγκεντρώσει η ICAP.

Έτσι, ενώ οι διεθνείς αφίξεις καταγράφουν κάθε χρόνο νέα ρεκόρ, τα έσοδα των ξενοδοχειακών μονάδων εμφανίζουν μικρή αύξηση και, ταυτόχρονα, τα καθαρά αποτελέσματα βαίνουν μειούμενα.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του δείγματος που αποτελεί περίπου το 8,61% των συνολικών ξενοδοχείων της χώρας (9.730 σύμφωνα με το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος), ο κύκλος εργασιών εμφάνισε το 2015 μία μικρή αύξηση κατά 2,9%, σε 1,94 δισ. ευρώ έναντι 1,88 δισ. ευρώ στη χρήση του 2014, ωστόσο τα κέρδη προ φόρων μειώθηκαν κατά 31,4%, σε 73,34 εκατ. ευρώ έναντι 106,50 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2014.

Θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι η πραγματική κερδοφορία μειώθηκε σχετικά λιγότερο, καθώς στη χρήση του 2014 ο όμιλος ΣΑΝΗ του προέδρου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) Ανδρέα Ανδρεάδη είχε εγγράψει έκτακτα κέρδη 19,5 εκατ. ευρώ από την πώληση συμμετοχών και χρεογράφων. Συνεπώς υπάρχει πτώση κερδών το 2015, σε σύγκριση με το 2014, όχι όμως τόσο μεγάλη όπως από την πρώτη εικόνα εμφανίζεται.

Οι υποχρεώσεις

Από τον ομαδοποιημένο ισολογισμό των 838 ξενοδοχείων που συνέταξε η ICAP προκύπτει ακόμη μικρή αύξηση των υποχρεώσεων (μακροπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων) των ξενοδοχειακών μονάδων, όπως επίσης και αύξηση των τραπεζικών δόσεων.  Ειδικότερα οι μεσομακροπρόθεσμες υποχρεώσεις ανήλθαν σε 2,40 δισ. ευρώ έναντι 2,37 δισ. ευρώ έναν χρόνο πριν, ενώ οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις διαμορφώθηκαν σε 1,64 δισ. ευρώ έναντι 1,61 δισ. ευρώ έναν χρόνο πριν, σημειώνοντας αύξηση 1,4% και 2,05% αντιστοίχως.

Αξίζει πάντως αν σημειωθεί ότι οι 100 ξενοδοχειακές επιχειρήσεις με τις μεγαλύτερες μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις συγκεντρώνουν το 81,66% των μακροπρόθεσμων υποχρεώσεων του δείγματος, ήτοι 1,96 δισ. ευρώ έναντι 1,91 δισ. ευρώ έναν χρόνο πριν.

Αντιθέτως, τα 100 μεγαλύτερα σε έσοδα ξενοδοχεία του δείγματος συγκεντρώνουν το 62,88% του συνολικού τζίρου. Δηλαδή, από τζίρο 1,94 δισ. οι 100 μεγαλύτερες μονάδες κατέγραψαν το 2015 έσοδα ύψους 1,22 δισ. έναντι 1,20 δισ. ευρώ έναν χρόνο πριν.

Παράλληλα βέβαια διαπιστώνεται και ικανοποιητική βελτίωση των ιδίων κεφαλαίων τα οποία αυξήθηκαν κατά 4,82% στα 4,88 δισ. ευρώ, ενώ πολύ μεγάλη αύξηση (46,07%) σημείωσαν οι προβλέψεις που ανήλθαν στα 46,36 εκατ. Αυξημένες κατά 4,28% είναι και οι τραπεζικές δόσεις, οι οποίες ανήλθαν στα 695,4 εκατ. Πολύ μεγάλη αύξηση (30,7%) σημείωσε σε σύγκριση με το 2014 ο φόρος που καταβλήθηκε από τα ξενοδοχεία του δείγματος, ο οποίος ανήλθε το 2015 σε 61,24 εκατ. ευρώ.

Ρυθμίσεις με τράπεζες

Να σημειωθεί πάντως ότι στο μέτωπο των υπερχρεωμένων ξενοδοχειακών μονάδων παρατηρείται ήδη μία κινητικότητα, καθώς σύμφωνα με πληροφορίες από την αγορά ορισμένες τράπεζες έχουν ξεκινήσει τις πρώτες συζητήσεις με ιδιοκτήτες αυτών των μονάδων για ρυθμίσεις χρεών, ή άλλες διαδικασίες (πώληση, κ.λπ.). Ωστόσο, όπως αναφέρουν παράγοντες του κλάδου, δεν θα πρέπει να αναμένονται θεαματικές κινήσεις όσο δεν ψηφίζεται από τη Βουλή το σχετικό νομοσχέδιο που θα αφορά μεταξύ άλλων και στην απαλλαγή από νομικές περιπλοκές των τραπεζικών στελεχών που θα κληθούν να υπογράψουν τις νέες ρυθμίσεις.

Προσπάθειες για λύση

Το θέμα αυτό σύμφωνα με πληροφορίες συζητήθηκε και στην πρόσφατη συνάντηση μεταξύ του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα, του προέδρου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, Ανδρέα Α. Ανδρεάδη και μελών του Δ.Σ. του ΣΕΤΕ. Όπως αναφέρει ο ΣΕΤΕ, μεταξύ άλλων εξετάστηκε το τετράπτυχο μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ρευστότητα, κόστος χρήματος και capital controls, που με τα σημερινά δεδομένα υπονομεύει την επιβίωση τουριστικών επιχειρήσεων και ταυτόχρονα αποτελεί εμπόδιο στην περαιτέρω ανάπτυξη του τομέα. Οι δύο πλευρές συμφώνησαν στην αναγκαιότητα να ενισχυθούν οι κοινές τους προσπάθειες για άμεσα εφαρμόσιμες λύσεις που θα ενισχύσουν έναν από τους μοναδικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας που καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης συνεισφέρει καθοριστικά στην εθνική οικονομία, στην απασχόληση και στις τοπικές κοινωνίες.

Σημειώνεται ότι πολύ πρόσφατα ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων Ανδρέας Ανδρεάδης αναφέρθηκε στο φαινόμενο των τουριστικών επιχειρήσεων δύο ταχυτήτων. Μεταξύ άλλων, ο κ. Ανδρεάδης ανέφερε ότι είναι λογικό τα αποτελέσματα πολλών από τις μεγάλες τουριστικές επιχειρήσεις να ήταν σχετικά θετικά και αυτή τη χρονιά, όμως η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική για τη δεύτερη ταχύτητα των χιλιάδων μικρών τουριστικών επιχειρήσεων, των αυτοαπασχολούμενων ιδιοκτητών, των μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων κ.λπ.

Διαβάζοντας τα πιο θετικά στοιχεία από την ισχυρή πλευρά, εύκολα μπορεί κάποιος να σκεφτεί ότι η υπερφορολόγηση και η αύξηση των υποχρεώσεων δυσκολεύουν μεν τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, σε σχέση με τους ξένους ανταγωνιστές τους, αλλά, με δεδομένο ότι αποτελούν σχετικά μικρό ποσοστό της συνολικής προσφοράς, εξακολουθούν και έχουν ένα ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και βλέπουν απλώς να μειώνεται το ποσοστό κέρδους τους. Την ίδια ώρα η υπερφορολόγηση κυριολεκτικά εξοντώνει την πιο αδύναμη πλευρά, που όμως είναι και το μεγαλύτερο ποσοστό του ελληνικού τουρισμού.