Ψήφο εμπιστοσύνης στα εμπορεύματα δίνει η Saxo Bank, εκτιμώντας ότι και το 2017 θα είναι χρονιά ανόδου. Όπως, ωστόσο, εξηγεί σε συνέντευξή του στη «Ν» ο Ole Hansen, επικεφαλής Στρατηγικής Εμπορευμάτων της Saxo, πολλά θα εξαρτηθούν από την πολιτική Τραμπ, την εξέλιξη των σινοαμερικανικών σχέσεων, αλλά και την πορεία του δολαρίου, η μοίρα του οποίου δεν έχει ακόμη κριθεί.
Από την έντυπη έκδοση
Στη Νατάσα Στασινού
[email protected]
Ψήφο εμπιστοσύνης στα εμπορεύματα δίνει η Saxo Bank, εκτιμώντας ότι και το 2017 θα είναι χρονιά ανόδου. Όπως, ωστόσο, εξηγεί σε συνέντευξή του στη «Ν» ο Ole Hansen, επικεφαλής Στρατηγικής Εμπορευμάτων της Saxo, πολλά θα εξαρτηθούν από την πολιτική Τραμπ, την εξέλιξη των σινοαμερικανικών σχέσεων, αλλά και την πορεία του δολαρίου, η μοίρα του οποίου δεν έχει ακόμη κριθεί.
Θετικές διαφαίνονται οι προοπτικές για πολύτιμα μέταλλα, μαλακά εμπορεύματα (καφές - ζάχαρη), αλλά και ενέργεια. Στην περίπτωση του πετρελαίου ειδικότερα, ο κ. Hansen εκτιμά ότι η συμφωνία των παραγωγών για μείωση της προσφοράς θα οδηγήσει τις τιμές κοντά στα 60 δολάρια το βαρέλι, ενώ δεν βλέπει υπερβολικές ανατιμήσεις, που θα «απειλούσαν» τις εξαρτώμενες από εισαγωγές οικονομίες της Ευρώπης.
Το 2016 τα εμπορεύματα παρουσίασαν ανάκαμψη, ύστερα από πέντε χρόνια συνεχούς πτώσης. Πιστεύετε ότι το ράλι θα έχει συνέχεια φέτος;
«Εκτιμώ ότι η σύντομη απάντηση είναι ναι. Πιστεύω ότι οι λόγοι για την επιστροφή στην κερδοφορία πέρυσι, ειδικά αν εξετάσουμε το άλμα του δείκτη εμπορευμάτων Bloomberg κατά 13%, ήταν πολλοί. Αν στραφούμε στο 2017, ένας από τους παράγοντες που θα επιστρέψουν στο παιχνίδι είναι ο πληθωρισμός. Παρατηρούμε την ανάπτυξη πληθωριστικών πιέσεων στην Κίνα, κι αν αυτό αποτελέσει όντως παράγοντα που θα συγκεντρώσει έντονα την προσοχή, τότε τα εμπορεύματα, λειτουργώντας ως αντισταθμιστικός παράγοντας κινδύνου απέναντι στον πληθωρισμό, θα συγκεντρώσουν επίσης το ενδιαφέρον».
Ποιοι κλάδοι αναμένεται να έχουν τις καλύτερες επιδόσεις;
«Σε αυτό το στάδιο προσπαθούμε ακόμα να προσαρμοστούμε στην ιδέα της προεδρίας Τραμπ και σε όσα αυτή συνεπάγεται. Υπάρχει σημαντικός βαθμός αβεβαιότητας για την κατεύθυνση καίριων παραγόντων, όπως το δολάριο, ωστόσο σε γενικές γραμμές πιστεύουμε ότι ο κλάδος της ενέργειας σταδιακά θα κινηθεί ανοδικά. Η πορεία θα είναι δύσκολη και με πολλές διακυμάνσεις, αλλά η άνοδος είναι βέβαιη. Στα πολύτιμα μέταλλα είναι πιθανό να δούμε ανάκαμψη παρόμοια με αυτή που σημειώθηκε πέρυσι, αν και σε ορισμένο βαθμό αυτό εξαρτάται από το δολάριο. Η μοίρα του δολαρίου δεν έχει ακόμα κριθεί. Μια μεγάλη μερίδα επενδυτών εξακολουθεί να πιστεύει ότι το δολάριο θα κινηθεί περαιτέρω ανοδικά, για πολλούς προφανείς λόγους. Την ίδια στιγμή άλλοι πιθανολογούν ότι ίσως να αποδυναμωθεί - και τα πρόσφατα σχόλια του Τραμπ τείνουν να στηρίζουν αυτή την άποψη. Μια αποδυνάμωση του δολαρίου θα έκανε καλό στα εμπορεύματα. Επομένως, περιμένουμε άνοδο στον κλάδο ενέργειας, στα πολύτιμα μέταλλα και ενδεχομένως στον αγροτικό τομέα».
Θα συνεχίσει η Κίνα να στηρίζει τη ζήτηση ή ενδέχεται να δούμε μια ξαφνική επιβράδυνση;
«Μάλλον δεν θα υπάρξει ξαφνική επιβράδυνση, ωστόσο το μεγάλο ερώτημα είναι πόσα περισσότερα μέτρα τόνωσης μπορεί να λάβει η κινεζική κυβέρνηση χωρίς να δημιουργήσει μια ακόμα μεγαλύτερη φούσκα χρέους, κάτι το οποίο προκαλεί ανησυχία. Υπάρχουν επίσης ορισμένα ζητήματα όσον αφορά το νόμισμα. Οι τιμές παραγωγού στη χώρα αυξάνονται, και σε απάντηση είδαμε το νόμισμα να αντιμετωπίζει πιέσεις προκειμένου η Κίνα να παραμείνει ανταγωνιστική στις διεθνείς αγορές. Ωστόσο, εκτιμώ ότι θα συνεχίσει να υπάρχει αυξημένη ζήτηση για ενέργεια εξαιτίας της ανερχόμενης μεσαίας τάξης, καθώς και συνεχιζόμενη υψηλή ζήτηση για οχήματα. Υπάρχουν επίσης ορισμένα ερωτήματα που σχετίζονται περισσότερο με τα βαριά βιομηχανικά εμπορεύματα (χάλυβας, σιδηρομετάλλευμα κ.λπ.), όπου το 2016 σημειώθηκε έντονο ράλι, υποκινούμενο σε κάποιο βαθμό από κερδοσκοπικούς παράγοντες, αλλά και από πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, το οποίο όμως ενδέχεται να εξαντληθεί το 2017. Πράγματι, η Κίνα θα συνεχίσει να στηρίζει τη ζήτηση, αλλά δεν πρέπει να περιμένουμε τους ρυθμούς ανάπτυξης του παρελθόντος. Θα είναι μια ζήτηση διαφορετικού είδους: Θα αφορά περισσότερο τα εμπορεύματα που απαιτούνται σε μια ανάπτυξη με βάση την κατανάλωση. Η γενική μας πρόβλεψη για την Κίνα είναι θετική, αλλά καταλυτικός παράγοντας θα είναι η σχέση μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ, και αυτό θα το κρίνουν μόνο οι επόμενοι μήνες».
Υπάρχει αυξανόμενη προσδοκία για άνοδο στις τιμές του πετρελαίου, χάρη στη συμφωνία των παραγωγών χωρών για μείωση της προσφοράς. Πιστεύετε ότι θα φέρει αποτελέσματα;
«Εν συντομία, η συμφωνία θα φέρει αποτελέσματα, αλλά κατά πάσα πιθανότητα θα χρειαστεί περισσότερος χρόνος απ’ όσο περιμένουμε. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα από τους μεγαλύτερους παραγωγούς του ΟΠΕΚ για να δείξουν ότι έχουν περικόψει την παραγωγή τους, ορισμένοι μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ όσο είχαν αρχικά ανακοινώσει. Αυτό συμβαίνει ώστε να στείλουν ένα ηχηρό μήνυμα στην αγορά ότι αντιμετωπίζουν το θέμα σοβαρά, και παράλληλα είναι και απαραίτητο δεδομένου ότι οι τελευταίες πρόσφατες προσπάθειες συμμόρφωσης με τα όρια αποθεμάτων ήταν απογοητευτικές. Επιπλέον είναι απαραίτητο να αποδείξουν την ισχυρή τους δέσμευση προκειμένου να σιγουρευτούν για τη συμμετοχή της Ρωσίας. Η Ρωσία, με τα 300.000 βαρέλια ημερήσιας παραγωγής, αποτελεί μεταβλητή-καταλύτη στην όλη διαδικασία.
Ο λόγος που υποστηρίζω ότι η διαδικασία αυτή θα παραταθεί σε βάθος χρόνου είναι ότι παράλληλα παρατηρούμε μια αύξηση της παραγωγής από τους παραγωγούς υψηλού κόστους, όπως χαρακτηρίζονταν παλαιότερα, ειδικά από τον κλάδο του σχιστολιθικού πετρελαίου στις ΗΠΑ. Το υψηλό κόστος στον κλάδο αυτόν δεν είναι πλέον και τόσο υψηλό. Οι περισσότεροι από τους εν λόγω παραγωγούς παράγουν σήμερα με κέρδος και το γεγονός αυτό έχει προκαλέσει αύξηση στον αριθμό των εξεδρών άντλησης, ενώ προκαλεί και ανάκαμψη της παραγωγής. Οι αστάθμητοι παράγοντες και η ταχύτητα εξισορρόπησης θα εξαρτηθούν άμεσα από τα επίπεδα παραγωγής καταρχήν στις ΗΠΑ, αλλά και στις δύο ευμετάβλητες χώρες της Λιβύης και της Νιγηρίας.
Οι δύο αυτές χώρες παράγουν πολύ λιγότερο από τις δυνατότητές τους και όσο σημειώνουν συνεχή βελτίωση, όπως είδαμε να συμβαίνει στη Λιβύη τους τελευταίους μήνες, όπου η εδαφική ασφάλεια έχει αρχίσει να βελτιώνεται, θα έχουν τη δυνατότητα να αυξάνουν περαιτέρω την παραγωγή τους. Αυτό θα αποτελέσει σημαντική πρόκληση για τον ΟΠΕΚ, αφού κάθε επιπλέον βαρέλι από τις χώρες αυτές συνεπάγεται την υποχρέωση αντίστοιχης μείωσης από κάποια άλλη χώρα προκειμένου να διατηρηθεί το χρονοδιάγραμμα εξισορρόπησης της αγοράς. Η συμφωνία ΟΠΕΚ αποτελεί τη σωστή συνταγή, καθώς στέλνει ένα μήνυμα στην αγορά - και η αγορά έχει ανταποκριθεί πλήρως.
Αυτή τη στιγμή υπάρχει ρεκόρ κερδοσκοπικών θέσεων αγοράς στην αγορά πετρελαίου και αυτό μάλλον αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει βραχυπρόθεσμα το πετρέλαιο. Αλλά έχουμε καταγράψει ράλι 20% από τα χαμηλά του Νοεμβρίου και μέχρι στιγμής τον Ιανουάριο έχουμε σταθεροποιηθεί σε ένα σχετικά στενό εύρος τιμών. Αυτό πράγματι υποδεικνύει ότι το αγοραστικό ενδιαφέρον έχει εξαντληθεί και σε αυτό το στάδιο, με δεδομένο τον τεράστιο όγκο θέσεων στην αγορά, οι συγκεκριμένες συμμετοχές, για να διατηρηθούν, πρέπει να τροφοδοτηθούν με θετικές ειδήσεις - προκειμένου οι επενδυτές να αποφύγουν τον πειρασμό να ρευστοποιήσουν κέρδη. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, εγείρει τον κίνδυνο για κλείδωμα κερδών, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα».
Σε τι ύψος μπορεί να φτάσουν οι τιμές πετρελαίου και ποιος θα είναι ο αντίκτυπος στις εισαγωγικές οικονομίες της Ευρώπης;
«Εφόσον η παγκόσμια αύξηση της ζήτησης εξελιχθεί εξίσου ισχυρά όσο αναμένεται σήμερα, δηλαδή σε 1,5 εκατ. βαρέλια την ημέρα για το 2017, η αγορά θα συνεχίσει τη διαδικασία εξισορρόπησης, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο για μια τιμή κλεισίματος έτους κοντά στα 60 δολ.
Εφόσον παραμείνουμε εντός του σημερινού, σχετικά χαμηλού εύρους τιμών, με την προοπτική ανόδου πάνω από τα 60 δολ. να παραμένει περιορισμένη, δεν θα υπάρξουν σημαντικές συνέπειες για την Ευρώπη. Δεν διαβλέπουμε την πιθανότητα κορυφώσεων στην αγορά. Τυχόν κορυφώσεις θα προκληθούν από γεωπολιτικά γεγονότα, τα οποία προφανώς δεν μπορούμε ποτέ να προβλέψουμε. Βασιζόμενοι όμως στον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται η αγορά και στην ανάπτυξη της ζήτησης στο άμεσο μέλλον, η τρέχουσα προσδοκία είναι ότι η τιμή του πετρελαίου σε γενικές γραμμές θα αυξάνεται κατά 5 δολ./βαρέλι κάθε έτος, καθιστώντας πιθανό ότι στα τέλη της δεκαετίας η τιμή θα βρίσκεται πιο κοντά στα 70-80 δολ. Με τη μέση τιμή του πετρελαίου να έχει κυμανθεί στα 110 δολ. επί τρία χρόνια, από το 2011 ως το 2014, το εν λόγω εύρος δεν είναι νέο και δεν θα αποτελέσει πρόβλημα».
Ενώ η ενέργεια και τα μέταλλα σημειώνουν άνοδο, η εικόνα για τα αγροτικά εμπορεύματα (σιτηρά και «μαλακά» εμπορεύματα) είναι πιο σύνθετη. Ποιοι παράγοντες θα κρίνουν την πορεία τους;
«Ο καιρός, η προσφορά και η ζήτηση, και σε ορισμένο βαθμό το δολάριο. Το πλεόνασμα προσφοράς, ειδικά σε ό,τι αφορά τα σιτηρά, δημιουργήθηκε έπειτα από τέσσερα συνεχόμενα έτη καλής σοδειάς και δημιουργεί σίγουρα δυσκολία στην πιθανότητα ανόδου των τιμών στα σιτηρά. Αλλά με δεδομένο ότι είχαμε χαμηλές τιμές κατά το μεγαλύτερο μέρος του προηγούμενου έτους, όσο προχωράμε προς την άνοιξη θα αυξηθεί ο προβληματισμός και οι προσδοκίες για ενδεχόμενες αλλαγές στις αναλογίες των επόμενων καλλιεργειών, ειδικά στις ΗΠΑ. Αυτό ίσως να ενισχύσει κάπως τη ζήτηση για ορισμένα αγροτικά εμπορεύματα όπως το σιτάρι. Η σόγια πρόσφατα κατέγραψε άνοδο επειδή υπήρξαν ορισμένες ανησυχίες για τον καιρό στη Νότιο Αμερική, και ιδίως στην Αργεντινή, που στήριξαν την αγορά. Αυτό δείχνει ότι οποιαδήποτε αναστάτωση λόγω καιρού, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, έχει τη δυναμική να αλλάξει την πορεία της αγοράς - και αυτό είναι που πρέπει... όχι ακριβώς να ελπίζουν οι αγορές σιτηρών, αφού μια υπερβολική άνοδος των τιμών στα σιτηρά δεν θα αποτελούσε καλή είδηση, αλλά σε κάθε περίπτωση να περιμένουν ως τον κύριο παράγοντα για μια ενδεχόμενη ανάκαμψη.
Αν εξετάσουμε τα “μαλακά” εμπορεύματα (soft commodities), τόσο στον καφέ όσο και στη ζάχαρη διακρίνουμε μια ουσιαστική ανοδική προοπτική. Για άλλη μια φορά φέτος προβλέπεται έλλειμμα προσφοράς. Η παραγωγή καφέ στη Βραζιλία θα είναι μάλλον μικρότερη από τα προηγούμενα χρόνια. Επομένως έχουν εξασφαλισμένη στήριξη».