ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΑΠΟ ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΠΟΥ ΚΑΤΕΧΟΥΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α
ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ
Αρθρο 1
Ο παρών νόμος έχει ως σκοπό την προσαρμογή της νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 28ης Ιανουαρίου 2003, για τις πράξεις προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες και τις πράξεις χειραγώγησης της αγοράς (κατάχρηση αγοράς), Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων L 096/16/12.04.2003, καθώς και προς τις Οδηγίες 2003/124/ΕΚ της Επιτροπής, Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων L 339/70/24.12.2003, 2003/125/ΕΚ της Επιτροπής, Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων L 339/73/24.12.2003 και 2004/72/ΕΚ της Επιτροπής, Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων L 162/70/30.04.2004.
Αρθρο 2
Για τους σκοπούς του νόμου αυτού:
1. «Αποδεκτές πρακτικές αγοράς» νοούνται πρακτικές οι οποίες αναμένονται ευλόγως σε μία ή περισσότερες αγορές, είτε είναι οργανωμένες είτε δεν είναι οργανωμένες, και είναι αποδεκτές σύμφωνα με τα οριζόμενα στην απόφαση που προβλέπεται στην παράγραφο 10.
2. «Διαχειριστής της αγοράς» νοείται το πρόσωπο που διευθύνει τις δραστηριότητες οργανωμένης αγοράς ή εκμεταλλεύεται τέτοια αγορά. Διαχειριστής αγοράς μπορεί να είναι και η ίδια η οργανωμένη αγορά.
3. «Εκδότες» νοούνται τα νομικά πρόσωπα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα κράτη, των οποίων κινητές αξίες έχουν εισαχθεί σε οργανωμένη αγορά, που έχει την έδρα της ή λειτουργεί στην Ελλάδα, ή για τις οποίες έχει υποβληθεί αίτηση εισαγωγής στην εν λόγω αγορά. Σε περίπτωση τίτλων παραστατικών μετοχών, εκδότης θεωρείται ο φορέας που εξέδωσε τις αντιπροσωπευόμενες στους τίτλους αυτούς μετοχές.
4. «Κατάχρηση της αγοράς» νοείται η κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών, όπως ορίζεται στα άρθρα 3 έως 6 του νόμου αυτού, και η χειραγώγηση της αγοράς, όπως ορίζεται στο άρθρο 7.
5. «Κινητές αξίες» νοούνται οι κινητές αξίες όπως ορίζονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 2 του νόμου 2396/1996 (ΦΕΚ Α 73).
6. «Οργανωμένη αγορά» νοείται η αγορά που ορίζεται στην παράγραφο 14 του άρθρου 2 του νόμου 2396/1996.
7. «Πρόσωπο» νοείται οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο.
8. «Πρόσωπα που διαμεσολαβούν κατ’ επάγγελμα στην κατάρτιση συναλλαγών» νοούνται τα πρόσωπα τα οποία είναι:
(α) Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΕΠΕΥ), όπως αυτές ορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 2 του νόμου 2396/1996 στις οποίες συμπεριλαμβάνονται τα Πιστωτικά Ιδρύματα, όπως αυτά ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 2 του νόμου 2076/1992 (ΦΕΚ Α 130 ) εφόσον λειτουργούν και ως ΕΠΕΥ, ή
(β) Ανώνυμες Εταιρίες Λήψης και Διαβίβασης Εντολών όπως ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 και στην περίπτωση (θ) της παραγράφου 1 του άρθρου 30 του νόμου 2396/1996.
9. «Χρηματοπιστωτικά μέσα» νοούνται:
(α) τα χρηματοπιστωτικά μέσα όπως ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 2 του νόμου 2396/1996,
(β) τα παράγωγα μέσα σε εμπορεύματα,
(γ) κάθε άλλο μέσο που έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά κράτους-μέλους ή για το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση εισαγωγής προς διαπραγμάτευση σε μια τέτοια αγορά.
10. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται τα επιμέρους κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση του αποδεκτού ή μη χαρακτήρα πρακτικών της αγοράς, καθώς και οι διαδικασίες διαβούλευσης και δημοσιοποίησης των αποφάσεων για τον αποδεκτό ή μη χαρακτήρα των πρακτικών της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα εκτελεστικά μέτρα της Οδηγίας 2004/72/ΕΚ της Επιτροπής.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β
ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ
Αρθρο 3
1. Απαγορεύεται σε πρόσωπα, τα οποία κατέχουν προνομιακές πληροφορίες, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 6,
(α) λόγω της ιδιότητάς τους ως μελών των διοικητικών, διευθυντικών, ή εποπτικών οργάνων εκδότη, ή
(β) λόγω της συμμετοχής τους στο κεφάλαιο εκδότη, ή
(γ) λόγω της πρόσβασης που έχουν στις πληροφορίες αυτές κατά την άσκηση της εργασίας, του επαγγέλματος ή των καθηκόντων τους, ή
(δ) λόγω των εγκληματικών δραστηριοτήτων τους,
να χρησιμοποιούν τις πληροφορίες αυτές για να αποκτήσουν ή να διαθέσουν ή για να προσπαθήσουν να αποκτήσουν ή να διαθέσουν, για λογαριασμό τους ή για λογαριασμό τρίτων, αμέσως ή εμμέσως, χρηματοπιστωτικά μέσα στα οποία αφορούν οι πληροφορίες αυτές.
2. Όταν το πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι νομικό πρόσωπο, η απαγόρευση που προβλέπεται στο άρθρο αυτό ισχύει και για τα φυσικά πρόσωπα που συμμετέχουν στην λήψη της απόφασης για τη διενέργεια της συναλλαγής για λογαριασμό του εν λόγω νομικού προσώπου.
3. Η απαγόρευση του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζεται στις συναλλαγές που πραγματοποιούνται από πρόσωπο προς εκπλήρωση μιας απαιτητής υποχρέωσης για την απόκτηση ή διάθεση χρηματοπιστωτικών μέσων, όταν η υποχρέωση αυτή απορρέει από συμφωνία συναφθείσα πριν από την απόκτηση της προνομιακής πληροφορίας από το εν λόγω πρόσωπο.
Αρθρο 4
Απαγορεύεται στα πρόσωπα που υπόκεινται στην απαγόρευση του προηγούμενου άρθρου:
(α) να ανακοινώνουν προνομιακή πληροφορία σε άλλο πρόσωπο, εκτός εάν τα πρόσωπα που υπόκεινται στην απαγόρευση ενεργούν στο σύνηθες πλαίσιο άσκησης της εργασίας, του επαγγέλματος ή των καθηκόντων τους·
(β) να συνιστούν σε άλλο πρόσωπο ή να το παρακινούν, βάσει προνομιακής πληροφορίας, να αποκτήσει ή να διαθέσει, το ίδιο ή μέσω άλλου, τα χρηματοπιστωτικά μέσα, στα οποία αφορά η πληροφορία αυτή.
Αρθρο 5
Οι απαγορεύσεις, των άρθρων 3 και 4 ισχύουν και για κάθε άλλο πρόσωπο, πέραν των προσώπων που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4, το οποίο κατέχει προνομιακή πληροφορία, εφόσον το πρόσωπο αυτό γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι πρόκειται για προνομιακή πληροφορία.
Αρθρο 6
1. Μια πληροφορία θεωρείται «προνομιακή» εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) είναι συγκεκριμένη, δηλαδή:
αα) αφορά κατάσταση που υφίσταται ή που ευλόγως μπορεί να αναμένεται ότι θα υπάρξει ή γεγονός που έλαβε χώρα ή που ευλόγως μπορεί να αναμένεται ότι θα λάβει χώρα, και
ββ) επιτρέπει την συναγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την πιθανή επίπτωση αυτής της κατάστασης ή του γεγονότος στις τιμές χρηματοπιστωτικών μέσων ή των συνδεδεμένων με αυτά παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων,
(β) δεν έχει δημοσιοποιηθεί,
(γ) αφορά, άμεσα ή έμμεσα, έναν ή περισσότερους εκδότες ή ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα,
(δ) η δημοσιοποίησή της θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά την τιμή των χρηματοπιστωτικών μέσων που αφορά ή την τιμή των συνδεδεμένων με αυτά παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων, δηλαδή πρόκειται για πληροφορία που ένας συνετός επενδυτής θα αξιολογούσε, μεταξύ άλλων, ως ουσιώδη κατά τη λήψη των επενδυτικών του αποφάσεων.
2. «Προνομιακές πληροφορίες» σχετικά με παράγωγα μέσα επί εμπορευμάτων νοούνται πληροφορίες που
(α) είναι συγκεκριμένες,
(β) δεν έχουν δημοσιοποιηθεί,
(γ) αφορούν, άμεσα ή έμμεσα, ένα ή περισσότερα από τα εν λόγω παράγωγα μέσα και
(δ) θα αναμενόταν να λάβουν οι συμμετέχοντες στις αγορές, στις οποίες γίνεται διαπραγμάτευση αυτών των παράγωγων μέσων, σύμφωνα με τις αποδεκτές πρακτικές που ισχύουν στις αγορές αυτές, εφόσον οι πληροφορίες αυτές
αα) τίθενται σε τακτική βάση στη διάθεση των συμμετεχόντων στις αγορές αυτές, ή
ββ) πρέπει να γνωστοποιούνται δυνάμει των ισχυουσών νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων, των κανόνων της αγοράς ή των σχετικών συμβατικών υποχρεώσεων, ή σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη της αγοράς του υποκείμενου εμπορεύματος ή της αγοράς των παράγωγων μέσων επί εμπορευμάτων.
3. Για τα πρόσωπα που διαμεσολαβούν κατ’ επάγγελμα στην κατάρτιση συναλλαγών, ως «προνομιακές πληροφορίες» νοούνται και οι πληροφορίες που σωρευτικώς:
(α) διαβιβάζονται από πελάτη
(β) σχετίζονται με τις εκκρεμείς εντολές του
(γ) έχουν συγκεκριμένο χαρακτήρα
(δ) συνδέονται, άμεσα ή έμμεσα, με έναν ή περισσότερους εκδότες ή με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα και
(ε) εάν δημοσιοποιούνταν θα μπορούσαν να επηρεάσουν σημαντικά την τιμή αυτών των χρηματοπιστωτικών μέσων ή την τιμή των συνδεδεμένων με αυτά παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ
ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
Αρθρο 7
1. Απαγορεύεται η χειραγώγηση της αγοράς.
2. Ως «χειραγώγηση της αγοράς» νοούνται:
(α) συναλλαγές ή εντολές για τη διενέργεια συναλλαγών, με τις οποίες δίδονται ή είναι πιθανόν ότι θα δοθούν ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις για την προσφορά, τη ζήτηση ή την τιμή χρηματοπιστωτικού μέσου ή με τις οποίες διαμορφώνεται, από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που ενεργούν από κοινού, η τιμή ενός ή περισσοτέρων χρηματοπιστωτικών μέσων σε μη κανονικό ή τεχνητό επίπεδο, εκτός εάν το πρόσωπο που κατήρτισε τις συναλλαγές ή το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου καταρτίσθηκαν οι συναλλαγές ή το πρόσωπο που έδωσε τις εντολές για τη διενέργεια συναλλαγών αποδεικνύει ότι οι συναλλαγές αυτές καταρτίσθηκαν ή ότι έδωσε τις εντολές για τη διενέργεια των συναλλαγών αυτών για θεμιτούς λόγους και ότι οι συναλλαγές ή εντολές είναι σύμφωνες με τις αποδεκτές πρακτικές της σχετικής αγοράς,
(β) συναλλαγές ή εντολές για τη διενέργεια συναλλαγών, οι οποίες συνδυάζονται με ή συνιστούν παραπλανητικές μεθοδεύσεις ή άλλο τέχνασμα,
(γ) η διάδοση δια των μέσων μαζικής ενημέρωσης και του διαδικτύου ή με οιοδήποτε άλλο μέσο πληροφοριών, οι οποίες δίνουν ή είναι πιθανόν να δώσουν ψευδείς ή παραπλανητικές ενδείξεις σχετικά με χρηματοπιστωτικά μέσα, ή φημών ή παραπλανητικών ειδήσεων, εάν ο διαδίδων γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι οι πληροφορίες, οι φήμες ή οι ειδήσεις αυτές ήταν ψευδείς ή παραπλανητικές. Όσον αφορά τους δημοσιογράφους, όταν ενεργούν στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους ιδιότητας, η διάδοση πληροφοριών κρίνεται με βάση τους κανόνες του επαγγέλματός τους, εκτός εάν οι δημοσιογράφοι αντλούν, άμεσα ή έμμεσα, οφέλη ή κέρδη από τη διάδοση των εν λόγω πληροφοριών.
3. Συμπεριφορές που συνιστούν χειραγώγηση της αγοράς κατά την έννοια των παραγράφων 1 έως 2 αποτελούν ενδεικτικά οι εξής:
(α) η συμπεριφορά, από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που δρουν συντονισμένα, η οποία οδηγεί στην εξασφάλιση δεσπόζουσας θέσης επί της προσφοράς ή της ζήτησης ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, με αποτέλεσμα τον άμεσο ή έμμεσο τεχνητό προσδιορισμό της τιμής αγοράς ή της τιμής πώλησης ή τη δημιουργία αθέμιτων συνθηκών στις συναλλαγές,
(β) η αγορά ή πώληση ενός χρηματοπιστωτικού μέσου κατά την περίοδο διαμόρφωσης της τιμής κλεισίματος της αγοράς με αποτέλεσμα την παραπλάνηση των επενδυτών που ενεργούν βάσει της τιμής αυτής,
(γ) η εκμετάλλευση της περιστασιακής ή τακτικής πρόσβασης στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, περιλαμβανομένου του διαδικτύου, για τη διατύπωση γνώμης είτε άμεσα για ένα χρηματοπιστωτικό μέσο είτε έμμεσα για τον εκδότη του, ενώ ο εκφέρων τη γνώμη έχει επενδύσει, ο ίδιος ή μέσω τρίτου, στο εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο και εν συνεχεία αντλεί, άμεσα ή έμμεσα, όφελος από τον αντίκτυπο που έχει η γνώμη αυτή στην τιμή του χρηματοπιστωτικού μέσου, εφόσον δεν έχει δημοσιοποιηθεί ταυτόχρονα με τη διατύπωση της γνώμης η συγκεκριμένη σύγκρουση συμφερόντων με σαφήνεια και ευκρίνεια,
(δ) η διάδοση ψευδών, ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών από μέλη του διοικητικού συμβουλίου εταιριών, μέσω των ετήσιων ή περιοδικών οικονομικών καταστάσεων, των ενημερωτικών δελτίων, ή άλλων δημοσιευμάτων.
4. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται κριτήρια και ενδείξεις βάσει των οποίων θα εξετάζεται κατά πόσον συγκεκριμένη συμπεριφορά ενδέχεται να συνιστά χειραγώγηση της αγοράς στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου αυτού, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα εκτελεστικά μέτρα της Οδηγίας 2003/124/ΕΚ της Επιτροπής.
Αρθρο 8
Ο παρών νόμος δεν εφαρμόζεται στις πράξεις που διενεργούνται κατά την άσκηση νομισματικής ή συναλλαγματικής πολιτικής ή πολιτικής διαχείρισης δημόσιου χρέους από κράτη-μέλη, από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών, από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών ή από οποιοδήποτε όργανο επίσημα εξουσιοδοτημένο για τους σκοπούς αυτούς ή από οποιονδήποτε ενεργούντα για λογαριασμό τους.
Η εξαίρεση του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται στις πράξεις που διενεργούνται από την εταιρία «Δημόσια Επιχείρηση Κινητών Αξιών Ανώνυμη Εταιρία» («Δ.Ε.Κ.Α. Α.Ε») του νόμου 2526/1997 (ΦΕΚ Α 205).
¶ρθρο 9
Οι απαγορεύσεις του νόμου αυτού δεν εφαρμόζονται στις πράξεις επί ιδίων μετοχών, που διενεργούνται στο πλαίσιο προγραμμάτων αγοράς ιδίων μετοχών, ούτε στις πράξεις σταθεροποίησης ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, εφόσον οι σχετικές συναλλαγές διενεργούνται σύμφωνα με τον Κανονισμό 2273/2003 της Επιτροπής, Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων L 336/33, 23.12.2003.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ
ΠΡΟΛΗΠTΙΚΑ ΜΕΤΡΑ
¶ρθρο 10
1. Οι εκδότες υποχρεούνται να δημοσιοποιούν χωρίς υπαίτια βραδύτητα τις προνομιακές πληροφορίες που τους αφορούν άμεσα.
2. Οι εκδότες υποχρεούνται να διατηρούν ιστοσελίδα στο διαδίκτυο και να εμφανίζουν σε αυτή, για τουλάχιστον έξι μήνες, κάθε προνομιακή πληροφορία, την οποία δημοσιοποιούν σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο.
¶ρθρο 11
1. Εκδότης μπορεί υπ’ ευθύνη του, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να αναβάλει προσωρινά τη δημοσιοποίηση μιας προνομιακής πληροφορίας προκειμένου να μη βλάψει νόμιμο συμφέρον του, εφόσον η αναβολή αυτή δεν ενέχει κίνδυνο παραπλάνησης του επενδυτικού κοινού και εφόσον ο εκδότης μπορεί να διασφαλίσει ότι η εν λόγω πληροφορία θα παραμείνει εμπιστευτική για όσο διάστημα διαρκεί η αναβολή δημοσιοποίησης.
2. Όποτε, σε περίπτωση αναβολής δημοσιοποίησης προνομιακής πληροφορίας σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, εκδότης, ή πρόσωπο που ενεργεί ως άμεσος ή έμμεσος αντιπρόσωπός του, ανακοινώνει εκ προθέσεως προνομιακή πληροφορία σε τρίτο, εφόσον ο εκδότης ή ο αντιπρόσωπός του ενεργεί στο σύνηθες πλαίσιο άσκησης της εργασίας, του επαγγέλματος ή των καθηκόντων του, ο εκδότης υποχρεούται να δημοσιοποιήσει με πληρότητα και ευκρίνεια την πληροφορία αυτή ταυτόχρονα με την ανακοίνωση στον τρίτο. Εάν η ανακοίνωση έγινε άνευ προθέσεως, ο εκδότης υποχρεούται να δημοσιοποιήσει άμεσα την εν λόγω πληροφορία.
3. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζονται εάν ο λήπτης της πληροφορίας υπέχει έναντι του εκδότη υποχρέωση να τηρεί την πληροφορία εμπιστευτική, ανεξάρτητα από το εάν η υποχρέωση αυτή είναι συμβατική ή προκύπτει εκ του νόμου ή από κανονιστική πράξη και για όσο διάστημα η εν λόγω πληροφορία παραμένει εμπιστευτική.
¶ρθρο 12
Οι εκδότες υποχρεούνται να καταρτίζουν κατάλογο των προσώπων που απασχολούν, είτε με σύμβαση εργασίας είτε άλλως, και τα οποία έχουν πρόσβαση σε προνομιακές πληροφορίες. Οι εκδότες ενημερώνουν τον κατάλογο σε κάθε περίπτωση μεταβολής των στοιχείων που περιλαμβάνει. Οι εκδότες υποχρεούνται να θέτουν τον κατάλογο στην διάθεση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αμέσως μόλις αυτή το ζητήσει.
¶ρθρο 13
1. Τα πρόσωπα που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα σε εκδότη και οι έχοντες στενό δεσμό με αυτά τα πρόσωπα οφείλουν να γνωστοποιούν στον εκδότη τις συναλλαγές που διενεργούνται για δικό τους λογαριασμό και αφορούν μετοχές που εκδίδονται από τον ανωτέρω εκδότη, ή παράγωγα ή άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι συνδεδεμένα με αυτές.
2. Ο εκδότης οφείλει να διαβιβάζει τη γνωστοποίηση της παραπάνω παραγράφου στο επενδυτικό κοινό και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
3. Ο εκδότης οφείλει να καταρτίζει κατάλογο των υπόχρεων προσώπων της παραγράφου 1 και να τον υποβάλλει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Ο εκδότης ενημερώνει τον κατάλογο σε κάθε περίπτωση μεταβολής των στοιχείων που περιλαμβάνει και τον υποβάλλει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
¶ρθρο 14
Πρόσωπα τα οποία
(α) εκπονούν ή καθιστούν προσιτές στο κοινό αναλύσεις σχετικά με χρηματοπιστωτικά μέσα ή με εκδότες, με τις οποίες συνιστάται ή προτείνεται μια επενδυτική στρατηγική, ή
(β) εκπονούν ή καθιστούν προσιτές στο κοινό συστάσεις ή προτάσεις επενδυτικής στρατηγικής, διαφορετικές από αυτές της περίπτωσης (α),
οι οποίες προορίζονται για δημοσιοποίηση είτε μέσω διαύλων επικοινωνίας είτε απ’ ευθείας προς το κοινό, υποχρεούνται να εξασφαλίζουν την ορθή παρουσίασή τους και να γνωστοποιούν τα συμφέροντά τους ή και συγκρούσεις συμφερόντων αναφορικά με τα χρηματοπιστωτικά μέσα ή τους εκδότες που αποτελούν το αντικείμενο των εν λόγω αναλύσεων, συστάσεων ή προτάσεων.
¶ρθρο 15
Οι διαχειριστές των αγορών υποχρεούνται να διαθέτουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς και διαδικασίες για την αποτροπή και τον άμεσο εντοπισμό περιπτώσεων κατάχρησης της αγοράς, καθώς επίσης υποχρεούνται να αναφέρουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αμέσως τις περιπτώσεις για τις οποίες ευλόγως υποπτεύονται ότι γίνεται κατάχρηση της αγοράς, γνωστοποιώντας όλες τις σχετικές πληροφορίες και παρέχοντας κάθε αναγκαία βοήθεια για τη διερεύνησή τους.
¶ρθρο 16
Τα πρόσωπα που εκδίδουν στατιστικά στοιχεία τα οποία μπορεί να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στις χρηματοπιστωτικές αγορές οφείλουν να εκδίδουν τα στοιχεία αυτά με αντικειμενικό και διαφανή τρόπο.
¶ρθρο 17
Τα πρόσωπα που διαμεσολαβούν κατ’ επάγγελμα στην κατάρτιση συναλλαγών υποχρεούνται να ειδοποιούν την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όταν υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες, ότι συναλλαγές που έχουν καταρτισθεί θα μπορούσαν να συνιστούν κατάχρηση της αγοράς.
Όταν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει ειδοποιήσεις κατά την έννοια του παρόντος άρθρου προερχόμενες από πιστωτικά ιδρύματα, τις διαβιβάζει και στην Τράπεζα της Ελλάδος.
¶ρθρο 18
1. Τα πρόσωπα που διαμεσολαβούν κατ’ επάγγελμα στην κατάρτιση συναλλαγών υποχρεούνται να καταγράφουν και να αρχειοθετούν όλες τις εντολές που δίδουν πελάτες τους για κατάρτιση συναλλαγών επί χρηματοπιστωτικών μέσων, και ιδίως να ηχογραφούν τις εντολές που δίδονται τηλεφωνικώς, καθώς και να αποθηκεύουν τις εντολές που δίδονται μέσω τηλεομοιοτυπίας ή ηλεκτρονικού μέσου, όπως το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή το διαδίκτυο.
2. Η καταγραφή και αρχειοθέτηση των πιο πάνω εντολών πρέπει να γίνεται με τρόπο που να διασφαλίζει την αξιοπιστία, την ακρίβεια και την πληρότητά των καταγεγραμμένων στοιχείων, τη δυνατότητα ευχερούς αναπαραγωγής των καταγεγραμμένων στοιχείων εγγράφως ή σε ηλεκτρονικό ή μαγνητικό μέσο, καθώς, επίσης, να επιτρέπει την ευχερή πρόσβαση και έρευνα των καταγεγραμμένων στοιχείων και την ασφαλή αποθήκευσή τους.
3. Τα πρόσωπα που διαμεσολαβούν κατ’ επάγγελμα στην κατάρτιση συναλλαγών υποχρεούνται να τηρούν για ένα έτος, τουλάχιστον σε ηχητική μορφή, τις τηλεφωνικές συνομιλίες που καταγράφουν σύμφωνα με την παράγραφο 1, προσδιορίζοντας επακριβώς την ταυτότητα του εντολέα.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί με απόφασή της να διατάξει την διατήρηση των στοιχείων του προηγούμενου εδαφίου για πρόσθετη περίοδο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δύο έτη, εφόσον διενεργείται έρευνα για κατάχρηση της αγοράς.
Τα πρόσωπα που διαμεσολαβούν κατ’ επάγγελμα στην κατάρτιση συναλλαγών υποχρεούνται να θέτουν στη διάθεση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς τις καταγεγραμμένες συνομιλίες, καθώς και να απομαγνητοφωνούν και να θέτουν στη διάθεσή της εγγράφως και σε ηχητική μορφή και στην έκταση που εκείνη θα προσδιορίζει σε κάθε περίπτωση, τις τηλεφωνικές συνομιλίες που καταγράφουν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
4. Τα πρόσωπα που ηχογραφούν εντολές για την κατάρτιση συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα οι οποίες δίδονται τηλεφωνικώς οφείλουν να ενημερώνουν τους καλούντες, κατά την έναρξη της τηλεφωνικής συνομιλίας, ότι η τηλεφωνική συνομιλία καταγράφεται για λόγους προστασίας των συναλλαγών. Επίσης οφείλουν, σε κάθε περίπτωση, να περιλαμβάνουν στη σύμβαση που συνάπτουν με τους πελάτες τους σαφή όρο ότι όλες οι εντολές που διαβιβάζονται τηλεφωνικά καταγράφονται και αρχειοθετούνται για λόγους προστασίας των συναλλαγών, καθώς και ότι τίθενται, εφόσον τούτο ζητηθεί, στη διάθεση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
5. Οι υποχρεώσεις των παραγράφων 2 και 3 εξακολουθούν να ισχύουν και σε κάθε περίπτωση που τα πρόσωπα τα οποία διαμεσολαβούν κατ’ επάγγελμα στην κατάρτιση συναλλαγών είτε έχουν αναστείλει προσωρινά τη λειτουργία τους, είτε έχουν παύσει την λειτουργία τους καθ’ οιονδήποτε τρόπο.
¶ρθρο 19
Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα εκτελεστικά μέτρα των Οδηγιών, 2003/124/ΕΚ της Επιτροπής, 2003/125/ΕΚ της Επιτροπής και 2004/72/ΕΚ της Επιτροπής:
(α) οι όροι και η διαδικασία δημοσιοποίησης προνομιακών πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 10 και τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 11,
(β) οι όροι και η διαδικασία για την αναβολή δημοσιοποίησης προνομιακών πληροφοριών, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 11 και ιδίως το νόμιμο συμφέρον, που δικαιολογεί την αναβολή της δημοσιοποίησης προνομιακών πληροφοριών και οι υποχρεώσεις που υπέχουν οι εκδότες για την διατήρηση της εμπιστευτικότητας προνομιακών πληροφοριών στην περίπτωση αυτή,
(γ) ο τρόπος κατάρτισης και ενημέρωσης από τους εκδότες του καταλόγου των προσώπων που απασχολούνται σε αυτούς και έχουν πρόσβαση σε προνομιακές πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 12,
(δ) οι κατηγορίες των προσώπων που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα σε εκδότη ή έχουν στενό δεσμό με αυτά τα πρόσωπα σύμφωνα με το άρθρο 13, το περιεχόμενο, ο τρόπος και οι προϋποθέσεις γνωστοποίησης την οποία οφείλουν να πραγματοποιούν τα πρόσωπα των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 13, καθώς και τα στοιχεία και οι όροι ενημέρωσης του καταλόγου που προβλέπεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 13,
(ε) λεπτομέρειες σχετικά με την εκπόνηση και τη διάθεση αναλύσεων και προτάσεων ή συστάσεων επενδυτικής στρατηγικής στο κοινό σύμφωνα με το άρθρο 14, καθώς και ο τρόπος της δημοσιοποίησης συμφερόντων ή και συγκρούσεων συμφερόντων αναφορικά με τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αποτελούν το αντικείμενο της ανάλυσης, της σύστασης ή της πρότασης, λαμβάνοντας, επίσης, υπόψη τους κανόνες που διέπουν το επάγγελμα του δημοσιογράφου, όπως, ενδεικτικά, τις αρχές δεοντολογίας και γενικά τους κανόνες αυτορρύθμισης του επαγγέλματος,
(στ) ο τρόπος, ο χρόνος και το περιεχόμενο της γνωστοποίησης προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σε περιπτώσεις συναλλαγών ως προς τις οποίες τα πρόσωπα που διαμεσολαβούν κατ’ επάγγελμα στην κατάρτιση συναλλαγών έχουν σοβαρές υπόνοιες, ότι θα μπορούσαν να συνιστούν κατάχρηση της αγοράς, σύμφωνα με το άρθρο 17.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε
ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ – ΑΡΜΟΔΙΑ ΑΡΧΗ
¶ρθρο 20
1. Ο νόμος αυτός εφαρμόζεται σε πράξεις ή παραλείψεις, που λαμβάνουν χώρα:
(α) στην ελληνική επικράτεια ή στην αλλοδαπή και αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, που εδρεύει ή λειτουργεί στην ελληνική επικράτεια ή χρηματοπιστωτικά μέσα, για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση για εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση σε μια τέτοια αγορά,
(β) στην ελληνική επικράτεια και αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά που εδρεύει ή λειτουργεί σε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση για εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε μια τέτοια αγορά.
2. Τα άρθρα 3, 4 και 5 εφαρμόζονται:
(α) στις πράξεις ή παραλείψεις που λαμβάνουν χώρα στην ελληνική επικράτεια και αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά που εδρεύει ή λειτουργεί σε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των οποίων η αξία εξαρτάται από χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά που εδρεύει ή λειτουργεί σε ένα τουλάχιστον κράτος-μέλος ή για τα οποία έχει ζητηθεί η εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση σε μια τέτοια αγορά,
(β) στις πράξεις ή παραλείψεις που λαμβάνουν χώρα στην ελληνική επικράτεια ή στο εξωτερικό και οι οποίες αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα, που δεν έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά που εδρεύει ή λειτουργεί στην ελληνική επικράτεια, αλλά των οποίων η αξία εξαρτάται από χρηματοπιστωτικό μέσο, εισηγμένο προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, που εδρεύει ή λειτουργεί στην ελληνική επικράτεια ή για το οποίο έχει ζητηθεί η εισαγωγή του προς διαπραγμάτευση σε μια τέτοια αγορά.
3. Τα άρθρα 10 έως 12 δεν εφαρμόζονται στους εκδότες που δεν έχουν ζητήσει ή δεν έχουν εγκρίνει την εισαγωγή των χρηματοπιστωτικών μέσων τους προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά που εδρεύει ή λειτουργεί στην ελληνική επικράτεια ή σε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
¶ρθρο 21
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει την τήρηση των διατάξεων του νόμου αυτού.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υιοθετεί διαδικασίες διαβούλευσης με τους συμμετέχοντες στην αγορά, όσον αφορά πιθανές αλλαγές στη νομοθεσία. Στις εν λόγω διαδικασίες διαβούλευσης συμμετέχει και η Τράπεζα της Ελλάδος.
3. Για τη διαβούλευση της προηγούμενης παραγράφου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί ιδίως να συστήνει, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της, επιτροπές διαβούλευσης, των οποίων η σύνθεση θα πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον εκπροσώπους των εκδοτών, των παρεχόντων χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, των επενδυτών και της Τράπεζας της Ελλάδος.
4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ορθή ενημέρωση του κοινού σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ
ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
¶ρθρο 22
1. Τα εντεταλμένα όργανα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορούν:
(α) να έχουν πρόσβαση σε και να λαμβάνουν αντίγραφα ή αποσπάσματα από έγγραφα, βιβλία και άλλα στοιχεία που τηρούνται σε οποιαδήποτε μορφή (έγγραφη, ηλεκτρονική, μαγνητική ή άλλη) στην επαγγελματική εγκατάσταση των προσώπων που διαμεσολαβούν κατ’ επάγγελμα στην κατάρτιση συναλλαγών ή εποπτεύονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, τα οποία, με την εξαίρεση του τραπεζικού απορρήτου, δεν δικαιούνται να επικαλεσθούν επαγγελματικό ή άλλο απόρρητο·
(β) εάν υπάρξει άρνηση πρόσβασης σε έγγραφα, βιβλία ή άλλα στοιχεία ή παροχής αντιγράφων ή αποσπασμάτων τους σύμφωνα με την περίπτωση (α), να προβαίνουν σε κατάσχεση των σχετικών βιβλίων, εγγράφων και άλλων στοιχείων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα ηλεκτρονικά μέσα αποθήκευσης και μεταφοράς δεδομένων, που βρίσκονται στην επαγγελματική εγκατάσταση των προσώπων που διαμεσολαβούν κατ’ επάγγελμα στην κατάρτιση συναλλαγών ή εποπτεύονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς·
(γ) να ζητούν πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο, και ιδίως από τα πρόσωπα εκείνα που παρεμβαίνουν διαδοχικά στη διαβίβαση των εντολών ή στην εκτέλεση των σχετικών πράξεων, καθώς επίσης και από τους εντολείς τους·
(δ) να λαμβάνουν από τα πρόσωπα που διαμεσολαβούν κατ’ επάγγελμα στην κατάρτιση συναλλαγών στοιχεία για τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και να λαμβάνουν αντίγραφα ηχογραφημένων συνδιαλέξεων, καθώς και αρχεία διακίνησης δεδομένων.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί επιπροσθέτως:
(α) να λαμβάνει μαρτυρικές καταθέσεις·
(β) να λαμβάνει στοιχεία για τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και για αρχεία διακίνησης δεδομένων από παρόχους τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών.
3. Στους ελέγχους και κατασχέσεις που διεξάγονται σύμφωνα με τις περιπτώσεις (α) και (β) της παραγράφου 1 στην επαγγελματική εγκατάσταση προσώπων που εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος συμμετέχει και εκπρόσωπός της.
4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να ζητήσει τη συνδρομή της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων (ΥΠ.Ε.Ε) του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, σύμφωνα με τα σχετικώς προβλεπόμενα στην παράγραφο 8 του άρθρου 30 του νόμου 3296/2004 (ΦΕΚ Α 253). Στην περίπτωση αυτή, η ΥΠ.Ε.Ε κοινοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετική έκθεση ελέγχου με τα τυχόν ευρήματα-πορίσματα που αφορούν σε παραβάσεις της νομοθεσίας της κεφαλαιαγοράς.
5. Τα εντεταλμένα όργανα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ασκούν τις οριζόμενες στην παράγραφο 1 αρμοδιότητές τους μόνον εφόσον δοθεί σχετική, έγγραφη εντολή από τον Γενικό Διευθυντή ή από τον Προϊστάμενο της καθ’ ύλην αρμόδιας Διεύθυνσης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Η εντολή δίδεται είτε σε ορισμένο ελεγκτή, είτε σε ομάδα ελεγκτών. Στην τελευταία περίπτωση, η εντολή πρέπει να ορίζει και τον ελεγκτή που είναι ο επικεφαλής του ελέγχου.
6. Οι έλεγχοι της περίπτωσης (α) της παραγράφου 1, η λήψη πληροφοριών και στοιχείων των περιπτώσεων (γ) και (δ) αντιστοίχως της παραγράφου 1, καθώς και οι κατασχέσεις της περίπτωσης (β) της παραγράφου 1, πραγματοποιούνται σε οποιαδήποτε για το ελεγχόμενο πρόσωπο εργάσιμη ώρα. Τα εντεταλμένα όργανα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μεταβαίνουν στην επαγγελματική εγκατάσταση του ελεγχομένου προσώπου. Ο επικεφαλής του ελέγχου αναζητεί κατά προτεραιότητα πρόσωπο που μετέχει στη διοίκηση ή διαχείριση του ελεγχομένου προσώπου, τον εσωτερικό ελεγκτή του ελεγχομένου προσώπου, ή οποιοδήποτε υπάλληλο του εν λόγω προσώπου, προκειμένου να ανακοινώσει τον σκοπό της επίσκεψής του, δείχνει την υπηρεσιακή του ταυτότητα, επιδίδει αντίγραφο της εντολής και αμέσως γίνεται έλεγχος.
7. Για την κατάσχεση που πραγματοποιείται βάσει της περίπτωσης (β) της παραγράφου 1 συντάσσεται έκθεση κατάσχεσης.
Η έκθεση υπογράφεται από τον ελεγκτή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που ενεργεί την κατάσχεση και από πρόσωπο που μετέχει στη διοίκηση ή διαχείριση του ελεγχομένου προσώπου ή από τον εσωτερικό ελεγκτή του εν λόγω προσώπου ή τον παρόντα κατά τη διενέργεια της κατάσχεσης υπάλληλο του ελεγχομένου προσώπου. Η έκθεση κατάσχεσης συντάσσεται σε τρία αντίγραφα. Τα δύο αντίγραφα κρατούνται από τον ελεγκτή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και το άλλο παραδίδεται σε εκείνον που υπέγραψε για λογαριασμό του ελεγχομένου προσώπου. Σε περίπτωση άρνησης των παραπάνω να υπογράψουν, εφαρμόζονται οι σχετικές με τις επιδόσεις διατάξεις των άρθρων 47-57 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Το ελεγχόμενο πρόσωπο δικαιούται να λάβει αντίγραφα των κατασχεθέντων βιβλίων, στοιχείων και λοιπών εγγράφων με δαπάνες του. Αντίγραφο της έκθεσης κατάσχεσης υπογεγραμμένο και από τον Προϊστάμενο της καθ’ ύλην αρμόδιας Διεύθυνσης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς επιδίδεται, με δικαστικό επιμελητή, στο πρόσωπο κατά του οποίου επεβλήθη η κατάσχεση εντός δέκα εργασίμων ημερών από την ημέρα ολοκλήρωσης της κατάσχεσης, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά αναλόγως των άρθρων 47-57 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
8. Η έκθεση κατάσχεσης περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο:
(α) Τον τίτλο «Έκθεση Κατάσχεσης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς».
(β) Το χρόνο διενέργειας της κατάσχεσης.
(γ) Τον τόπο της κατάσχεσης, δηλαδή τα στοιχεία της επαγγελματικής εγκατάστασης, καθώς και τη νομική μορφή, επωνυμία ή πλήρη στοιχεία ταυτότητας του ελεγχομένου προσώπου.
(δ) Το ονοματεπώνυμο και τον βαθμό του εντεταλμένου οργάνου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και την ταυτότητα του Προϊσταμένου του.
(ε) Τον αριθμό και τη χρονολογία εντολής ελέγχου από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
(στ) Την αιτιολογία για τη διενέργεια της κατάσχεσης.
(ζ) Την υπογραφή των ενεργούντων την κατάσχεση εντεταλμένων οργάνων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, καθώς και την υπογραφή του προσώπου που υπέγραψε για λογαριασμό του ελεγχομένου προσώπου.
(η) Το αντικείμενο της κατάσχεσης. Στην έκθεση κατάσχεσης πρέπει να γίνεται σαφής, ακριβής και λεπτομερειακή περιγραφή των κατασχεθέντων αντικειμένων, ώστε να μην επιδέχεται παρερμηνεία και να μην δημιουργούνται αμφιβολίες για το είδος και πλήθος των στοιχείων ή αντικειμένων που κατασχέθηκαν.
9. Η λήψη μαρτυρικών καταθέσεων σύμφωνα με την περίπτωση (α) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου πραγματοποιείται στην έδρα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 215 και στην παράγραφο 1 του άρθρου 216 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας εξετάζονται στην κατοικία τους.
Το ελεγχόμενο πρόσωπο που πρόκειται να καταθέσει κλητεύεται εγγράφως σε ορισμένη ημέρα και ώρα. Η κλήση υπογράφεται από τον Προϊστάμενο της καθ’ ύλην αρμόδιας Διεύθυνσης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
Η κλήση περιέχει συνοπτική περιγραφή της υπόθεσης για την οποία πρόκειται να εξεταστεί ο μάρτυρας, μνημονεύει την αρχή στην οποία αυτό καλείται και αναγράφει ότι, στην περίπτωση που αυτός δεν εμφανιστεί, επιβάλλονται οι κυρώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 23 του παρόντος νόμου.
Η κλήση επιδίδεται στο εξεταζόμενο πρόσωπο, με δικαστικό επιμελητή, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά αναλόγως των άρθρων 47-57 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, μία τουλάχιστον εργάσιμη ημέρα πριν από την ημέρα για την οποία καλείται προς εξέταση. Η προθεσμία κλήσης μπορεί να παρατείνεται σε τρεις εργάσιμες ημέρες, εφόσον το εξεταζόμενο πρόσωπο έχει την κατοικία ή έδρα του εκτός του νομού Αττικής. Η προθεσμία κλήσης παρατείνεται σε επτά εργάσιμες ημέρες, εφόσον το εξεταζόμενο πρόσωπο έχει την κατοικία ή έδρα του εκτός της ελληνικής επικράτειας.
10. Η λήψη μαρτυρικών καταθέσεων πραγματοποιείται ενώπιον ενός τουλάχιστον υπαλλήλου του ειδικού επιστημονικού προσωπικού της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και ενός δημοσίου υπαλλήλου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ως γραμματέα, οι οποίοι έχουν εξουσιοδοτηθεί προς τούτο από την Εκτελεστική Επιτροπή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
Ο μάρτυρας, πριν καταθέσει, καλείται να δηλώσει το όνομα και το επώνυμό του, τον τόπο της γέννησης και της κατοικίας του, καθώς και την ηλικία του.
11. Ως προς τον τρόπο λήψης των μαρτυρικών καταθέσεων και ως προς το επαγγελματικό απόρρητο των μαρτύρων εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 223 έως 227 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας καθώς του άρθρου 212 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
12. Για την μαρτυρική κατάθεση συντάσσεται από τον γραμματέα έκθεση μαρτυρικής κατάθεσης. Η έκθεση πρέπει να αναφέρει τον τόπο και την ημερομηνία της κατάθεσης, την ώρα κατά την οποία άρχισε και τελείωσε η κατάθεση, τα ονοματεπώνυμα και την κατοικία του υπαλλήλου που έλαβε την κατάθεση, του γραμματέα και του μάρτυρα, καθώς και ακριβή περιγραφή όσων κατατέθηκαν από τον μάρτυρα.
Η έκθεση διαβάζεται από όλα τα παρευρισκόμενα κατά την εξέταση πρόσωπα και υπογράφεται από αυτά. Αν κάποιο από τα πρόσωπα αυτά αρνείται να υπογράψει, αυτό αναφέρεται στην έκθεση. Η έκθεση αποτελεί πλήρη απόδειξη για όσα έχει καταθέσει ο μάρτυρας. Η έκθεση είναι άκυρη, εάν λείπουν η χρονολογία (εκτός αν προκύπτει με βεβαιότητα από το όλο περιεχόμενο της έκθεσης ή από άλλα έγγραφα που επαναλαμβάνονται σ' αυτήν), η αναγραφή των ονομάτων και των επωνύμων ή η υπογραφή των κατά την παράγραφο 10 προσώπων που παρευρέθηκαν στην κατάθεση.
Η έκθεση συντάσσεται σε δύο αντίγραφα από τα οποία ένα αντίγραφο δίδεται στον μάρτυρα και το άλλο τίθεται με ευθύνη του υπαλλήλου που έλαβε την κατάθεση στο φάκελο της υπόθεσης.
13. Ψευδείς ή ανακριβείς μαρτυρικές καταθέσεις τιμωρούνται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 8 του άρθρου 76 του νόμου 1969/1991 (ΦΕΚ Α 167).
14. Η λήψη των στοιχείων της περίπτωσης (β) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου πραγματοποιείται κατόπιν σχετικής αίτησης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Η λήψη των στοιχείων του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να πραγματοποιηθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ζητώντας την παροχή σχετικής συνδρομής από την ΥΠ.Ε.Ε του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, σύμφωνα με τα σχετικώς προβλεπόμενα στην παράγραφο 8 του άρθρου 30 του νόμου 3296/2004.
15. Οι αστυνομικές και λοιπές δημόσιες αρχές και υπηρεσίες υποχρεούνται, όταν τους ζητηθεί, να συνδράμουν άμεσα και αποτελεσματικά τα εντεταλμένα όργανα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους σύμφωνα με το παρόν άρθρο, καθώς, επίσης, και να χορηγούν κάθε σχετική πληροφορία και στοιχείο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΜΕΤΡΑ
¶ρθρο 23
1. Σε όποιον παραβαίνει την απαγόρευση κατάχρησης της αγοράς, σύμφωνα με τα άρθρα 3 έως 5 και 7, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει πρόστιμο ύψους από 10.000 μέχρι 2.000.000 ευρώ. Το ανώτατο όριο μπορεί να τριπλασιασθεί σε περίπτωση υποτροπής.
2. Σε όποιον παραβαίνει τις υποχρεώσεις, που προβλέπονται στα άρθρα 10 έως 18, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει πρόστιμο ύψους από 3.000 μέχρι 500.000 ευρώ. Το ανώτατο όριο μπορεί να τριπλασιασθεί σε περίπτωση υποτροπής.
Εάν η παράβαση των εν λόγω υποχρεώσεων συνιστά και παράβαση των διατάξεων για την κατάχρηση της αγοράς επισύρει σωρευτικώς τις κυρώσεις που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο.
3. Σε όποιον:
(α) παρακωλύει με οποιονδήποτε τρόπο τον έλεγχο που διενεργείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων του νόμου αυτού, ή
(β) αρνείται ή παρακωλύει την παροχή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των κατά το άρθρο 22 πληροφοριών, ή παρέχει εν γνώσει του ψευδείς πληροφορίες ή αποκρύπτει αληθείς πληροφορίες, ή
(γ) αρνείται, αν και έχει κληθεί προς το σκοπό αυτό, κατά την περίπτωση (α) της παραγράφου 2 του άρθρου 22, να παράσχει στοιχεία ή αποκρύπτει στοιχεία ή καταθέτει ψευδή στοιχεία, ή αρνείται να καταθέσει ενώπιόν της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς,
η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει πρόστιμο ύψους από 3.000 μέχρι 500.000 ευρώ.
4. Κατά την επιμέτρηση των προστίμων που επιβάλλονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο, λαμβάνονται υπόψη η αξία των παράνομων συναλλαγών, το τυχόν επιτευχθέν οικονομικό όφελος, η επίπτωση της παράβασης στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και στην διάχυση ορθής και έγκυρης πληροφόρησης στο επενδυτικό κοινό, ο βαθμός συνεργασίας με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά το στάδιο διερεύνησης, έρευνας-ελέγχου από την τελευταία, οι ανάγκες της ειδικής και γενικής πρόληψης και η τυχόν καθ’ υποτροπή τέλεση παραβάσεων του παρόντος νόμου και της λοιπής νομοθεσίας για την κεφαλαιαγορά.
5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος κάθε πρόστιμο που επιβάλλει βάσει των διατάξεων του παρόντος άρθρου σε πιστωτικό ίδρυμα ή και σε απασχολούμενα σε πιστωτικό ίδρυμα πρόσωπα.
6. Προκειμένου περί παραβάσεως των διατάξεων του άρθρου 18 ή των διατάξεων της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου από πιστωτικά ιδρύματα που εποπτεύει η Τράπεζα της Ελλάδος ή από πρόσωπα που απασχολούνται σε αυτά, αρμόδια για την επιβολή κυρώσεων κατά την παράγραφο 2 είναι η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία ενεργεί κατόπιν εισηγήσεως της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή και αυτοτελώς.
¶ρθρο 24
1. Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων των άρθρων 3 έως 5, 7, 10 έως 18, καθώς και της παραγράφου 3 του άρθρου 23 του παρόντος νόμου , η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, ανεξάρτητα από την επιβολή κυρώσεων του προηγουμένου άρθρου, να:
(α) επιβάλει έγγραφη επίπληξη ή σύσταση,
(β) αναστέλλει προσωρινά και για περίοδο που δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα έτος την, εν όλω ή εν μέρει, λειτουργία νομικών προσώπων που αδειοδοτούνται ή εποπτεύονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας φυσικών πρόσωπων που πιστοποιούνται ή αδειοδοτούνται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς,
(γ) απαγορεύει την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας από φυσικά πρόσωπα που πιστοποιούνται ή αδειοδοτούνται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
2. Προκειμένου περί παράβασης των διατάξεων των άρθρων 3 έως 5, 7, 10 έως 18, καθώς και της παραγράφου 3 του άρθρου 23 του παρόντος νόμου από πιστωτικά ιδρύματα που εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή από απασχολούμενα σε αυτά πρόσωπα, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει την εξουσία, ανεξάρτητα από την επιβολή κυρώσεων του προηγουμένου άρθρου:
(α) επιβολής έγγραφης επίπληξης ή σύστασης,
(β) αναστολής
αα) άσκησης από πιστωτικά ιδρύματα που εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος δραστηριοτήτων τους, τις οποίες προσδιορίζει η Τράπεζα της Ελλάδος με την απόφαση με την οποία επιβάλλει την κύρωση,
ββ) άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας φυσικών προσώπων που πιστοποιούνται ή εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος,
(γ) απαγόρευσης της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας από φυσικά πρόσωπα που πιστοποιούνται ή εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος,
κατόπιν εισηγήσεως της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή και αυτοτελώς.
¶ρθρο 25
1. Οι αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος που εκδίδονται με βάση τα άρθρα 23 και 24 υπόκεινται σε προσφυγή ουσίας ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών από την κοινοποίησή τους.
2. Η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής και η άσκησή της δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος.
3. Σε περίπτωση που συντρέχουν οι λόγοι αναστολής του άρθρου 202 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, μετά από αίτηση του ενδιαφερόμενου, μπορεί ο Πρόεδρος του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών να αναστείλει εν όλω ή εν μέρει ή υπό όρους την εκτέλεση της απόφασης κατά της οποίας ασκήθηκε προσφυγή, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων των άρθρων 200 επ., του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
4. Η προσφυγή εκδικάζεται μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα κατάθεσής της. Αναβολή της συζητήσεως είναι δυνατή μόνο μία φορά για αποχρώντα λόγο και σε δικάσιμο που δεν απέχει περισσότερο από ένα μήνα από την αρχική δικάσιμο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΕΠΟΠΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ
¶ρθρο 26
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές των κρατών-μελών για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο. Συνεργάζεται, επίσης, με την Τράπεζα της Ελλάδος ως προς θέματα που αφορούν τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα, νοουμένου ότι οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν θίγουν τις εποπτικές αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος επί των πιστωτικών ιδρυμάτων.
2. Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων εκ της ποινικής νομοθεσίας, όταν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει πληροφορίες σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο τις χρησιμοποιεί αποκλειστικά για την άσκηση των καθηκόντων της στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής του νόμου αυτού, καθώς και στο πλαίσιο διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών που σχετίζονται ειδικά με την άσκηση αυτών των καθηκόντων. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να τις χρησιμοποιήσει για άλλους σκοπούς ή να τις διαβιβάσει στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών ύστερα από ρητή συναίνεση της αρχής που διαβίβασε τις πληροφορίες.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να ενημερώσει της Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών Κεφαλαιαγοράς εφόσον η αίτηση πληροφόρησης που έχει υποβάλει δεν λαμβάνει συνέχεια εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος ή απορριφθεί.
4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρέχει συνδρομή στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών-μελών, ιδίως με την ανταλλαγή πληροφοριών και τη συνεργασία στο πλαίσιο ερευνών.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαβιβάζει αμέσως, κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας αρχής κράτους-μέλους, όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τους σκοπούς που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο και λαμβάνει αμέσως όλα τα αναγκαία μέτρα για να συλλέξει τις ζητούμενες πληροφορίες.
Εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν μπορεί να παράσχει αμέσως τις ζητούμενες πληροφορίες, γνωστοποιεί τους σχετικούς λόγους στην αιτούσα αρμόδια αρχή. Οι πληροφορίες που διαβιβάζονται με τον τρόπο αυτό καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο με το οποίο δεσμεύονται τα πρόσωπα που απασχολούνται ή έχουν απασχοληθεί στην αρμόδια αρχή που λαμβάνει τις πληροφορίες.
5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν απαντά σε αίτηση πληροφόρησης όταν:
(α) η ανακοίνωση των πληροφοριών προσβάλει την κυριαρχία, την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη του ελληνικού κράτους,
(β) εάν έχει κινηθεί ποινική διαδικασία για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά των ιδίων προσώπων ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων,
(γ) εάν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση ελληνικού δικαστηρίου για τα ίδια πρόσωπα και για τα ίδια πραγματικά περιστατικά.
Στις περιπτώσεις (β) και (γ), η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει λεπτομερώς την αιτούσα αρμόδια αρχή για την εκκρεμή δικαστική διαδικασία ή απόφαση που έχει εκδοθεί.
¶ρθρο 27
1. Αν διαπιστωθούν από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παραβάσεις του νόμου αυτού ή αν ορισμένες πράξεις επηρεάζουν χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά που βρίσκεται σε άλλο κράτος-μέλος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την αρμόδια αρχή του άλλου κράτους-μέλους και της παρέχει τα στοιχεία που διαθέτει.
2. Αν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πληροφορηθεί ότι διαπράττονται ή έχουν διαπραχθεί στο ελληνικό έδαφος παραβάσεις του νόμου αυτού ή ότι ορισμένες πράξεις επηρεάζουν χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά που βρίσκεται στην ελληνική επικράτεια, λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα και ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους που την πληροφόρησε για τα αποτελέσματα της παρέμβασής της.
¶ρθρο 28
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ζητήσει τη διενέργεια έρευνας από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους-μέλους στο έδαφος του τελευταίου και να ζητήσει να επιτραπεί σε μέλη του προσωπικού της να παρίστανται κατά την έρευνά της.
2. Η αρμόδια αρχή ενός κράτους-μέλους μπορεί να ζητήσει τη διενέργεια έρευνας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στο ελληνικό έδαφος και να ζητήσει να επιτραπεί σε ορισμένα μέλη του προσωπικού της να παρίστανται κατά τη διενέργεια της έρευνας.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αρνηθεί να διενεργήσει έρευνα που ζητείται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο ή να μην επιτρέψει στο προσωπικό της αιτούσας αρμόδιας αρχής άλλου κράτους-μέλους να συνοδεύσει το προσωπικό της εάν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της παραγράφου 5 του άρθρου 26. Στην περίπτωση αυτή, ειδοποιεί σχετικώς την αιτούσα αρμόδια αρχή την οποία ενημερώνει για τη δικαστική διαδικασία ή την ύπαρξη τελεσίδικης απόφασης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ
ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
¶ρθρο 29
1. Τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους όποιος, με σκοπό να αποκτήσει ο ίδιος ή τρίτος περιουσιακό όφελος, χρησιμοποιεί εν γνώσει του προνομιακές πληροφορίες για να αποκτήσει ή να διαθέσει, ο ίδιος ή μέσω άλλου προσώπου, χρηματοπιστωτικά μέσα στα οποία αφορούν οι πληροφορίες αυτές.
2. Επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα ετών σε όποιον διαπράττει κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια το αδίκημα της προηγούμενης παραγράφου και εφόσον:
(α) η αξία των παράνομων συναλλαγών υπερβαίνει τα ένα εκατομμύριο ευρώ, ή
(β) αποκομίζει περιουσιακό όφελος το οποίο υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες ευρώ.
¶ρθρο 30
1. Τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους όποιος, με σκοπό να διαμορφώσει τεχνητά την τιμή ή την εμπορευσιμότητα χρηματοπιστωτικού μέσου:
(α) διενεργεί συναλλαγές χρησιμοποιώντας εν γνώσει του παραπλανητικές μεθοδεύσεις ή απατηλά μέσα, ή/ και
(β) διαδίδει εν γνώσει του, δια των μέσων μαζικής ενημέρωσης, του διαδικτύου ή οιουδήποτε άλλου τρόπου, παραπλανητικές ή ψευδείς πληροφορίες, ειδήσεις ή φήμες.
2. Επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα ετών σε όποιον διαπράττει κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια το αδίκημα της προηγούμενης παραγράφου και εφόσον:
(α) η αξία των παράνομων συναλλαγών υπερβαίνει τα ένα εκατομμύριο ευρώ, ή
(β) αποκομίζει περιουσιακό όφελος το οποίο υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες ευρώ.
¶ρθρο 31
1. Η ποινική δίωξη για τις παραβάσεις των άρθρων 29 και 30 του παρόντος νόμου, καθώς και του άρθρου 10 του νόμου 876/1979 (ΦΕΚ Α 48) ασκείται αυτεπαγγέλτως.
2. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών υποβάλλει στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών τις μηνυτήριες αναφορές με τις οποίες καταγγέλλεται η τέλεση των αξιόποινων πράξεων των άρθρων 29 και 30.
3. Ο Εισαγγελέας Εφετών, με βάση τις παραπάνω μηνυτήριες αναφορές ή με βάση στοιχεία που περιέρχονται σε αυτόν από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή από οποιονδήποτε τρίτο, αλλά και αυτεπαγγέλτως, ενεργεί ο ίδιος προκαταρκτική εξέταση ή παραγγέλλει τη διενέργειά της από γενικό ή ειδικό προανακριτικό υπάλληλο, υπό την εποπτεία και καθοδήγησή του. Η έρευνα επεκτείνεται και στις συναφείς αξιόποινες πράξεις.
4. Αν διενεργείται προκαταρκτική εξέταση για τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 29 και 30 του παρόντος νόμου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καλείται να λάβει γνώση της δικογραφίας και το αργότερο μέσα σε τριάντα ημέρες από την επίδοση της κλήσεως να υποβάλλει, εφόσον επιθυμεί, έκθεση με τις απόψεις της για όλες τις καταγγελλόμενες πράξεις που διερευνώνται. Σε περίπτωση άμεσου κινδύνου παραγραφής, εκείνος που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση, έχει δικαίωμα σύντμησης της προθεσμίας αυτής.
5. Μετά το τέλος της προκαταρκτικής εξέτασης, η δικογραφία υποβάλλεται στον ίδιο τον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος, αν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, τη διαβιβάζει με συγκεκριμένη παραγγελία του στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών για την άσκηση ποινικής διώξεως. Τα ίδια ισχύουν αν ο Εισαγγελέας Εφετών με βάση τα στοιχεία που υποβλήθηκαν, κρίνει ότι δεν είναι αναγκαία η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, αλλά η άσκηση ποινικής διώξεως. Αν κρίνει τα στοιχεία ως νομικά ή ουσιαστικά αβάσιμα, με αιτιολογημένη διάταξή του θέτει την υπόθεση στο αρχείο.
6. Σε δίκες για τα αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει δικαίωμα σε κάθε περίπτωση να παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα για την υποστήριξη της κατηγορίας.
7. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των πλημμελημάτων που προβλέπονται από τα άρθρα 29 και 30 του νόμου αυτού είναι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο και των κακουργημάτων το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων του τόπου τελέσεώς τους.
8. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζονται στις υποθέσεις εκείνες για τις οποίες είχε επιδοθεί κλήση ή κλητήριο θέσπισμα μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου σε οποιοδήποτε διαδικαστικό στάδιο και αν βρίσκονται.
9. Κατά τη διαδικασία εκδίκασης των κακουργημάτων του παρόντος νόμου εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 20 και 21 του νόμου 663/1977 (ΦΕΚ Α 215).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
¶ρθρο 32
1. Καταργούνται οι διατάξεις:
(α) του Προεδρικού Διατάγματος 53/1992 (ΦΕΚ Α 22) στο σύνολό τους,
(β) των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 72 του νόμου 1969/1991,
(γ) της περίπτωσης (α) της παραγράφου 5 του άρθρου 5 του Προεδρικού Διατάγματος 350/1985 (ΦΕΚ Α 126), ενώ οι λοιπές περιπτώσεις (β) και (γ) αναριθμούνται σε (α) και (β), αντιστοίχως,
(δ) της περίπτωσης (α) της παραγράφου 4 του άρθρου 6 του Προεδρικού Διατάγματος 350/1985, ενώ οι λοιπές περιπτώσεις (β), (γ) και (δ) αναριθμούνται σε (α), (β) και (γ), αντιστοίχως,
(ε) του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 5 του άρθρου 5 του Προεδρικού Διατάγματος 51/1992 (ΦΕΚ Α 22).
2. Αντικαθίστανται οι διατάξεις:
(α) της παραγράφου 1 του άρθρου 72 του νόμου 1969/1991, του άρθρου 73 του νόμου 1969/1991, καθώς και του άρθρου 34 του νόμου 3632/1928 της 17/26 Ιουλίου «Περί χρηματιστηρίων αξιών» από τις διατάξεις του άρθρου 30 του παρόντος νόμου,
(β) του άρθρου 30 του νόμου 1806/1988 (ΦΕΚ Α 207) από τις διατάξεις του άρθρου 29 του παρόντος νόμου.
3. Τροποποιούνται οι διατάξεις:
(α) της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του νόμου 3016/2002 (ΦΕΚ Α 110) ως εξής:
« Ο Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας περιλαμβάνει:
α. Τη διάρθρωση των υπηρεσιών της εταιρίας, τα αντικείμενά τους, καθώς και τη σχέση των υπηρεσιών μεταξύ τους και με τη διοίκηση. Στον Κανονισμό προβλέπονται τουλάχιστον υπηρεσίες Εσωτερικού Ελέγχου, Εξυπηρέτησης Μετόχων και Εταιρικών Ανακοινώσεων.
β. Τις αρμοδιότητες των εκτελεστικών και μη εκτελεστικών μελών του διοικητικού συμβουλίου.
γ. Τις διαδικασίες πρόσληψης των διευθυντικών στελεχών της εταιρίας και αξιολόγησης της απόδοσής τους.
δ. Τις διαδικασίες παρακολούθησης:
αα) των συναλλαγών που πραγματοποιούν τα πρόσωπα που απασχολεί η εταιρία, είτε με σύμβαση εργασίας είτε άλλως, και τα οποία έχουν πρόσβαση σε προνομιακές πληροφορίες, καθώς και τα πρόσωπα που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα στην εταιρία και οι έχοντες στενό δεσμό με αυτά τα πρόσωπα, σε κινητές αξίες της εταιρίας ή συνδεδεμένων επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 42ε παρ. 5 του Κ.Ν. 2190/1920, εφόσον οι κινητές αξίες είναι υπό διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά,
ββ) άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων των προσώπων που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα σε εταιρία και οι οποίες σχετίζονται με την εταιρία και τους βασικούς πελάτες ή προμηθευτές.
ε. Τις διαδικασίες δημόσιας γνωστοποίησης συναλλαγών των προσώπων που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα στην εταιρία και των προσώπων που έχουν στενό δεσμό με αυτά τα πρόσωπα, καθώς και άλλων προσώπων για τα οποία η εταιρία έχει υποχρέωση γνωστοποίησης σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.
στ. Τους κανόνες που διέπουν τις συναλλαγές μεταξύ συνδεδεμένων εταιριών, την παρακολούθηση των συναλλαγών αυτών και την κατάλληλη γνωστοποίησή τους στα όργανα και τους μετόχους της εταιρίας.»
(β) του άρθρου 15 του νόμου 2533/1997 (ΦΕΚ Α 228) ως εξής:
«Εταιρία, της οποίας οι αξίες είναι εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά αξιών δεν επιτρέπεται να διενεργεί για ίδιο λογαριασμό συναλλαγές σε παράγωγα εισηγμένα σε αγορά παραγώγων τα οποία έχουν ως υποκείμενη αξία είτε αξίες της εταιρίας είτε δείκτες, στους οποίους οι αξίες της εταιρίας αυτής συμμετέχουν με ποσοστό μεγαλύτερο του 25%. Η απαγόρευση ισχύει για την εκδότρια εταιρία και τις συνδεδεμένες με αυτήν επιχειρήσεις κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει στους παραβάτες πρόστιμο ύψους από 5.000 μέχρι 300.000 ευρώ.»
(γ) της περίπτωσης (στ) της παραγράφου 1 του άρθρου 78 του νόμου 1969/1991 ως εξής:
«Επιλαμβάνεται των περιπτώσεων που συνδέονται με την κατάχρηση της αγοράς, δηλαδή της κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών και της χειραγώγησης της αγοράς, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.»
(δ) της περίπτωσης (η) της παραγράφου 13 του νόμου 1969/1991 που προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 8 του νόμου 2843/2000 (ΦΕΚ Α 219) ως εξής:
«Μετά από σχετικό αίτημα του Εισαγγελέα ή του Ανακριτή, ή βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου ή μετά από απόφαση του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση, εφόσον η παροχή αυτών είναι απολύτως αναγκαία για τη διαπίστωση και την τιμωρία πλημμελήματος ή κακουργήματος.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΓΙΑ
ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ
¶ρθρο 33
1. Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει δύο μήνες από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
2. Η ισχύς του άρθρου 18 αρχίζει πέντε μήνες από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.