Την ώρα που οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι επισημαίνουν ξανά και ξανά την αναγκαιότητα συμμετοχής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα, η συνεδρίαση του Ταμείου στις 6 Φεβρουαρίου, κατά την οποία αναμένεται να καθοριστεί και η στάση του, προμηνύεται θυελλώδης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Την ώρα που οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι επισημαίνουν ξανά και ξανά την αναγκαιότητα συμμετοχής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα, η συνεδρίαση του Ταμείου στις 6 Φεβρουαρίου, κατά την οποία αναμένεται να καθοριστεί και η στάση του, προμηνύεται θυελλώδης.
Μόλις χθες, ο Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του ΕΣΜ, χαρακτήριζε για μια ακόμη φορά τη συμμετοχή του ΔΝΤ ως απαραίτητη προϋπόθεση για την εκταμίευση της επόμενης δόσης προς την Ελλάδα. Ωστόσο, η έκθεση που συνέταξε η ομάδα της Ντέλια Βελκουλέσκου, στο πλαίσιο του άρθρου 4 του κανονισμού του ΔΝΤ, αμφισβητεί πλήρως τις προβλέψεις για την εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών στην Ελλάδα.
Ακόμη και για το 2016 η έκθεση συμπεραίνει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα δεν θα ξεπεράσει τη μία ποσοστιαία μονάδα, όταν η ελληνική κυβέρνηση ανεβάζει τον πήχη στο 2%. Σε μεσοπρόθεσμη βάση, το ΔΝΤ εμφανίζεται πιο απαισιόδοξο για την πορεία της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με τους Ευρωπαίους -μάλιστα η διαφωνία καταγράφεται ρητά μέσα στην έκθεση-, ενώ όσον αφορά το ελληνικό χρέος, εντοπίζεται πλήρης διάσταση απόψεων: η ομάδα του ΔΝΤ το χαρακτηρίζει ως «εξαιρετικά μη βιώσιμο».
Οι συντάκτες της έκθεσης συνιστούν να μην τεθεί ο πήχης των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 3,5% του ΑΕΠ καθώς κάτι τέτοιο θα οδηγήσει στην αναγκαιότητα για λήψη ακόμη περισσότερων μέτρων και αυτό με τη σειρά του θα θέσει υπό αμφισβήτηση την ανάκαμψη της οικονομίας. Στην έκθεση καταγράφονται και άλλες διαφωνίες του ΔΝΤ με τους υπόλοιπους θεσμούς όσον αφορά την ακολουθούμενη πολιτική. Το ΔΝΤ επισημαίνει το γεγονός ότι δεν διακρίνεται η ανάγκη από τα υπόλοιπα μέλη του κουαρτέτου να μειωθούν οι συντάξεις προκειμένου να χρηματοδοτηθούν άλλες κοινωνικές παροχές, αλλά και να διευρυνθεί η φορολογική βάση μέσα από τη μείωση του αφορολόγητου προκειμένου να μειωθούν οι φορολογικοί συντελεστές.
Σύμφωνα με την έκθεση, που θα κατατεθεί τη Δευτέρα στο δ.σ. του ΔΝΤ, η Ελλάδα θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις ακόλουθες προκλήσεις:
1. Μια μη διατηρήσιμη οικονομική συνταγή η οποία προβλέπει την καταβολή υψηλών συντάξεων για τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες μάλιστα χρηματοδοτούνται από εξαιρετικά υψηλούς φορολογικούς συντελεστές που εφαρμόζονται σε περιορισμένη φορολογική βάση.
2. Την αναποτελεσματική φορολογική διοίκηση, την έλλειψη κουλτούρας πληρωμής φόρων, αλλά και τη συνεχιζόμενη αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών στην εφορία. Τα χρέη του ιδιωτικού τομέα στο Δημόσιο έχουν φτάσει να αντιστοιχούν στο 70% του ΑΕΠ.
3. Τα «αδύναμα», όπως χαρακτηρίζονται, οικονομικά μεγέθη των τραπεζών αλλά και τις ελλείψεις στον τομέα της τραπεζικής διοίκησης. Το ΔΝΤ στηλιτεύει το γεγονός ότι το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας δεν κατέστη δυνατό να «προστατευτεί» από την ανάμιξη της πολιτικής εξουσίας.
4. Τις δυσκαμψίες που διατηρούνται στην αγορά εμποδίζοντας την ανάπτυξη. Πίσω από αυτές τις «δυσκαμψίες» (π.χ. μη απελευθέρωση κλειστών επαγγελμάτων) το ΔΝΤ εντοπίζει συγκεκριμένα συμφέροντα.
Με βάση την έκθεση του ΔΝΤ, η ανάπτυξη για το 2016 θα φτάσει στο 0,4% (υψηλότερα από τις προβλέψεις που είχαν γίνει μέχρι τώρα, τόσο από την Κομισιόν όσο και από την ελληνική κυβέρνηση). Για το 2017 ανεβάζει τον πήχη της ανάπτυξης στο 2,7%, υπό την προϋπόθεση ότι θα εφαρμοστούν όσα προβλέπονται στο μνημόνιο, ότι η Ελλάδα θα ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, ότι θα εξαλειφθούν γρήγορα τα capital controls (σ.σ.: η ομάδα του ΔΝΤ προτείνει διατήρησή τους για ακόμη έναν χρόνο) και ότι θα επιταχυνθεί η διαδικασία αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου. Για τα επόμενα χρόνια, όμως, το ΔΝΤ κάνει λιγότερο αισιόδοξες προβλέψεις σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ελλάδα.
Έτσι:
1. Για το 2018 προβλέπεται ανάπτυξη 2,6%
2. Για το 2019 2,4% και
3. Για το 2020 2%.
Στην έκθεση του ΔΝΤ διαπιστώνεται δομικό πρόβλημα ανεργίας, ενώ προβλέπεται ότι το ποσοστό θα μειωθεί από το 23,2% το 2016, στο 21,3% το 2017, στο 19,8% το 2018, στο 19% το 2019 και στο 18,4% το 2020. Μάλιστα, αναφέρεται και το στοιχείο που περιέγραψε προ ημερών ο Πολ Τόμσεν προκαλώντας την αντίδραση του Έλληνα υπουργού Οικονομικών: ότι δηλαδή η ανεργία στην Ελλάδα θα παραμείνει σε διψήφια επίπεδα μέχρι και το 2040.
Στο κρίσιμο θέμα του πρωτογενούς πλεονάσματος, η ομάδα της Ντέλια Βελκουλέσκου ξεκινάει από πολύ χαμηλή «αφετηρία»: παραδέχεται ότι το 2016 θα υπάρξει υπεραπόδοση και προσδιορίζει το πρωτογενές πλεόνασμα στο 1% αντί για 0,5% που είναι ο στόχος. Την ίδια στιγμή, όμως, η ελληνική κυβέρνηση έχει ενημερώσει τους θεσμούς ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί κοντά στο 2%.
Οι συντάκτες της έκθεσης έχουν καταστρώσει και ένα δυσμενές σενάριο το οποίο κατεβάζει τον πήχη της ανάπτυξης στο 1,1% για το 2017 και στο 1,2% για το 2018. Το σενάριο αυτό στηρίζεται στην παραδοχή ότι θα παραμείνουν τα capital controls, ότι δεν θα μπουν τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, ότι δεν θα εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις κ.λπ. Με αυτές τις παραδοχές, το ΔΝΤ κατεβάζει τον πήχη της ανάπτυξης στο 1% για το 2017 και στο 0,3% (κατά μέσο όρο) σε μακροπρόθεσμη βάση. Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι και οι ίδιοι οι συντάκτες της έκθεσης του ΔΝΤ αναγνωρίζουν τις διαφορετικές εκτιμήσεις με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς όσον αφορά την ανάπτυξη.