Tην «κόπωση» των επενδυτών από τη στασιμότητα στο στόρι του κλάδου καταγράφουν οι τραπεζίτες στις επαφές που έχουν με εκπροσώπους ξένων funds.
Από την έντυπη έκδοση
Της Άννας Δόγα
[email protected]
Tην «κόπωση» των επενδυτών από τη στασιμότητα στο στόρι του κλάδου καταγράφουν οι τραπεζίτες στις επαφές που έχουν με εκπροσώπους ξένων funds.
Η συμμετοχή στο QE θα αποτελέσει έναν κρίσιμο καταλύτη για το επενδυτικό ενδιαφέρον, αλλά μακροπρόθεσμα μόνο η επαναφορά σε σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης θα στηρίξει τη στρατηγική του τραπεζικού κλάδου που, όπως επισημαίνουν στη «Ν» τραπεζικά στελέχη, έχει μπροστά του ένα κρίσιμο και δύσκολο έτος, εν όψει των ευρωπαϊκών stress tests του 2018.
Οι τράπεζες θα κινηθούν στον ρυθμό των επόμενων stress tests ήδη από τον επόμενο Σεπτέμβριο και στον «πυκνό» χρόνο που διανύει η ελληνική οικονομία, υπάρχει η ανησυχία ότι θα είναι δύσκολο για το σύστημα να πετύχει τις επιδόσεις που θα απορροφήσουν τους κραδασμούς.
Σε πρόσφατες επαφές με επενδυτές στο Λονδίνο, στο πλαίσιο της εκδήλωσης της Deutsche Bank για αναδυόμενες αγορές, το consensus των συμμετεχόντων ήταν ότι επίκειται τις επόμενες εβδομάδες η ολοκλήρωση της αξιολόγησης, με παγιωμένη όμως την αντίληψη για καθυστερήσεις σε όλα τα επίπεδα.
Όπως αναμένεται, εφόσον κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση, η ένταξη στο QE θα αποτελέσει έναν καταλύτη επενδυτικού ενδιαφέροντος.
Ισχυρή πίεση στον κλάδο
Επίσης, κοινή αντίληψη των επενδυτών είναι ότι οι στόχοι μείωσης των προβληματικών δανείων που έχουν θέσει οι ελληνικές τράπεζες είναι φιλόδοξοι και δύσκολο να επιτευχθούν.
Η ανά τρίμηνο εξέταση των στόχων από τον SSM και την Τράπεζα της Ελλάδος είναι η μία πλευρά της ισχυρής πίεσης που ασκείται στον κλάδο για την αποτελεσματική διαχείριση των NPEs.
Η άλλη πλευρά προκύπτει από την προοπτική των stress tests και των «μαξιλαριών» που καλείται να χτίσει το εγχώριο τραπεζικό σύστημα τους επόμενους μήνες.
Με δυσμενές το μακροοικονομικό περιβάλλον, κάτι που ήδη πλήττει κάθε προσπάθεια διαχείρισης, η έλλειψη των νομοθετικών εργαλείων έχει επίσης εμφανή επίπτωση στις επιδόσεις των τραπεζών.
Σε αυτή τη φάση θετική εξέλιξη είναι μόνο η επιτάχυνση το τελευταίο διάστημα της εκδίκασης υποθέσεων που εμπίπτουν στον νόμο Κατσέλη, με τα στατιστικά να δείχνουν τις έξι στις δέκα να ρυθμίζονται με κάποιον τρόπο και τις τρεις στις δέκα να απορρίπτονται, ενώ για μία στις δέκα περιπτώσεις ο αιτών αποφασίζει να μην κάνει χρήση του νόμου.
Στον αντίποδα, εκκρεμεί η αναμόρφωση του νόμου Δένδια, η δυνατότητα απομάκρυνσης μη συνεργαζόμενων μετόχων και η νομική κάλυψη των στελεχών, όλα κρίσιμες ψηφίδες του πλαισίου διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Πρώτη έκθεση επιδόσεων
Οι τράπεζες προετοιμάζονται να υποβάλουν στην ΤτΕ και τον SSM την πρώτη έκθεση επιδόσεων, η οποία θα αναφέρεται στο 2016. Πιο κρίσιμη θα είναι η πρόοδος στο πρώτο και κυρίως στο δεύτερο τρίμηνο του 2017 και για το τρέχον έτος οι τράπεζες υποχρεούνται να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα κατά 7,6 δισ. ευρώ.
Αυτός ο στόχος εκτιμάται ότι θα υλοποιηθεί με ρυθμίσεις ύψους 3 δισ. ευρώ και με διαγραφές της τάξης των 4 δισ. ευρώ. Ειδικά οι αναδιαρθρώσεις θα είναι η αιχμή του δόρατος για τις διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών στο σύνολο του σχεδιασμού έως το 2019, αφού προβλέπεται ότι σχεδόν το 30% των NPEs θα περάσει σε εξυπηρέτηση μέσω επιτυχών ρυθμίσεων. Οι επιδόσεις σήμερα δεν είναι οι καλύτερες δυνατές, αφού οι τέσσερις στις δέκα κινήσεις αναδιάρθρωσης επανέρχονται στο «κόκκινο».
Για να περάσει ένα ρυθμισμένο δάνειο από την κατηγορία των NPEs στα εξυπηρετούμενα, χρειάζεται περίοδος 12 μηνών, κατά την οποία θα παραμένει σταθερά ενήμερο, κάτι που δείχνει ότι ο αγώνας των αναδιαρθρώσεων είναι συνεχής και δύσκολος για τις τράπεζες.
Μικρότερο μέρος αναμένουν οι τράπεζες από ρευστοποιήσεις αφού οι διαδικασίες πλειστηριασμών που ξεκίνησαν τους τελευταίους μήνες του 2016 γίνονταν μετ’ εμποδίων και τελικώς «πάγωσαν», χωρίς να είναι βέβαιο πότε «θα ζεσταθούν οι μηχανές».